Εφυγε από τον Ινδικό Ωκεανό στις αρχές Σεπτεμβρίου και έφθασε στο χιονισμένο Κασμίρ στο τέλος του Ιανουαρίου. Διήνυσε απόσταση 3.500 χλμ. πεζή. Και βάφτισε αυτή την επιλογή του «Πορεία υπέρ της ενότητας της Ινδίας». Τις νύχτες κοιμόταν σε ένα κοντέινερ, όπως και οι συνοδοί του, περί τα 120 άτομα, συνοδοιπόροι του στην κυριολεξία. Από όπου πέρασε συνομίλησε με απλούς Ινδούς.
Η Corriere della Sera πήρε συνέντευξη από τον Ραούλ Γκάντι, «κληρονόμο» της δημοκρατικής παράδοσης των Γκάντι. «Ο προπάππος του ίδρυσε τη σύγχρονη Ινδία [σ.σ.: εννοεί τον Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, πατέρα της Ιντιρα Γκάντι, πρώτο πρωθυπουργό της Ινδίας]. Γιαγιά του ήταν η θρυλική Ιντιρα Γκάντι, δολοφονηθείσα από σιχ σωματοφύλακες. Πατέρας του ήταν ο πρωθυπουργός Ρατζίβ Γκάντι, ο οποίος σκοτώθηκε από τους αντάρτες “Τίγρεις του Ταμίλ”. Μητέρα του είναι η Σόνια Γκάντι, η οποία κατέστη ηγέτης του Κόμματος του Κογκρέσου – κόμμα που έπειτα από μισό αιώνα διακυβέρνησης παρέδωσε την εξουσία στους εθνικιστές του Ναρέντρα Μόντι».
Τώρα, με τη μεγάλη πορεία του, ο Ραούλ ανακτά τον φυσικό του ρόλο ως ηγέτης της αντιπολίτευσης, γράφουν οι Ιταλοί. Ο Ραούλ τους είπε ότι η πορεία που έκανε από τη μία άκρη της Ινδίας στην άλλη ήταν αποκαλυπτική. Είδε ότι ο ινδικός λαός ταλαιπωρείται από τη φτώχεια, τον αναλφαβητισμό, αλλά και από μεγάλα οικονομικά προβλήματα – ιδίως οι αγρότες και οι μικρομεσαίοι. Ινδουιστές και μουσουλμάνοι δεν είναι οι αλληλομισούμενοι πληθυσμοί που περιγράφουν τα καθεστωτικά Μέσα, όλα ελεγχόμενα από τον Μόντι. Κατάλαβε ότι υπάρχει σύμπνοια και αλληλεγγύη στα λαϊκά στρώματα. «Ενα αγοράκι μου είπε ότι οι άλλοι έχουν ανοίξει ένα μαγαζάκι μίσους, αλλά εσύ ήρθες εδώ με αγάπη» δήλωσε ο Ραούλ.
“
Και αυτή ήταν η αρχή για το πολιτικό μήνυμα που ήθελε να περάσει, για τον δικό του «ανένδοτο»: «Δημοκρατία δεν υπάρχει πλέον στην Ινδία, αλλά ξεκινάμε αντεπίθεση. Ο φασισμός είναι ήδη εδώ. Οι δημοκρατικές δομές καταρρέουν. Η Βουλή δεν λειτουργεί. Η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη. Ο Τύπος δεν είναι πλέον ελεύθερος. Απαγορεύεται η εκδήλωση σκέψης. Η συγκέντρωση του πλούτου είναι σκανδαλώδης. Ινδουιστές εξτρεμιστές έχουν διεισδύσει σε κάθε θεσμό. Ο κόσμος δεν βλέπει μέλλον, και αυτό συμβαίνει επειδή φοβάται. Το καθεστώς χρησιμοποιεί τον φόβο γνωρίζοντας πως είναι το πιο δυνατό συναίσθημα, από το οποίο πηγάζουν όλα τα άλλα».
Ο Ραούλ εξέφρασε την άποψη ότι η κυβέρνηση του Μόντι, τον οποίο παραλλήλισε με τον ιταλό δικτάτορα του Μεσοπολέμου Μπενίτο Μπουσολίνι, πρέπει να πέσει στις εκλογές. «Θα ηττηθεί 100% στις εκλογές εφόσον ενωθεί η αντιπολίτευση. Θα μπορέσουμε να επικρατήσουμε αν αναμετρηθούμε ως διαφορετικά οράματα στις κάλπες». Ωστόσο, όταν ο Ραούλ ρωτήθηκε για το Ουκρανικό, δεν απάντησε. Οι Ιταλοί του θύμισαν ότι ο Μόντι δεν καταδίκασε την επίθεση της Ρωσίας, και εκείνος αντιπαρήλθε λέγοντας ότι δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής… Περιορίστηκε να πει ότι ελπίζει «σε κάποια ειρηνική λύση, το συντομότερο δυνατόν».
Στα υπόλοιπα θέματα που ενδιαφέρουν τη Δύση και σε πολλά επίπεδα (κλιματική αλλαγή, σχέσεις Ινδίας-Κίνας κ.ά.) ο Ραούλ ήταν συγκαταβατικός στις απαντήσεις του: «Για το κλίμα πρέπει να κάνουμε περισσότερα» είπε, και συμπλήρωσε ότι «η σχέση με την Κίνα πρέπει να είναι αυτή του ειρηνικού ανταγωνισμού στη βιομηχανία». Θυμήθηκε τους επιφανείς προγόνους του και δήλωσε ότι ήταν ο αγαπημένος εγγονός της Ιντιρα Γκάντι. Συγκινήθηκε με την ανάμνηση του δολοφονηθέντος πατέρα του, όμως δήλωσε ότι δεν φοβάται μήπως έχει το ίδιο τέλος: «Κάνω ό,τι πρέπει να κάνω»…
Οσον αφορά την «κληρονομιά» του μεγάλου Μαχάτμα Γκάντι, ο Ραούλ απήντησε ως εξής: «Είναι γνωστό ότι δεν έχουμε σχέση με τον Μαχάτμα. Ο προπάππους μου ήταν μαθητής του. Ο Γκάντι ενσάρκωνε την αρχαία ιδέα της Ινδίας, την αναζήτηση της αλήθειας χωρίς την άσκηση βίας. Είναι μια ιδέα κοινή με τον Χριστιανισμό».