«Δεν τρώω, τρώω τον γύπα μέσα μου». Οι δούλες του παλατιού πλένουν πάνω σε ένα τεράστιο κόκκινο ύφασμα (υπόμνηση του αίματος του Αγαμέμνονα που σφαγιάστηκε;) στη σκηνή της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος και αφηγούνται την συμπεριφορά και τους διαλόγους τους με την Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα, μια γυναίκα αγρίμι, μια γυναίκα χωρίς φύλο, ορίζεται από την εμμονή να χυθεί το αίμα της Κλυταιμνήστας και του Αιγίσθου. Ενα ζόμπι, πλάσμα που ζει αλλά είναι ήδη νεκρό είναι η ηρωίδα της όπερας που έγραψε ο Στράους, πάνω στο εκπληκτικό ποιητικό κείμενο του Ούγκο Χόφμανταλ.
Είναι αυτή η πρώτη σκηνή από την όπερα που εγκαινίασε επισήμως τη νέα εποχή της Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μια επιλογή ρηξικέλευθη από τον καλλιτεχνικό διευθυντή Γιώργο Κουμεντάκη: παγκόσμια πρεμιέρα στη νέα στέγη, με την πιο βίαιη όπερα που έχει γραφτεί ποτέ, μια όπερα του εικοστού αιώνα, τραγωδία σε μια πράξη με ένα κείμενο χείμαρρο, ένα κείμενο εντελώς ξένο με τις απλές περιγραφές χωρίς ιδιαίτερες ψυχικές αναταράξεις των παραδοσιακών λιμπρέτων. Και πλάι σε αυτό το πυρετικό κείμενο, τοποθετείται η οργιώδης σύνθεση του Στράους με τα 110 όργανα στην ορχήστρα. Όλοι οι πήχεις στο ψηλότερο δυνατό στοιχείο, όλες οι συντεταγμένες πρέπει να δουλέψουν στο φουλ.
Με αυτό το στοίχημα μπήκε η Λυρική στη νέα εποχή. Και μπήκε ευφρόσυνα, παρά το αίμα που ένιωθες να κατεβαίνει από τη σκηνή και να μουσκεύει τα πόδια του κοινού. Χωρίς αναπαραστάσεις όμως. Δεν είδαμε ποτέ τον Αγαμέμνονα, δεν είδαμε αίμα, δεν είδαμε τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο, ούτε καλά-καλά τον Αίγισθο να πέφτει από το μαχαίρι του Ορέστη –μόνο τις φωνές ακούσαμε. Σε μια παράσταση με μια μεγάλη ντίβα να επιστρέφει, την Αγνή Μπάλτσα. Αυτή, η σημαντικότερη μέτζο σοπράνο της σύγχρονης εποχής σύμφωνα με τον φον Κάραγιαν, στα 73 της στάθηκε στη σκηνή για να ερμηνεύσει τον ρόλο, με μια καθηλωτική κίνηση και παρουσία στη σκηνή, επενδύοντας στην πρόζα, στην υποκριτική διάσταση του ρόλου της. Μια επιλογή με ισχυρούς συμβολισμούς αφού ποτέ στην διεθνή καριέρα της δεν τραγούδησε στη Λυρική η Μπάλτσα, μόνο τώρα, στην πρώτη πρεμιέρα της νέας της εποχής…
Και αν και η συγκίνηση και το δέος του κοινού αγκάλιασε την ντίβα, η αλήθεια είναι πως το μεγάλο αστέρι της «Ηλέκτρας» ήταν η ίδια η ορχήστρα. Αγνώριστη η ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, σχεδόν κάλπασε χωρίς να παρασύρεται, χάρη στην διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου. Ενας άθλος για τον αρχιμουσικό που διηύθυνε 110 μουσικούς χωρίς να ανταγωνίζεται τις φωνές στη σκηνή, αλλά με τις ιδανικές πυκνώσεις και συναντήσεις σε ένα έργο που όπως προείπαμε η μουσική είχε τον ισχυρό ανταγωνισμό του λόγου. «Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον Χριστόπουλο. Του οφείλουμε τόσα πολλά» μου είπε λίγο μετά την πρεμιέρα ένας από τους πιο σημαντικούς, επί χρόνια μουσικούς της ορχήστρας της Λυρικής.
Αν κάτι ζήσαμε πρωτίστως το βράδυ της Κυριακής ήταν η επέλαση της ορχήστρας – το πιο ευοίωνο για αυτά που έρχονται. Από την πρώτη στιγμή, άλλωστε με τους πρώτους ήχους, νιώσαμε να ακουμπάμε δυνατά την πλάτη στην καρέκλα σαν να δεχθήκαμε ωστικό κύμα. Ο Γιάννης Κόκκος με τους τόσο γνώριμους στο ελληνικό κοινό σκηνογραφικούς και σκηνοθετικούς κώδικές δημιούργησε μια παράσταση που σκηνοθετικά εμφανώς επένδυσε ιδιαιτέρως στη θεατρικότητα, στις υποκριτικές απαιτήσεις. Και βρήκε την ιδανική ερμηνεύτρια στην Ηλέκτρα της Ζαμπίνε Χογκρέφε. Της θυγατέρας του Αγαμέμνονα που έγινε ξέφτι του παλιού εαυτού της, σε διαρκή υστερία. Ένα πλάσμα που ενσάρκωσε σαφώς –και σκηνικά- την επιρροή του Χόφμανσταλ από τον σύγχρονό του Φρόιντ για τον συμπλεγματικό πυρήνα των γυναικείων νευρώσεων.
Το ξέφτι, γίνεται πάλι άνθρωπος όταν επιστρέφει ο Ορέστης. Γίνεται γυναίκα –έχει ενδιαφέρον πως η Ηλέκτρα έχει επενδύσει σχεδόν ερωτικούς ρόλους εξουσίας στον πατέρα και στον αδελφό της. Ο χορός του τέλους, όταν έχουν ακουστεί τα ουρλιαχτά των σφαγιασμένων Κλυταιμνήστρας και Αίγισθου, το λίκνισμά της με τα χέρια προς τον ουρανό, η λύτρωσή της, καταλήγει στον θάνατό της επί σκηνής – είναι η πρώτη φορά που η Ηλέκτρα πεθαίνει στη σκηνή. Ο χορός μιας νύφης, μιας παρθένας και μαζί ο θάνατός της. Η Χονγκρέφε στάθηκε ιδανικά απέναντι από τον μύθο της Μπάλτσα –αυτής της δύναμης της φύσης- και ο θάνατός της, λίγο αφού χύθηκε «το σωστό αίμα» ακολουθήθηκε από κραυγές «μπράβο» και χειροκροτήματα στην κατάμεστη αίθουσα των 1.400 ατόμων.
Δεν ξέρω αν η συγκίνηση για την επίσημη πρώτη επηρέασαν την ατμόσφαιρα, όμως βγαίνοντας όλοι είχαν την κυρίαρχη αίσθηση ότι βρέθηκαν μπροστά σε μια ιστορική στιγμή για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό (πιθανά μικρά προβλήματα είχαν επί τόπου λησμονηθεί). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τηλεγράφημα του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων, η Catherine Boitard, αναφέρει ότι «η Όπερα της Ελλάδας ξανά αποκτά φωνή, και παρά την ελληνική κρίση, η Εθνική Λυρική Σκηνή ενορχηστρώνει τη δική της αναγέννηση εγκαινιάζοντας μια νέα σκηνή και ένα νέο ρεπερτόριο».
*Οι επόμενες παραστάσεις είναι στις 18, 22, 26,31 Οκτωβρίου. Η παραγωγή πραγματοποιήθηκε με αποκλειστική χορηγία της Μytilineos.