Ο Ζλάταν: ένας από τους πλέον ξεχωριστούς ποδοσφαιριστές της γενιάς του | REUTERS/Daniele Mascolo
Επικαιρότητα

Ιμπραΐμοβιτς: ο αλήτης, ο σούπερμαν, ο ατακαδόρος

Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, μια από τις πιο καλτ προσωπικότητες των γηπέδων, δεν υπήρξε... αρχέτυπο Σουηδού, όμως χάρισε σε όλους τους μετανάστες αυτής της χώρας την ελπίδα: πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, ακόμη και για όποιους μεγάλωσαν σε μια διαλυμένη οικογένεια μιας φτωχής, περιθωριακής γειτονιάς
Sportscaster

Τον Σεπτέμβριο του 2013 η εθνική ομάδα της Σουηδίας αντιμετώπιζε το Σαν Μαρίνο στα προκριματικά του Euro. Οταν κέρδισε το δεύτερό της πέναλτι στον αγώνα, ο (21χρονος τότε) Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς αγνόησε την εντολή του προπονητή του, πήρε την μπάλα, την έστησε στην άσπρη βούλα και ανέβασε τον δείκτη του σκορ στο 5-0. Κανείς δεν πανηγύρισε μαζί του. Είχε βάλει το «εγώ» του πάνω από την ομάδα του, και αυτό ήταν εντελώς… αντισουηδικό.

Ετσι πορεύτηκε σε όλη του την καριέρα, τονίζει ο Guardian, παρότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μία χώρα που δεν αγαπά τους ατομιστές. Δεν του άρεσε να τηρεί τους κανόνες. Ούτε, καν, τους νόμους. Οπως έχει ομολογήσει στις δυο αυτοβιογραφίες του, έκλεβε ποδήλατα (επειδή, κάποτε, του είχαν κλέψει το δικό του), πετούσε αυγά σε παράθυρα, έκανε φάρσες σε άνδρες ασφαλείας των αεροδρομίων, λέγοντάς τους πως έχει όπλο στην τσάντα του. Μια φορά, μαζί με ένα φίλο του, προσποιήθηκαν τους αστυνομικούς για να συλλάβουν έναν ιερέα.

«Γεννήθηκα θυμωμένος», παραδέχεται, περιγράφοντας τα δύσκολα παιδικά χρόνια που έζησε. Ξένος στη γειτονιά του (με καταγωγή από την πρώην Γιουγκοσλαβία), με πατέρα μέθυσο, σε ένα φτωχόσπιτο όπου, συχνά, το ψυγείο δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από μπίρες. Στο βιβλίο του, «Είμαι ο Ζλάταν», γράφει: «Ημουν ένα κοντό παιδί με μεγάλη μύτη και πρόβλημα στην ομιλία. Στο σχολείο ερχόταν μια γυναίκα για να μου μάθει να προφέρω το «σίγμα». Το έβρισκα πολύ ταπεινωτικό. Ενιωθα την ανάγκη να αποδείξω ότι κάτι άξιζα κι εγώ».

Φεβρουάριος του 2003 και ο νεαρός «Ιμπρα» πανηγυρίζει γκολ με τη φανέλα του Αγιαξ (VI Images via Getty Images)

Το έκανε στο χορτάρι, τόσο εμφατικά όσο δεν είχε, ποτέ, φανταστεί. Από μικρός έλεγε πως θα γινόταν ο κορυφαίος παίκτης του Κόσμου. Μπορεί να μην έφτασε στο επίπεδο του Κριστιάνο Ρονάλντο ή του Λιονέλ Μέσι, όμως για πολλά χρόνια ανήκε στους 10 καλύτερους. Πέτυχε, συνολικά, 511 γκολ. Αρκετά από αυτά, μαγικά – το προσωνύμιό του ήταν «Ιμπρακατάμπρα». Είναι ο μόνος παίκτης που έχει κατακτήσει 13 τίτλους πρωταθλήματος σε τέσσερις διαφορετικές χώρες (Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία). Ο μόνος ξένος που αναδείχθηκε δυο φορές, και με δυο διαφορετικές ομάδες, πρώτος σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος. Ο μόνος που βγήκε πρώτος σκόρερ στη Γαλλία, σε τρεις διαδοχικές σεζόν. Το 2014 ψηφίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος σουηδός αθλητής όλων των εποχών, πίσω από τον θρυλικό τενίστα Μπγιόρν Μποργκ.

Από μικρός είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Το εντυπωσιακό είναι, ότι δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει αυτή του την έπαρση. Ούτε, καν, στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Το 2000, στα 19 του, ο Αρσέν Βενγκέρ θέλησε να τον δοκιμάσει, για να τον πάρει στην Αρσεναλ. «Ο Ιμπραΐμοβιτς δεν περνάει από οντισιόν», ήταν η απάντηση του Ζλάταν. «Δεν ήρθα εδώ (στο Λονδίνο) για να χάσω τον χρόνο μου». Ετσι, ο παίκτης κατέληξε στον Αγιαξ.

Μερικά χρόνια αργότερα «τα έβαλε» και με άλλο μεγάλο όνομα της προπονητικής, τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Τον κατηγόρησε ανοιχτά ότι στην Μπαρτσελόνα δεν αξιοποίησε το εξαιρετικό του ταλέντο: «Οταν με αποκτάς, αγοράζεις μια Φεράρι. Αυτός (ο Γκουαρντιόλα) νόμιζε ότι οδηγεί Φιατάκι»…

Η αυτοπεποίθησή του ήταν παροιμιώδης. Το ίδιο και το θράσος του. Ακόμη κι όταν το ποδόσφαιρο τον γλίτωσε από τη μιζέρια, προσφέροντάς του απλόχερα, δόξα και χρήμα (έχει υπάρξει η ακριβότερη μεταγραφή του Αγιαξ, της Μίλαν, της Ιντερ, της Γιουβέντους και της Μπαρτσελόνα), ο «Ιμπρα» ποτέ δεν ηρέμησε. Οι «ατάκες» του, που… τρέλαιναν τους fans (και ακόμη περισσότερο, τους haters) θα μείνουν αξέχαστες όσο και τα κατορθώματά του στα γήπεδα:

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο τον αποχαιρέτησε, ποστάροντας στο Τwitter μια από τις πιο γνωστές φράσεις του Ιμπραΐμοβιτς: «Τα λιοντάρια δεν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με ανθρώπους». Και πρόσθεσε: «Συγχαρητήρια για την υπέροχη καριέρα, φίλε μου».

Το «αντίο» ήταν ξαφνικό, κανείς δεν το περίμενε. Εμοιαζε με ένα τελευταίο μαγικό κόλπο του «Ιμπρακατάμπρα». Το ρεπορτάζ τον ήθελε να συνεχίζει την καριέρα του στη Μόντσα. Αμέσως μετά το κυριακάτικο -τελευταίο σε αυτή τη σεζόν- ματς της Μίλαν με την Ελλάς Βερόνα (3-1) βγήκε στον αγωνιστικό χώρο για να βραβευθεί από τη διοίκηση των «ροσονέρι» για την προσφορά του στον σύλλογο. Τότε… πέταξε τη βόμβα. Με δάκρυα στα μάτια ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τη δράση, στα 41 του χρόνια. Ούτε στην οικογένειά του δεν το είχε πει, μέχρι πριν από μερικές μέρες.

Το «Σαν Σίρο» έκλαψε μαζί του. Τον αποθέωσε για τελευταία φορά. Στα 24 χρόνια του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς πέρασε από ένα σωρό ομάδες (Μάλμε, Αγιαξ, Γιουβέντους, Ιντερ, Μπαρτσελόνα, Μίλαν, Παρί Σεν-Ζερμέν, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λος Αντζελες Γκάλαξι και, πάλι, Μίλαν), όμως μόνο μια αγάπησε πραγματικά. Στη Μίλαν έπαιξε πεντέμισι χρόνια (από το 2010 έως το 2012 και από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι τώρα), και πέτυχε 93 γκολ σε 163 εμφανίσεις.

O Ζλάταν ήταν για χρόνια ο φυσικός ηγέτης της εθνικής Σουηδίας (GettyImages)

«Την πρώτη φορά που ήρθα στη Μίλαν, μου δώσατε μεγάλη χαρά. Τη δεύτερη, με αγαπήσατε. Σε όλη μου τη ζωή θα είμαι ένας Μιλανίστα. Ηρθε η ώρα να αποχαιρετήσω το ποδόσφαιρο, αλλά όχι εσάς. Αν είμαστε τυχεροί, θα ξαναβρεθούμε. Forza Μίλαν και arrivederci (στο επανιδείν)», είπε, μεταξύ άλλων, καθώς οι 70.000 θεατές φώναζαν ρυθμικά το όνομά του. Μόνο τη μέρα που «έφυγε» ο καλός του φίλος και ατζέντης του, Μίνο Ραϊόλα, τον είχαν δει να κλαίει.

Διατηρήθηκε στην κορυφή για πολλά χρόνια, κατακτώντας, συνολικά, 32 τρόπαια (αλλά όχι το Τσάμπιονς Λιγκ). «Το μυστικό μου φίλτρο είναι η δύναμη, η ενέργεια που μου δίνουν όσοι με μισούν», είχε δηλώσει στο Body Issue (ανήκει στον όμιλο του ESPN) τον Ιούνιο του 2018. Στην πραγματικότητα, ήταν η σκληρή δουλειά στο γυμναστήριο (υπό την επιτήρηση ειδικών επιστημόνων, τους οποίους πλήρωνε από την τσέπη του) και τα προγράμματα διατροφής, τα οποία τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια την τελευταία 15ετία.

Ετσι έκανε και το θαύμα του τον Ιανουάριο του 2020. Αν και βάδιζε, ήδη, στα 39, και το ένα του γόνατο ήταν σε κακή κατάσταση (οι γιατροί τού είχαν συστήσει να τα παρατήσει), εκείνος επέστρεψε στη Μίλαν, σε ένα από τα πιο απαιτητικά πρωταθλήματα του Κόσμου. «Αποφάσισα ότι, το πότε θα και πώς θα τελειώσει η ιστορία μου στα γήπεδα, θα το επιλέξω εγώ», είχε τονίσει σε συνέντευξή του. Το Planet Football τον είχε χαρακτηρίσει ως τον «Μπέντζαμιν Μπάτον του ποδοσφαίρου», ενώ ο Κάρλο Αντσελότι είχε σχολιάσει στην εκπομπή «Tiki Taka» της ιταλικής τηλεόρασης ότι «είναι αθάνατος, σαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο».

Κακά τα ψέμματα, τον χρόνο δεν κατάφερε να τον νικήσει κανείς. Ο Ιμπραΐμοβιτς, μια από τις πιο ξεχωριστές, τις πιο καλτ προσωπικότητες των γηπέδων, δεν υπήρξε… αρχέτυπο Σουηδού, όμως χάρισε σε όλους τους μετανάστες αυτής της χώρας την ελπίδα: πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, ακόμη και για όποιους μεγάλωσαν σε μια διαλυμένη οικογένεια μιας φτωχής, περιθωριακής γειτονιάς.