«Διώξτε όλους τους Φασίστες» το μήνυμα του πανό με παραλήπτες τα μέλη του Κογκρέσου | REUTERS/Erin Scott
Επικαιρότητα

Μια δίκη του Τραμπ πιο σημαντική και από την καταδίκη

Οι Δημοκρατικοί, παρά την διαφαινόμενη απαλλαγή του πρώην προέδρου, επιμένουν γιατί θέλουν να αναδείξουν την 6η Ιανουαρίου ως αποφράδα ημέρα της θητείας του 45ου προέδρου αλλά και για να τονίσουν διεθνώς ότι η Αμερική παραμένει, σταθερά και αταλάντευτα, κράτος Δικαίου
Protagon Team

Υπέρ της διεξαγωγής της ιστορικής, δεύτερης, δίκης του Ντόναλντ Τραμπ τάχθηκε η πλειοψηφία των μελών της αμερικανικής Γερουσίας. Με 56 ψήφους υπέρ και 44 κατά οι περισσότεροι από τους γερουσιαστές των ΗΠΑ (όλοι οι Δημοκρατικοί αλλά μόλις έξι Ρεπουμπλικάνοι) αποφάνθηκαν πως είναι συνταγματική η παραπομπή του αμερικανού πρώην προέδρου σε δίκη για τα τραγικά γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου που σημάδεψαν την ολοκλήρωση της προεδρίας του αλλά και τη δημοκρατία στην Αμερική γενικότερα.

Ωστόσο η ψηφοφορία στη Γερουσία ανέδειξε την «σχεδόν βεβαιότητα», αναφέρουν οι λονδρέζικοι Times, ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα αθωωθεί τελικά, δεδομένου ότι για να καταδικαστεί ο πρώην αμερικανός πρόεδρος, θα πρέπει να συμπαραταχθούν με τους Δημοκρατικούς δεκαεπτά, από τους πενήντα συνολικά, γερουσιαστές των Ρεπουμπλικάνων.

Γιατί, οπότε, επιμένουν, οι Δημοκρατικοί ενώ γνωρίζουν πως η δίκη θα μπορούσε διχάσει περαιτέρω τις ΗΠΑ; Γιατί δεν αρκούνται στο παρόν και στη νέα εποχή που άρχισε με την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, κύριος στόχος του οποίου είναι μεταξύ άλλων να ενώσει τους Αμερικανούς; Γιατί παραβλέπουν ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες η όλη διαδικασία να φανατίσει ακόμη περισσότερο την πλειονότητα των 74 εκατομμυρίων Αμερικανών που ψήφισαν τον Ντόναλντ Τραμπ και τον θεωρούν ακόμα ηγέτη τους;

«Επειδή κάποιες φορές το νόημα είναι ο συμβολισμός», επισημαίνει σε κείμενό του ο Ντέιβιντ Σμιθ, επικεφαλής του γραφείου του Guardian στην Ουάσιγκτον. Ο βρετανός δημοσιογράφος υποστηρίζει πως οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν πάση θυσία να καταστεί η 6η Ιανουαρίου «η δραματική κορύφωση του τετραετούς ζην επικινδύνως της Αμερικής» υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, ούτως ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ για να μην επαναληφθεί ξανά στο μέλλον.

Συγχρόνως επιθυμούν να στείλουν ένα μήνυμα στη διεθνή κοινότητα, καθώς γνωρίζουν πως η πίστη πολλών στην Αμερική κλονίστηκε σοβαρά από την εκλογή και την προεδρία «ενός τηλεοπτικού αστέρα» ο οποίος κατέληξε να δικάζεται για υποκίνηση εξέγερσης.

Το βίντεο

Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Σμιθ το συγκλονιστικό βίντεο με τα ανείπωτα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου με το οποίο άρχισε η όλη διαδικασία, δημιούργησε την εντύπωση πως σε αντίθεση με την πρώτη δίκη του πρώην αμερικανού προέδρου, αυτήν τη φορά ο κατηγορούμενος δεν είναι ένας κυβερνητικός – ο ανώτατος στην περίπτωση του Τραμπ – αξιωματούχος, αλλά κάποιος που έχει περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με κοινούς εγκληματίες και κατηγορείται ως υποκινητής βίαιων κακοποιών.

«Εχω μιλήσει με πολλούς ανθρώπους που ασχολούνται με τις εξωτερικές υποθέσεις, και με διπλωμάτες και άλλους εκπροσώπους ξένων χωρών, και από τα γεγονότα που ακολούθησαν τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου και την απόπειρα του πρώην προέδρου να ανατρέψει το αποτέλεσμα, όχι μόνον απογοητεύτηκαν, αλλά κι αγχώθηκαν με την έννοια ότι οι Αμερική χάνει την μπάλα και δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει όπως αναμένεται», υποστήριξε την ημέρα της έναρξης της δίκης μιλώντας στο MSNBC, η Πέγκι Νούναν, αρθρογράφος της Wall Street Journal και πρώην λογογράφος του πρόεδρου Ρόναλντ Ρίγκαν.

Το γεγονός αυτό, επισημαίνει ο δημοσιογράφος του Guardian, καθιστά τη δική του Ντόναλντ Τραμπ «μια δοκιμασία όσον αφορά τη λογοδοσία, τη σταθερότητα και το κράτος δικαίου» στην Αμερική η οποία διεξάγεται ενώπιον όλων των Αμερικανών αλλά κι ενός «παγκόσμιου κοινού», εξού και η σημασία του συμβολισμού στην προκειμένη περίπτωση.

Η «εξαίρεση του Ιανουαρίου»

O Τζέιμι Ράσκιν, επικεφαλής της ομάδας των εννέα Δημοκρατικών βουλευτών που εκτελούν χρέη κατηγόρων του Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρηματολογώντας υπέρ της συνταγματικότητας της δίκης κι υποστηρίζοντας πως «ένας πρόεδρος μπορεί να δικαστεί και μετά την ολοκλήρωση της θητείας του», προειδοποίησε πως η μη παραπομπή του Τραμπ σε δίκη θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κακό προηγούμενο.

Κάνοντας λόγο για «εξαίρεση του Ιανουαρίου» επισήμανε ότι θα μπορούσε να επικρατήσει η εντύπωση ότι ο εκάστοτε απερχόμενος πρόεδρος κατά τις τελευταίες εβδομάδες του στον Λευκό Οίκο, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται στη συνέχεια να κληθεί να λογοδοτήσει.

Αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα των συνηγόρων του Τραμπ, οι οποίοι υποστήριζαν πως δεν μπορεί να παραπεμφθεί σε δίκη με το ερώτημα της καθαίρεσης καθώς δεν κατέχει πλέον κάποιο αξίωμα που θα μπορούσε να του αφαιρεθεί.

Δεν πείστηκαν, ωστόσο, ούτε καν όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι περί της ορθότητάς του, κατηγορώντας, μάλιστα, αρκετοί τους συνηγόρους του αμερικανού πρώην προέδρου ότι ήταν «ανοργάνωτοι κι ασυνάρτητοι». Με την άποψή τους φαίνεται ότι συμφώνησε και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, καθώς μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας περί της συνταγματικότητας της παραπομπής του σε δίκη, πηγή του δήλωσε στο Politico πως «δεν ήταν ευχαριστημένος με την απόδοση της νομικής του ομάδας».

Κατήγοροι και επιζώντες

Ομως οι Δημοκρατικοί, σημειώνει ο Ντέιβιντ Σμιθ, δεν επιδιώκουν μόνον να πείσουν τα μέλη της γερουσίας για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους και το γεγονός πως το κατηγορητήριο βασίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία. Επιζητούν επίσης να αγγίξουν και το θυμικό τους καθώς «δεν είναι μόνον κατήγοροι, είναι επίσης επιζώντες» της εισβολής των μαινόμενων υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο. Το γεγονός αυτό κατέστησε σαφές με τον πλέον ξεκάθαρο και δραματικό τρόπο ο Τζέιμι Ράσκιν.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο 25χρονος γιος του Δημοκρατικού βουλευτή και επικεφαλής των κατηγόρων του Τραμπ, φοιτητής στη νομική σχολή του Χάρβαρντ που έπασχε από κατάθλιψη, έβαλε τέλος στη ζωή του και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την 5η Ιανουαρίου.

Την επομένη ο Τζέιμι Ράσκιν πήρε μαζί του στο Καπιτώλιο την κόρη του και τον γαμπρό του, ούτως ώστε να παραστούν στην επικύρωση της νίκης του Τζο Μπάιντεν. Τους είχε διαβεβαιώσει πως θα ήταν απόλυτα ασφαλής αλλά κατέληξαν να κρύβονται κάτω από ένα γραφείο, στέλνοντας στους αγαπημένους τους αυτά που νόμιζαν πως ήταν τα τελευταία τους γραπτά μηνύματα, έως ότου επενέβη τελική η αστυνομία.

Προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του ο Τζέιμι Ράσκιν αποκάλυψε ενώπιον των αμερικανών γερουσιαστών πως έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη από την 24χρονη κόρη του, επισημαίνοντάς της πως δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να συμβεί κάτι ανάλογο στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. «Μπαμπά δεν θέλω να έρθω ξανά στο Καπιτώλιο», του απάντησε εκείνη.