Αδεια ράφια, οικογένειες που αγωνιούν: ο Λευκός Οίκος διαβεβαίωσε την Πέμπτη ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη του την έλλειψη βρεφικού γάλακτος που παρατηρείται στις ΗΠΑ και η οποία μετατρέπεται σε πολιτική κρίση για τον Τζο Μπάιντεν.
Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων Datasembly, έως το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Μαΐου, περισσότερο από το 40% των πιο δημοφιλών ειδών βρεφικού γάλακτος είχε εξαντληθεί από τα καταστήματα σε όλη τη χώρα.
Εκτός από τα γενικότερα προβλήματα στην αλυσίδα ανεφοδιασμού, που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και ακόμα δεν έχουν επιλυθεί, αλλά και την έλλειψη εργατικού δυναμικού, που επιδεινώθηκε με την πανδημία, η κατάσταση χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο μετά την αναστολή της λειτουργίας ενός εργοστασίου της εταιρείας Abbott τον Φεβρουάριο.
Ο Λευκός Οίκος, τον οποίο κατηγορούν για καθυστερημένη αντίδραση έως και για αδιαφορία, παρουσίασε χθες μερικά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
«Είναι μια δουλειά που διαρκεί μήνες», δήλωσε η εκπρόσωπός του Τζεν Ψάκι, δικαιολογώντας για ποιον λόγο η αμερικανική κυβέρνηση καθυστέρησε τόσο να αντιδράσει.
«Το μήνυμά μας στους γονείς είναι το εξής: ακούσαμε, θέλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε», τόνισε στη χθεσινή ενημέρωση των δημοσιογράφων.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει μεταξύ άλλων να αυξήσει τις εισαγωγές βρεφικού γάλακτος, την ώρα που οι ΗΠΑ παράγουν το 98% του γάλακτος που καταναλώνουν.
Παράλληλα επεσήμανε ότι συνεργάζεται με τις Πολιτείες, ώστε να επιτραπεί στους πιο ευάλωτους πολίτες, που προμηθεύονται βρεφικό γάλα μέσω κουπονιών, να επιλέγουν από μια μεγαλύτερη ποικιλία εταιρειών και συσκευασιών.
Ο Λευκός Οίκος απευθύνθηκε εξάλλου στην αρχή ανταγωνισμού, καλώντας τη να αντιμετωπίσει την κερδοσκοπία που παρατηρείται, κυρίως με την επαναπώληση βρεφικού γάλακτος μέσω Ιντερνετ σε πολύ υψηλές τιμές.
Η Ψάκι επεσήμανε ότι ο Λευκός Οίκος εξετάζει κάθε επιλογή για να αυξήσει την παραγωγή βρεφικού γάλακτος, ακόμη και την ενεργοποίηση του νόμου περί Αμυντικής Παραγωγής, το οποίο επιτρέπει στον αμερικανό πρόεδρο να λαμβάνει οικονομικές αποφάσεις μέσω διαταγμάτων.
Ο ίδιος ο Μπάιντεν συναντήθηκε χθες με εκπροσώπους μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων και παραγωγούς βρεφικού γάλακτος, με τους οποίους είχε «παραγωγικές και ενθαρρυντικές» συνομιλίες, όπως σχολίασε αξιωματούχος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Οι Ρεπουμπλικάνοι έσπευσαν να επικρίνουν τον Μπάιντεν, με τη βουλευτή Ελίζ Στεφανίκ να δηλώνει στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ότι επικοινώνησε με τις ομοσπονδιακές αρχές ήδη από τον Φεβρουάριο: «Ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει σχέδιο. Οταν θέσαμε το ερώτημα στον Λευκό Οίκο σχετικά με τις ελλείψεις, γέλασαν».
Ο Ράντι Φίνστρα, κοινοβουλευτικός της Αϊοβα, δήλωσε ότι στην περιοχή του, οικογένειες «διανύουν 50, 75 έως και 100 μίλια προσπαθώντας να βρουν» βρεφικό γάλα (μια απόσταση 80 με 160 χιλιόμετρα).
Η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Δημοκρατική Νάνσι Πελόζι, εξέφρασε την αγανάκτησή της χθες: «Αυτή τη στιγμή παιδιά πεινούν, παιδιά κλαίνε, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση τώρα».
Η Σάρα Χαν, μητέρα τριών παιδιών, ηλικίας 10 και 7 ετών και έξι μηνών, διηγήθηκε ότι αγωνιά μπροστά στα άδεια ράφια στην Ουάσινγκτον και τα περίχωρά της.
«Ηδη μετά τη γέννηση του μωρού μου, παρατήρησα ότι υπήρχε πρόβλημα και την επόμενη εβδομάδα θα γίνει επτά μηνών», δήλωσε. Η ίδια έχει καταφέρει να τα βγάλει πέρα χάρη στα κουτιά γάλα που της στέλνουν μέσω του ταχυδρομείου φίλοι και η οικογένειά της.
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τους γονείς των παιδιών τα οποία χρειάζονται ειδικό γάλα για ιατρικούς λόγους.
Η Μάγια, τριών εβδομάδων, έχει δυσανεξία στη λακτόζη. «Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να στραφούμε στο γάλα φυτικής προέλευσης», εξήγησε ο πατέρας της Στιβ Χόχμαν, που ζει στο Σαν Ντιέγκο.
Στις 17 Φεβρουαρίου, μετά τον θάνατο δύο βρεφών, η εταιρεία Abbot ανακοίνωσε ότι «ανακαλεί εθελοντικά» όλα τα γάλατα σε μορφή σκόνης που παράγονται από το εργοστάσιό της στο Μίσιγκαν, ανάμεσά τους και το Similac, το οποίο χρησιμοποιούν εκατομμύρια οικογένειες στις ΗΠΑ.
Επειτα από έρευνα, εντοπίστηκε το προβληματικό γάλα, αλλά η παραγωγή στο εργοστάσιο στο Μίσιγκαν δεν έχει ξεκινήσει εκ νέου, επιδεινώνοντας τις σοβαρές ελλείψεις που έχουν δημιουργήσει γενικότερα προβλήματα στην αλυσίδα ανεφοδιασμού, όπως και η έλλειψη εργατικού δυναμικού.