Εντός του 2023 η Ινδία ξεπέρασε την Κίνα και έγινε η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου. Με σχεδόν 1,45 δισεκατομμύρια πολίτες, θα φανταζόταν κανείς ότι οι Αρχές της δεν έχουν λόγο να εγείρουν αιτήματα για περισσότερες γεννήσεις – ωστόσο η παραφιλολογία γύρω από το θέμα έχει αρχίσει να φουντώνει.
Οι ηγέτες δύο νότιων πολιτειών, της Αντρα Πραντές και της Ταμίλ Ναντού, συνηγόρησαν πρόσφατα για περισσότερες γεννήσεις. Η πρώτη σχεδιάζει νέα κίνητρα, επικαλούμενη τα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας και τη γήρανση του πληθυσμού. Η δεύτερη έχει αρχίσει μια ακόμα πιο έντονη δημόσια συζήτηση για το θέμα.
Η Αντρα Πραντές έχει αποσύρει την «πολιτική των δύο παιδιών», ενώ και η γειτονική πολιτεία της Τελανγκάνα ενδέχεται να κάνει το ίδιο σύντομα. Σύμφωνα με το BBC, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά γονιμότητας στην Ινδία έχουν μειωθεί σημαντικά – από 5,7 γεννήσεις ανά γυναίκα το 1950, σε δύο σήμερα.
Τα ποσοστά γονιμότητας έχουν πέσει κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης –όπου οι νέες γεννήσεις επαρκούν για τη διατήρηση ενός σταθερού πληθυσμού– των δύο γεννήσεων ανά γυναίκα σε 17 από τις 29 πολιτείες και περιοχές της χώρας. Οι πέντε νότιες πολιτείες ηγούνται της δημογραφικής μετάβασης της Ινδίας, επιτυγχάνοντας γονιμότητα σε επίπεδο αναπλήρωσης πολύ μπροστά από άλλες.
Σήμερα οι συγκεκριμένες πέντε νότιες πολιτείες έχουν συνολικά ποσοστά γονιμότητας κάτω από 1,6, με την Καρνατάκα στο 1,6 και την Ταμίλ Ναντού στο 1,4. Με άλλα λόγια, τα ποσοστά γονιμότητας σε αυτά τα κρατίδια ταιριάζουν ή είναι χαμηλότερα από εκείνα πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό που φοβούνται είναι ότι η μεταβαλλόμενη δημογραφική κατανομή μεταξύ των πολιτειών θα επηρεάσει σημαντικά την εκλογική εκπροσώπησή τους σε έδρες και χρηματοδότηση.
Οι νότιες πολιτείες αντιμετωπίζουν παράλληλα και μια άλλη σημαντική ανησυχία, καθώς η Ινδία προετοιμάζεται για την πρώτη οριοθέτηση των εκλογικών εδρών το 2026 – την πρώτη από το 1976. Η διαδικασία θα επαναπροσδιορίσει τα εκλογικά όρια, έτσι ώστε να αντανακλούν τις μετατοπίσεις του πληθυσμού, πιθανώς μειώνοντας τις κοινοβουλευτικές έδρες –και τις ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις των κρατικών εσόδων– για τις οικονομικά ευημερούσες πολιτείες της νότιας Ινδίας.
Οι δημογράφοι προβλέπουν ότι πολυπληθείς βόρειες πολιτείες όπως η Ουτάρ Πραντές και η Μπιχάρ, θα κερδίσουν περισσότερες έδρες από την οριοθέτηση, σε βάρος νότιων πολιτειών όπως η Ταμίλ Ναντού, η Κεράλα και η Αντρα Πραντές. Ο πρωθυπουργός της χώρας Ναρέντρα Μόντι αφήνει να εννοηθεί ότι οι αλλαγές στα δημοσιονομικά μερίδια και στην κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών δεν θα γίνουν βιαστικά.
Η βασική πρόκληση, σύμφωνα με τους δημογράφους, είναι η ταχεία γήρανση της Ινδίας λόγω της μείωσης των ποσοστών γονιμότητας. Ενώ χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία χρειάστηκαν 120 και 80 χρόνια αντίστοιχα για να διπλασιάσουν τον γερασμένο πληθυσμό τους από 7% σε 14%, η Ινδία αναμένεται να φτάσει αυτό το ορόσημο σε μόλις 28 χρόνια.
Αυτή η επιταχυνόμενη γήρανση συνδέεται με τη μοναδική επιτυχία της Ινδίας στη μείωση της γονιμότητας. Στις περισσότερες χώρες, το βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο, η εκπαίδευση και η αστικοποίηση μειώνουν με φυσικό τρόπο τη γονιμότητα, καθώς βελτιώνεται η επιβίωση των παιδιών.
Αλλά στην Ινδία τα ποσοστά γονιμότητας μειώθηκαν ραγδαίως, παρά τη μέτρια κοινωνικοοικονομική πρόοδο, χάρη στα επιθετικά προγράμματα οικογενειακής ευημερίας που προωθούσαν τις μικρές οικογένειες μέσω στόχων, κινήτρων και αντικινήτρων. Ως ακούσιο αποτέλεσμα, το αυξανόμενο χρέος και οι περιορισμένοι πόροι δυσκολεύουν τις νότιες πολιτείες της χώρας να αυξήσουν τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση ενός ταχέως γηράσκοντος πληθυσμού.
Πάνω από το 40% των ηλικιωμένων Ινδών άνω των 60 ετών ανήκουν στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του ταμείου Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών (UNFPA) για τη Γήρανση της Ινδίας. Με άλλα λόγια, η χώρα γερνά πριν αποκτήσει πλούτο.
Οι λιγότερες γεννήσεις συνεπάγονται και αυξανόμενη αναλογία εξάρτησης ηλικιωμένων, αφήνοντας λιγότερους φροντιστές για μια διευρυνόμενη δημογραφική ομάδα ηλικιωμένων. Οι δημογράφοι προειδοποιούν ότι η υγειονομική περίθαλψη, τα κοινοτικά κέντρα και τα γηροκομεία της Ινδίας είναι απροετοίμαστα για αυτή την τάση.
Η αστικοποίηση, η μετανάστευση και οι αλλαγές στις αγορές εργασίας διαβρώνουν περαιτέρω την παραδοσιακή οικογενειακή υποστήριξη –το δυνατό κοινωνικό στοιχείο της Ινδίας– αφήνοντας πίσω περισσότερους ηλικιωμένους. Και παρότι η μετανάστευση από πολυπληθέστερες σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες πολιτείες μπορεί να μειώσει το χάσμα στην ηλικία εργασία, πυροδοτεί παράλληλα αντιμεταναστευτικές ανησυχίες.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλες χώρες. Τον περασμένο Μάιο ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας Γιουν Σουκ Γέολ κήρυξε το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων στη χώρα «έκτακτη εθνική ανάγκη» και ανακοίνωσε σχέδια για τη δημιουργία ενός νέου υπουργείου για την αντιμετώπισή της.
Αλλά και στη χώρα μας το ποσοστό γονιμότητας έχει πέσει κατακόρυφα, στο 1,3 – το μισό από εκείνο της δεκαετίας του 1950. Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτηρίζει την υπογεννητικότητα «υπαρξιακή» πληθυσμιακή απειλή. Αλλά σύμφωνα με τους δημογράφους η παρότρυνση για περισσότερες γεννήσεις είναι μάταιη.
Ισχυρίζονται ότι η Ινδία θα χρειαστεί να επεκτείνει ουσιαστικά τις ηλικίες συνταξιοδότησης, και οι πολιτικές της πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην αύξηση των ετών υγείας μέσω καλύτερων υγειονομικών ελέγχων και ισχυρότερης κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να διασφαλιστεί ένας ενεργός και παραγωγικός ηλικιωμένος πληθυσμός.
Η Ινδία οφείλει παράλληλα να αξιοποιήσει καλύτερα το δημογραφικό της μέρισμα – την οικονομική ανάπτυξη σε μια χώρα με μεγάλο πληθυσμό σε ηλικία εργασίας. Αν καταφέρει έως το 2047 να τονώσει την οικονομία της, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τον εργασιακά ενεργό πληθυσμό της και να διαθέσει πόρους για τους ηλικιωμένους, ίσως αποφύγει τις συνέπειες της υπογεννητικότητας.