«Να είστε ειλικρινής. Ως πρόεδρος ο Τραμπ είχε μάλλον δίκιο για το ΝΑΤΟ, είχε μάλλον δίκιο για τη μετανάστευση. Συνέβαλε στο αναπτυχθεί αρκετά ικανοποιητικά η οικονομία και το εμπόριο. Η φορολογική μεταρρύθμιση λειτούργησε. Είχε δίκιο σε ορισμένα σημεία και για την Κίνα». Αυτά είπε σε συνέντευξή του στο CNBC στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου ο Τζέιμι Ντίμον, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase, συγκλονίζοντας την αμερικανική και διεθνή οικονομική κοινότητα.
«Ακούστηκαν σαν πρόσκληση για προετοιμασία, με την κλασική σύνεση του επιχειρηματία που προσπαθεί να οσμιστεί αν και κατά πόσο η πολιτική είναι “business friendly” και προσαρμόζεται σε κάθε εξέλιξη, κοιτάζοντας ρεαλιστικά τις θετικές πλευρές και περιορίζοντας συνετά τις πιθανές ζημιές» γράφει σε ανάλυσή του ο Τζανλούκα Μερκούρι της ιταλικής Corriere della Sera.
Οσον αφορά την έκβαση της εξαιρετικά κρίσιμης αναμέτρησης του ερχόμενου Νοεμβρίου μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ, ο Τζέιμι Ντίμον, ένας άνθρωπος που διαχειρίζεται καθημερινά δισεκατομμύρια δολάρια, δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα: «Θα είμαι έτοιμος και για τους δύο» είπε.
Οι απόψεις του Ντίμον, στην προκειμένη περίπτωση για τον Τραμπ και τις προεδρικές εκλογές, έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί αποτελεί όντως σημείο αναφοράς εντός του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου, δεδομένου ότι εδώ και σχεδόν μια εικοσαετία ηγείται της μεγαλύτερης (και πιο κερδοφόρας) τράπεζας των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, μίλησε εκ μέρους της Wall Street αλλά και απευθυνόμενος στην Wall Street, στέλνοντας συγχρόνως ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε συναδέλφους του σε όλον τον κόσμο.
Οπως εξηγεί ο Τζόναθαν Μάλερ των New York Times, έδωσε την εντύπωση ότι «προσπαθούσε να καθησυχάσει τους συναδέλφους του διαβεβαιώνοντάς τους ότι η Αμερική, που είναι εδώ και καιρό καταφύγιο για επενδυτές που θέλουν να αποφύγουν τους κινδύνους λιγότερο σταθερών δημοκρατιών, θα συνεχίσει να αποτελεί ασφαλή προορισμό για τα χρήματά τους υπό μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ».
Θα ανεχτεί τους «σούπερμαν της Wall Street»;
Γιατί, όμως, η ελίτ της παγκοσμιοποίησης να φοβάται τον Τραμπ, ο οποίος κατά την πρώτη του θητεία επιβεβαίωσε πως είναι με το μέρος της, καθιστώντας την πλουσιότερη και στρατολογώντας τα βασικά στελέχη της κυβέρνησής του από τις τάξεις της; Καταγράφηκε, φυσικά, μια αμηχανία όταν ο εξτρεμισμός του Τραμπ ξεπέρασε τα όρια επιφυλακής ενώ μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο, περίπου 50 κορυφαίοι εκπρόσωποι του χρηματοπιστωτικού και επιχειρηματικού κατεστημένου των ΗΠΑ αισθάνθηκαν την ανάγκη να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ωστόσο, αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία τότε και εξακολουθεί, φυσικά, να έχει και σήμερα, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: από την άποψη των φοροελαφρύνσεων, της απορρύθμισης, της αύξησης της αξίας των μετοχών τους και των κινήτρων για συγχωνεύσεις και εξαγορές, ο Τραμπ υπηρέτησε τα συμφέροντά τους με το παραπάνω.
Γιατί, άρα, να τον φοβούνται τώρα; «Γιατί αυτή τη φορά απειλεί –τουλάχιστον στα λόγια– ότι θα είναι βαθιά διαφορετικός, ένας απόλυτος λαϊκιστής, με μόνο πιστούς οπαδούς στο πλευρό του, που θα τοποθετηθούν σε καίριες θέσεις, σε μια άνευ προηγουμένου εκδοχή του συστήματος της πατρονίας» απαντά ο Τζανλούκα Μερκούρι επικαλούμενος σχετικές δηλώσεις.
«Οι σούπερμαν της Wall Street που νόμιζαν ότι ήταν οι πιο έξυπνοι στο δωμάτιο; Τέτοια πράγματα δεν θα τα ανεχτεί» προειδοποιεί ο Μπράιαν Μπάλαρντ, ένας πρώην λομπίστας του τέως αμερικανού προέδρου. Ο Ρόουι Αμπντελάλ, καθηγητής στο Harvard Business School, είναι επίσης πεπεισμένος ότι κάθε ψευδαίσθηση περί «εκπολιτισμού των νεο-βαρβάρων του Τραμπ» πρέπει να διαλυθεί: «Υπήρχε αυτή η αίσθηση μεταξύ των ηγετών των επιχειρήσεων, ότι “μπορούμε να συνεργαστούμε με αυτούς τους ανθρώπους ακόμα και αν ακούγονται κάπως ριζοσπαστικοί, επειδή θα μας δώσουν κάποια πράγματα που είναι χρήσιμα”. Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτή είναι μια στιγμή συστημικού κινδύνου για τα καπιταλιστικά συστήματα όπως τα γνωρίζουμε και για την παγκοσμιοποίηση όπως την ξέρουμε» ανέφερε στους New York Times.
Η Κίνα, η επιβολή δασμών και άλλες πηγές ανησυχίας
Οσον αφορά τη ριζοσπαστικότητα των πολιτικών που θα μπορούσε να εφαρμόσει ο Τραμπ εάν τελικά καταφέρει να επανεκλεγεί στην προεδρία των ΗΠΑ, ο αρθρογράφος της Corriere αναφέρεται ενδεικτικά στις δηλώσεις του για την Κίνα.
Στο πλαίσιο ενός ακραίου απομονωτισμού, ο τέως και πιθανώς μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ προτείνει τη σταδιακή διακοπή της εισαγωγής «βασικών αγαθών» από την Κίνα, την απαγόρευση επενδύσεων στην Κίνα και τον αποκλεισμό από τις διαδικασίες ανάληψης ομοσπονδιακών συμβάσεων εταιρειών που αναθέτουν την παραγωγή σε εξωτερικούς συνεργάτες στην Κίνα.
Και μόνο αυτά θα έπρεπε να ανησυχούν τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Αλλά ο Τραμπ προτείνει επίσης την επιβολή δασμού 10% σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά, κίνηση που θα ισοδυναμούσε με κήρυξη παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, με άλλες χώρες σχεδόν σίγουρα να αντιδρούν με δικούς τους δασμούς.
Ο Τραμπ τάσσεται υπέρ και της λήψης δραστικών κατασταλτικών μέτρων με στόχο την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Το ότι έχει κάνει λόγο για «τη μεγαλύτερη επιχείρηση απέλασης στην αμερικανική ιστορία», λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής αγοράς εργασίας, πρέπει επίσης να ανησυχεί τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Ο Τραμπ θα μπορούσε επίσης να προβεί σε περιορισμό των εξουσιών της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ –όπως ζητούν πολλές συντηρητικές οργανώσεις–, περιλαμβανομένης και της ικανότητάς της να λειτουργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης για τράπεζες που βρίσκονται σε κρίση ρευστότητας.
Ανησυχία προκαλεί και το ενδεχόμενο «ορμπανοποίησης» του Τραμπ, καθώς θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα του ούγγρου πρωθυπουργού, ο οποίος τα προηγούμενα χρόνια έβαλε στο στόχαστρό του τράπεζες και επιχειρήσεις, αναγκάζοντας τις πρώτες να μειώσουν τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και επιβάλλοντας στις δεύτερες διάφορους «φόρους κρίσης».
Αλλά ακόμη και μπροστά σε αυτούς τους κινδύνους, ή μάλλον εξαιτίας αυτών των κινδύνων, η αίσθηση είναι ότι οι κορυφαίοι CEO των ΗΠΑ προετοιμάζονται για ευθυγράμμιση με τον Τραμπ, εάν επανεκλεγεί, υπό το λάβαρο του «no problem». Ο Ντέιβιντ Λέοναρντ, συντάκτης του «The Morning», του εμβληματικού ενημερωτικού δελτίου (newsletter) των New York Times, ζήτησε από τους συναδέλφους του τη γνώμη τους για το θέμα και οι περισσότεροι εξέφρασαν παρόμοια άποψη.
Ο Τζόναθαν Μάλερ, για παράδειγμα, σημείωσε ότι, φυσικά, «οι περισσότεροι CEO δεν είναι ενθουσιασμένοι με το ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας Τραμπ», επειδή «η πρώτη θητεία ήταν δύσκολη στη διαχείρισή της, παρά τις περικοπές στους φόρους και την απορρύθμιση που ήθελαν, και είναι σίγουροι ότι θα προκληθεί αστάθεια, κάτι που είναι γενικά κακό για τις επιχειρήσεις».
Συγχρόνως, όμως, «πολλοί είναι επίσης εναντίον του προέδρου Μπάιντεν, ο οποίος ήταν πολύ πιο επιθετικός στη ρύθμιση των επιχειρήσεων. Και δεν έχω την εντύπωση ότι έχουν εμπεδώσει τα μηνύματα που στέλνουν ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του για το πώς θα μπορούσε να είναι μια δεύτερη θητεία. Μπορεί να είναι δύσκολο για τους CEO να φανταστούν ότι την επόμενη φορά ίσως να έχουν πολύ λιγότερη επιρροή».
«Προβληματικός» και ο Μπάιντεν
Ο Τσάρλι Σάβατζ διαλύει κάθε ψευδαίσθηση όσον αφορά το ενδεχόμενο οι ηγέτες των μεγάλων επιχειρήσεων να ενδιαφέρονται περισσότερο για «τα ευρύτερα ζητήματα της αμερικανικής δημοκρατίας» παρά για το άμεσο προσωπικό τους συμφέρον.
Οσο για τον «λαϊκισμό» του Τραμπ, «ο χαρακτηρισμός δεν είναι σωστός, εάν το ερώτημα είναι ποια πολιτική είναι πιο πιθανό να επιτρέψει στις επιχειρήσεις και στους πλούσιους να συγκεντρώσουν περισσότερα χρήματα βραχυπρόθεσμα. Ο Μπάιντεν δε θα ανανέωνε τις φορολογικές περικοπές του Τραμπ για τους πλούσιους, ενώ ο Τραμπ υπόσχεται νέα μείωση στη φορολογία των επιχειρήσεων. Ο Τραμπ δυσφημεί τους ρυθμιστικούς φορείς –τα μέσα με τα οποία η κοινωνία επιβάλλει κανόνες σε ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα– ως μέρος του “βαθέος κράτους” που έχει υποσχεθεί να διαλύσει. Πολλές ριζοσπαστικές πτυχές του προγράμματος του Τραμπ δεν είναι ασυμβίβαστες με τον περαιτέρω πλουτισμό των πλουσίων» συνοψίζει ο δημοσιογράφος των New York Times.
Η Μάγκι Χάμπερμαν σημειώνει πως «ορισμένοι διευθύνοντες σύμβουλοι λένε ότι παρόμοιες προειδοποιήσεις για τον Τραμπ είχαν γίνει και το 2016 και πιστεύουν ότι μπορούν να συνεργαστούν μαζί του», αλλά πιο κρίσιμο είναι το γεγονός ότι «αυτά τα στελέχη δεν είναι ικανοποιημένα με την οικονομική πολιτική του Μπάιντεν. Εχω ακούσει ατέλειωτα παράπονα σχετικά με τις πρωτοβουλίες για το κλίμα, την ελάφρυνση του φοιτητικού χρέους και το ομοσπονδιακό έλλειμμα (παρά την έλλειψη παραπόνων από τα ίδια στελέχη όταν ο Τραμπ αύξησε το έλλειμμα)».
Αντιθέτως, ο Τζόναθαν Σουάν προβλέπει δύσκολους καιρούς για τους CEO των ΗΠΑ. «Ο Τραμπ θα έχει πολύ λιγότερα κίνητρα το 2025 από ό,τι είχε το 2017 για να κατευνάσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Οι δωρητές τον εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό μετά την 6η Ιανουαρίου (και την εισβολή στο Καπιτώλιο), αν και ορισμένοι επιστρέφουν τώρα σιγά σιγά. Οι αμερικανικές τράπεζες αρνούνται να συνεργαστούν με τον όμιλό του. Και, υπό τον Τραμπ, η βάση των Ρεπουμπλικανών άλλαξε δραματικά. Τα μέλη της ανήκουν περισσότερο στην εργατική τάξη, είναι πιο πιθανό να αντιπαθούν τα εταιρικά αφεντικά και τους “ηγέτες της σκέψης” του Νταβός» γράφει.
«Η σχέση μεταξύ της εταιρικής Αμερικής και των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσου έχει επίσης ψυχρανθεί. Εχω ακούσει αρκετούς Ρεπουμπλικανούς που ευθυγραμμίζονται με τον Τραμπ να λένε κάτι παρόμοιο για την εταιρική Αμερική: “Σας προστατεύαμε επί χρόνια. Στη συνέχεια αλλάξατε πλευρά και συμπαραταχθήκατε με τους Δημοκρατικούς για κάθε σημαντικό πολιτιστικό ζήτημα: το περιβάλλον, τη μετανάστευση, τη διαφορετικότητα και την ενσωμάτωση, τα εκλογικά δικαιώματα”. Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί εξακολουθούν να συνδέονται με εταιρικά συμφέροντα, αλλά μερικά από τα νέα μέλη του Κογκρέσου που είναι ευθυγραμμισμένα με τον Τραμπ, όπως η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, εξαρτώνται λιγότερο από την εταιρική χρηματοδότηση επειδή συγκεντρώνουν μεγάλο ποσά μέσω του διαδικτύου από απλούς δωρητές» συμπληρώνει ο αμερικανός δημοσιογράφος.