Οι προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου στις ΗΠΑ ήταν ήδη αρκετά πολύπλοκες –ίσως οι πολυπλοκότερες στην Ιστορία της χώρας– και χωρίς την κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή. Τώρα, καθώς φαίνεται ξεκάθαρα ότι η πολιτική κατευνασμού και αποτροπής που επεδίωξε τον τελευταίο χρόνο ο Τζο Μπάιντεν αποτυγχάνει παταγωδώς, οι σειρήνες από το Τελ Αβίβ «ηχούν» και στον Λευκό Οίκο.
Για δεύτερη φορά φέτος, το Ιράν εκτόξευσε πυραύλους εναντίον του Ισραήλ και οι ΗΠΑ βοήθησαν το Ισραήλ να τους αποκρούσει. Οι ΗΠΑ, που προσπάθησαν απελπισμένα να μη συρθούν σε αυτό που δείχνει να εξελίσσεται σε περιφερειακό πόλεμο, είναι πλέον αδύνατον να παραμείνουν εντελώς εκτός, όπως επεδίωκε η ηγεσία τους.
Ο Τζέικ Σάλιβαν, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, υποσχέθηκε ότι θα υπάρξουν «σοβαρές συνέπειες» για το Ιράν και είπε ότι οι ΗΠΑ θα «συνεργαστούν με το Ισραήλ» για να διασφαλίσουν ότι αυτό θα συμβεί. Οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν το δόγμα της αποστασιοποίησης και απειλούν σχεδόν ανοιχτά, όπως γράφει ο Γκίντιον Ράχμαν στους Financial Times με κοινή στρατιωτική δράση με το Ισραήλ κατά του Ιράν. Αυτό δηλαδή, που προσπαθούσε να αποφύγει ο Μπάιντεν.
Τον περασμένο Απρίλιο, το Ισραήλ πείστηκε να περιορίσει τα αντίποινά του σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να αποδεχτούν οι Ιρανοί. Το πράγμα φάνηκε να σταματά εκεί. Δεν σταμάτησε, όμως. Αυτή τη φορά, φαίνεται πολύ λιγότερο πιθανό να αποτραπεί η περαιτέρω κλιμάκωση της ανταλλαγής χτυπημάτων μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ. Και οι ΗΠΑ δείχνουν εξίσου απρόθυμες όσο και ανίκανες να παρέμβουν σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Το Ισραήλ αυτήν την εποχή αισθάνεται πανίσχυρο. Μόλις έχει ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο στον πόλεμο με τους περιφερειακούς εχθρούς του, με τη χερσαία εισβολή στον Λίβανο που ακολουθεί τα καταστροφικά χτυπήματα που έχει ήδη καταφέρει στη Χεζμπολάχ. Η κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου αισθάνεται ξεκάθαρα ότι έχει τρέψει τους εχθρούς της σε φυγή. Μπορεί, μέσα στον ενθουσιασμό αυτόν, να θέλει να αντεπιτεθεί ολομέτωπα στο Ιράν, ελπίζοντας να καταφέρει μια ανήκεστη βλάβη στην Ισλαμική Δημοκρατία και στο περιβόητο πυρηνικό της πρόγραμμα.
Στην αντιπέρα όχθη, παραμένει άγνωστο τι ακριβώς σκέφτονται οι Ιρανοί. Κατά την άποψη των FT, είναι απίθανο να μην έχουν κατανοήσει τους κινδύνους της βέβαιης ισραηλινής ανταπόδοσης. Ισως κάποιοι στην Τεχεράνη να ήταν εναντίον της κλιμάκωσης που αναπόφευκτα θα προκαλούσαν τα χτυπήματα της 1ης Οκτωβρίου. Το Ιράν, όμως, βρέθηκε σε συμπληγάδες: από τη μία ο κίνδυνος της ολομέτωπης αντιπαράθεσης με το Ισραήλ και από την άλλη ο κίνδυνος να φανεί αδύναμο, αποτυγχάνοντας να αποτρέψει αλλά και να απαντήσει στις επιθέσεις του Ισραήλ στη Χεζμπολάχ, αλλά και στη δολοφονία, τον Ιούλιο, του Ισμαήλ Χανίγιε, ηγέτη της Χαμάς, στην Τεχεράνη.
«Η ζοφερή λογική του πολέμου και της αποτροπής λέει ότι μια δύναμη που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τους συμμάχους της ή να απαντήσει σε επιθέσεις στην πρωτεύουσά της, φαίνεται αδύναμη. Και η αδυναμία δυνητικά προκαλεί περαιτέρω επιθέσεις, ενώ οδηγεί επίσης σε απώλεια επιρροής και κύρους», γράφει ο Ράχμαν στους FT.
Ο Λευκός Οίκος μπορεί προσώρας να έχει ανεβάσει τους τόνους στη ρητορική του, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι συνεχίζει να παροτρύνει το Ισραήλ να επιδείξει ψυχραιμία στην απάντησή του και να μην αναγκάσει το Ιράν να συνεχίσει το παιχνίδι, οξύνοντας περαιτέρω την ένταση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν παραμένει εντελώς απρόθυμη να συρθεί σε άλλη μια σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Ο ίδιος ο Μπάιντεν, αλλά και πολλοί Αμερικανοί, ήλπιζαν ότι η αποχώρηση της χώρας από το Αφγανιστάν θα σηματοδοτούσε το τέλος της εμπλοκής της σε τέτοιου είδους συγκρούσεις.
Τι θέλει τώρα το Ισραήλ, είναι το βασικό ερώτημα που προκύπτει. Οι ΗΠΑ ελπίζουν ότι δεν θέλει μια άμεση σύγκρουση με το Ιράν, τουλάχιστον όχι αυτήν τη στιγμή που έχει ήδη δύο ανοικτά μέτωπα στη γειτονιά του.
Μπορεί και να θέλει, όμως, να καθαρίσει με όλους τώρα που ξεκίνησε. Αν οι Ισραηλινοί αποφασίσουν ότι θέλουν να αναλάβουν πολύ πιο σκληρή και άμεση δράση, έχουν ήδη δείξει ότι είναι εξαιρετικά πρόθυμοι να αγνοούν τις εκκλήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για αυτοσυγκράτηση, θυμίζουν οι FT. Ο Λευκός Οίκος μπορεί να ελπίζει μόνο σε ένα πράγμα: ότι αν συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με το Ισραήλ, θα μπορεί να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στην ισχύ και τη φύση της ισραηλινής απάντησης.
Ουτε αυτό είναι βέβαιο, όμως. Οι ΗΠΑ προέτρεπαν το Ισραήλ εδώ και πολλούς μήνες να μην εξαπολύσει επίθεση στη Χεζμπολάχ. Αφού το Ισραήλ άρχισε τις εχθροπραξίες, τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και άλλους δυτικούς συμμάχους, ζήτησαν άμεση κατάπαυση του πυρός στον Λίβανο. Το Ισραήλ τούς αγνόησε επιδεικτικά.
Πώς γίνεται, όμως, το Ισραήλ να αγνοεί τις επιθυμίες του στενότερου συμμάχου και εγγυητή της ασφάλειάς του; Αυτό, απαντούν οι FT, «πηγάζει από ένα παράδοξο στο επίκεντρο της πολιτικής των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν προτρέπει το Ισραήλ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση στη Γάζα και τον Λίβανο. Αλλά θα προστατεύει πάντα το Ισραήλ από τις συνέπειες της κλιμάκωσης, επικαλούμενη την πρωταρχική της δέσμευση να το υπερασπιστεί από το Ιράν και τους άλλους περιφερειακούς εχθρούς του». Πράγμα που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα στηρίζουν το Ισραήλ ό,τι κι αν κάνει αυτό, ακόμη κι αν κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι ίδιες θέλουν.
Η ισραηλινή κυβέρνηση το ξέρει αυτό και έτσι δεν διστάζει να αψηφά τις παραινέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, καθώς γνωρίζει ότι αυτό δεν θα έχει καμία συνέπεια.
Οι ήδη ελάχιστες πιθανότητες να αρνηθούν οι ΗΠΑ να στηρίξουν το Ισραήλ σε μια ενδεχόμενη κλιμάκωση ελαχιστοποιούνται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ απέχουν λίγο περισσότερο από έναν μήνα.
Η Κάμαλα Χάρις έχει σκεφτεί να υιοθετήσει μια πιο σκληρή γραμμή έναντι του Νετανιάχου για τη Γάζα. Αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα στηρίξει το Ισραήλ σε περίπτωση που αυτό κινδυνεύσει ή θεωρεί ότι κινδυνεύει, πάντα δηλαδή. Επίσης, είναι αδιανόητο να φανεί υποστηρικτική προς το Ιράν, με το οποίο οι ΗΠΑ έχουν τη δική τους μακρά ιστορία αντιπαράθεσης, που χρονολογείται από την κρίση ομήρων του 1979-81. Το Ιράν δεν είναι μόνο εχθρός του Ισραήλ, είναι βασικά εχθρός των ΗΠΑ.
Πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να επηρεάσουν τις εκλογές στις ΗΠΑ, αναρωτιούνται εύλογα οι FT. Ενα σενάριο είναι δυσάρεστο για τη Χάρις και τους Δημοκρατικούς, καθώς ο Τραμπ παίζει πολύ δυνατά το χαρτί «στις ημέρες της προεδρίας μου ο κόσμος ήταν ειρηνικός, αλλά κοιτάξτε τι έγινε επί Μπάιντεν». Η πρόσφατη κλιμάκωση ταιριάζει απόλυτα στο αφήγημά του. Κατά πόσον αυτό επηρεάζει τους αμερικανούς ψηφοφόρους είναι μια άλλη ιστορία που απομένει να φανεί.
Κάθε φορά που γίνονται προεδρικές εκλογές στην Αμερική, άπαντες περιμένουν μια πιθανή «έκπληξη του Οκτωβρίου» που θα μπορούσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα λίγες εβδομάδες πριν από τις κάλπες. Το Ισραήλ και το Ιράν μόλις έκαναν την έκπληξη του Οκτωβρίου των φετινών εκλογών και ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να είναι ο ωφελημένος.