Κανένα άθλημα δεν λατρεύτηκε όσο το ποδόσφαιρο. Μπορεί η εποχή της αλάνας να ανήκει προ πολλού στη σφαίρα των νοσταλγικών διηγήσεων και η γοητεία του να θάμπωσε από τα απανωτά εγχώρια και διεθνή σκάνδαλα διαφθοράς, παραμένει, ωστόσο, το μοναδικό παιχνίδι που προκαλεί τόσο έντονες συγκινήσεις σε πολιτικούς, διανοούμενους, οπαδούς, διαιτητές, προπονητές και βεβαίως παίχτες. Και η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι τελευταίοι εύκολα αναγορεύονται σε εξαιρετικά τυχερούς ανθρώπους. Εκαναν το παιδικό τους χόμπι επάγγελμα και την εφηβική τους φαντασίωση καριέρα. Οταν χιλιάδες συνομήλικοί τους κοπιάζαν στα φοιτητικά αμφιθέατρα και αγωνιούσαν έπειτα από κάθε συνέντευξη, εκείνοι (όσοι αγωνίστηκαν σε υψηλό επίπεδο) είχαν αποκτήσει αναγνωρισιμότητα και χρήμα.
«Jusqu’ ici tout va bien» (μέχρι εδώ όλα πάνε καλά) που έλεγε κι ο σκηνοθέτης Ματιέ Κάσσοβιτς. Τι γίνεται, όμως, παρακάτω και δη όταν αυτό το «παρακάτω» δεν είναι καθόλου απροσδιόριστο αλλά σαφώς και αυστηρώς ορισμένο στην ηλικία των 35-37 ετών; Γιατί όλες οι θρυλικές βιογραφίες, οι ταινίες και τα ντοκιμαντέρ για τους «θεούς» των γηπέδων σταματάνε στο τελευταίο γκολ; Πώς είναι η ζωή μετά το ποδόσφαιρο;
Γιατί υπάρχει ζωή και μετά… μόνο που είναι λιγότερο λαμπερή, αφού οι ήρωες μετατρέπονται ξαφνικά σε κοινούς θνητούς, ο ήχος του παρατεταμένου χειροκροτήματος σβήνει και οι Κυριακές απλώνονται μελαγχολικές καλύπτοντας το κενό. Βλέπεις, για έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή η κλεψύδρα γυρνάει αντίστροφα από την πρώτη μέρα της καριέρας του και βρίσκεται πολύ σύντομα σ’ ένα εντελώς καινούργιο τοπίο που θέλει μεγάλη προετοιμασία και ψύχραιμη διαχείριση για να μην καταστεί τραυματικό. «Τη μία μέρα βρίσκεσαι μπροστά σε ένα κοινό 60.000 – 80.000 κόσμου. Παίζεις στην εθνική ομάδα. Δίνεις συνεντεύξεις. Ολοι σε παρακολουθούν. Την επόμενη μέρα σταματάς. Δεν είσαι τίποτα. Κανείς δε μιλάει για σένα πια. Ενιωθα ότι είχα χάσει ένα βασικό σκοπό της ζωής μου. Κλειδώθηκα στο μυαλό μου… και σίγουρα αυτό είναι ένα ακατάλληλο μέρος να υπάρχεις», εξομολογήθηκε πρόσφατα ο 42χρονος σήμερα αμερικανός πρώην τερματοφύλακας Τζόνι Γουόκερ, περιγράφοντας πώς ο ίδιος βίωσε αυτή τη μετάβαση.
Παρόμοιες εμπειρίες έχουν χιλιάδες παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές, μόνο που αυτές σπάνια διαπερνούν το πέπλο της σιωπής και βγαίνουν στη δημοσιότητα. Το ποδόσφαιρο ως κατεξοχήν χώρος επιθετικής αρρενωπότητας δημιουργεί αυτόματα μία ιδιότυπη ομερτά, όπου τόσο οι εν ενεργεία όσο και οι παλαίμαχοι παίκτες αποφεύγουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους με τρόπο που μπορεί να καταδείξει την τρωτότητα τους και να αποδομήσει μια καλά φιλοτεχνημένη στιβαρή δημόσια εικόνα. Με αυτή την έννοια το κομμάτι του βιώματος, του συναισθήματος και της ψυχικής υγείας εν γένει είναι θέματα ταμπού που για τον καθένα παραμένουν βαθιά ανομολόγητα και εσωτερικευμένα σε μια μοναχική πορεία.
«Επί της ουσίας δεν ξανάπαιξα. Το μόνο που έκανα ήταν να προσπαθώ χωρίς καμία στήριξη να ξαναπαίξω, μόνο και μόνο από την τρέλα μου για το ποδόσφαιρο. Το 1994 χώρισα και με τη γυναίκα μου γιατί το κλίμα που είχα δημιουργήσει στο σπίτι με τη στεναχώρια και τα νεύρα μου έκανε κακό στα παιδιά»
«Σταμάτησα στα 34. Δεν το ‘χα σκεφτεί καθόλου πριν. Απογοητεύτηκα από την τελευταία μου παρουσία στην ομάδα. Η περίοδος 2003 – 2004 ήταν ένα σοκ για μένα. Είχα απηυδήσει μ’ αυτούς που διοικούσαν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο όμως είναι τρόπος ζωής για μένα. Με αυτό μεγάλωσα. Δεν μπορούσα να το βγάλω από μέσα μου», λέει ο παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής του ΑΟ Επισκοπής Τάκης Γκώνιας. Συνεχίζει εξίσου σταράτα μιλώντας για τη συμβολή των μάνατζερ και των συλλόγων σε αυτή την κρίσιμη καμπή στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή: «Οι μάνατζερ 100% δεν βοηθάνε. Κάποιοι σύλλογοι βοηθάνε συγκεκριμένους παίκτες. Πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Αυτή η μετάβαση είναι μια δύσκολη υπόθεση. Έχω υπόψη μου αρκετά στενάχωρα παραδείγματα».
«Χώρισα, το κλίμα έκανε κακό στα παιδιά»
Αντίκρισα κάποια τέτοια παραδείγματα. Ο Χάρης Σοφιανός είναι ίσως το αντιπροσωπευτικότερο. Η ζωντανή απόδειξη της σκοτεινής πλευράς του ποδοσφαίρου, που δεν βρίσκει εύκολα χώρο στα διθυραμβικά εξώφυλλα του αθλητικού Τύπου. Παλαίμαχος ποδοσφαιριστής που άρχισε την καριέρα του στον Πανιώνιο, η οποία έληξε απρόσμενα έπειτα από έναν σκληρό τραυματισμό στον Εθνικό Πειραιώς. Κουβαλά από εκείνα τα χρόνια δημοσιεύματα της εποχής με τίτλους όπως «Σοκ από τον τραυματισμό του Σοφιανού» ή «Το δράμα του Χάρη» και ίσως ένα αμετάκλητα ανεκπλήρωτο απωθημένο ότι δεν έπαιξε όσο λαχταρούσε. «Το ’79 που ο Πανιώνιος κέρδισε το Κύπελλο, οι φίλαθλοι ήρθαν μέχρι το σπίτι μου. Είχα πολύ καλύτερες προοπτικές» θυμάται σήμερα. Η υπόθεση του τότε ανέδειξε το ζήτημα της ασφάλισης των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών που κατοχυρώθηκε μετά από μεγάλη προσπάθεια. «Επί της ουσίας δεν ξανάπαιξα. Το μόνο που έκανα ήταν να προσπαθώ χωρίς καμία στήριξη να ξαναπαίξω, μόνο και μόνο από την τρέλα μου για το ποδόσφαιρο. Το 1994 χώρισα και με τη γυναίκα μου γιατί το κλίμα που είχα δημιουργήσει στο σπίτι με τη στεναχώρεια και τα νεύρα μου έκανε κακό στα παιδιά» παραδέχεται με μια ειλικρίνεια που σπανίζει σε αυτό τον κλάδο. Ο Χάρης ταλαιπωρήθηκε χρόνια για να πάρει κάποια από τα λεφτά που του χρωστούσε η ομάδα του και να ολοκληρώσει τις θεραπείες για το πόδι του, με τη συνδρομή της τωρινής διοίκησης του ΠΣΑΠ. Πλέον έχει επιστρέψει στο πατρικό του και κοιμάται σε έναν καναπέ –όπως λέει– ενώ έχει αρχίσει μια προσπάθεια φτιάχνοντας μια δική του ακαδημία (Ιντερ Σοφιανός).
Το ποδόσφαιρο, όπως και να το κάνουμε, έχει έναν υψηλό βαθμό επικινδυνότητας. Ένα σώμα που κινείται σε οριακούς ρυθμούς, βρίσκεται συνεχώς εκτεθειμένο σε ένα στραβοπάτημα της τύχης. Ένας σοβαρός τραυματισμός μπορεί να διακόψει ακόμα πιο πρόωρα την καριέρα ενός παίκτη και να του αφήσει κουσούρια για όλη του τη ζωή. Οι μελέτες δείχνουν ότι αυτοί οι παίχτες έχουν δύο έως και τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν συμπτώματα κατάθλιψης σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.
Ο αλκοολισμός χτυπά έναν στους τέσσερις παλαίμαχους
Ούτως η άλλως η στιγμή που κρεμάς τα παπούτσια είτε λόγω τραυματισμού, είτε λόγω ηλικίας είναι αρκετά ζόρικη. Η πρόσφατη έρευνα της FIFPro (Διεθνής Ομοσπονδία Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών) είναι άκρως αποκαλυπτική. Η έρευνα διενεργήθηκε τη διετία 2013 – 2015 σε 11 χώρες και στα βασικά της συμπεράσματα μεταξύ άλλων συγκαταλέγεται ότι το 35% των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών βασανίζονται από προβλήματα ψυχικής υγείας. Επιπλέον το 28% ταλαιπωρούνται από διαταραχές ύπνου και το 25% αντιμετωπίζει πρόβλημα αλκοολισμού.
Το 2011 το ποδοσφαιρικό στερέωμα της Αγγλίας συνταράχτηκε από την αυτοκτονία του τεχνικού της Εθνικής Ουαλίας και πρώην ποδοσφαιριστή Γκάρι Σπιντ, ενώ και ο γερμανός αμυντικός Αντρέας Μπίρμαν , έβαλε τέλος στη ζωή του, αφού προηγουμένως είχε γνωστοποιήσει το πρόβλημα του με το βιβλίο «Κατάθλιψη: Κόκκινη Κάρτα». Σε τέτοιες συνθήκες κουρτίνας, μόνο διάβημα τόλμης μπορεί να χαρακτηριστεί η ανοιχτή τοποθέτηση των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών Καρλ Καρλάιλ και Σταν Κόλιμορ, οι οποίοι αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν με το σκοτάδια τους δημόσια.
«Οταν παίζεις μπάλα νομίζεις ότι θα το κάνεις για πάντα»
«Όταν μένεις στο περιθώριο είναι δεδομένο ότι θα έχεις ψυχολογικά προβλήματα. Ειδικά αν κάποιος τραυματίζεται και αναγκάζεται να φύγει από τον αγωνιστικό χώρο είναι πολύ επώδυνο. Ξαφνικά μένεις χωρίς εργασία και ανατρέπεται όλη η κανονικότητα της ζωής σου» υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΠΣΑΠ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αμειβόμενων Ποδοσφαιριστών) και παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Διονύσης Δημόπουλος. Το σωματείο επιδιώκει με μια σειρά από δράσεις να στηρίξει τους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές παρέχοντας νομική συνδρομή σε ζητήματα δεδουλευμένων και ενσήμων, γιατί υπάρχουν κι αυτές οι αθέατες για το ευρύ κοινό πτυχές του ποδοσφαίρου. Στέκεται όμως κοντά τους και σε ένα κοινωνιοψυχολογικό επίπεδο. Για παράδειγμα μέσα από την ομάδα του ΠΣΑΠ που δίνει αγώνες κοινωνικού χαρακτήρα, οι παλαίμαχοι νιώθουν ότι υπάρχει μια συνέχεια στη ζωή τους.
Μια βασική αντίθεση που αναδεικνύεται όταν οι ποδοσφαιριστές σταματούν την καριέρα τους, είναι ότι επειδή από πολλή νεαρή ηλικία βρίσκονται και ζουν σε συνθήκες ενός προστατευμένου μεν αλλά μονοθεματικού περιβάλλοντος, δεν έχουν αναπτύξει δεξιότητες γνωστικού ή τεχνικού χαρακτήρα που στην υπόλοιπη ζωή είναι χρήσιμες ή και απαραίτητες. «Όταν παίζεις μπάλα νομίζεις ότι θα το κάνεις για πάντα. Εγώ όταν ήμουν 38 νόμιζα ότι είχα μπροστά μου 10 χρόνια. Τώρα που σταμάτησα το ποδόσφαιρο καταλαβαίνω πόσο λάθος έκανα που δεν ανέπτυξα το γνωστικό μου επίπεδο» επισημαίνει ο ταμίας του ΠΣΑΠ και επίσης παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Σταμάτης Συρίγος. Γι’ αυτό το λόγο το Σωματείο έχει ξεκινήσει μια διπλή διαδικασία πληροφόρησης των ποδοσφαιριστών για την επόμενη μέρα και συνεργασίας με διεθνή Πανεπιστήμια, όπου θα μπορούν με ευνοϊκούς όρους να σπουδάσουν.
Σκληρό τάκλιν από την καθημερινότητα
Παλιότερη έρευνα για το αμερικανικό φούτμπολ που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό και τη δική μας πραγματικότητα έδειξε ότι για τους πρώην παίχτες το πιο εύκολο κομμάτι διαχείρισης της καθημερινότητας που για τον υπόλοιπο πληθυσμό εκτελείται ως αυτοματοποιημένη ρουτίνα, φαντάζει βουνό. Απλά πράγματα όπως οι συναλλαγές με δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες, τα χαρτάκια στις ουρές, το check in στα αεροδρόμια μοιάζουν με δυσεπίλυτες εξισώσεις… γιατί για όλα αυτά παλιότερα μεριμνούσαν οι μάνατζερ, οι φροντιστές, οι ομάδες. Οταν αυτοί φεύγουν μαζί με τα φλας του αγωνιστικού χώρου μένεις μόνος σου με το καθόλου συγκαταβατικό τέρας τη γραφειοκρατίας. Πρέπει να το μάθεις και να το «κουλαντρίσεις». Αν είσαι βέβαια λίγο ψυλλιασμένος και μέτρησες σωστά το μέγεθος της επιτυχίας σου και τη γρήγορη εξαΰλωση της, τότε τίποτα από αυτά δεν είναι ικανό να σου προκαλέσει πανικό.
Ο Ηλίας Πουρσανίδης ανήκει σε αυτή την κατηγορία. «Για κάποια χρόνια της ζωής μου Τετάρτη με Κυριακή ήμουν στο γήπεδο. Υπάρχει μια δημοσιότητα που ορισμένοι από εμάς δεν μπορούμε να τη διαχειριστούμε. Σε μια δημόσια υπηρεσία για παράδειγμα ανοίγουν αμέσως οι πόρτες. Όταν σταματάς δεν είναι το ίδιο. Αν είσαι κακομαθημένος και συνηθίζεις να σου λύνουν οι άλλοι τα προβλήματα της καθημερινότητας, τότε μετά θα τα βρεις δύσκολα. Προσωπικά όταν έμπαινα σε μια τράπεζα και κάνανε πέρα, ντρεπόμουν, δεν το αποδεχόμουν αυτό και καθόμουν κανονικά στην ουρά. Πρέπει πάντα να έχεις στο νου σου ποιος είσαι και για πόσο είσαι. Είναι στάση ζωής αυτό σε κάθε επάγγελμα. Εμένα μου φέρθηκε καλά το ποδόσφαιρο και θεωρώ ότι την κατάλληλη στιγμή αποσύρθηκα» λέει.
Τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης
Είναι προφανές ότι υπάρχει ένα μεγάλο και μετέωρο ερώτημα για το «μετά το ποδόσφαιρο». Η φόρτιση που εσωκλείει το άθλημα από μόνο του, η ένταση του πρωταθλητισμού , η αφοσίωση που απαιτεί και η σωματική καταπόνηση αφήνουν έντονο ίχνος στον ανθρώπινο οργανισμό και την ψυχοσύνθεση των παιχτών. Ορισμένα κράτη της κεντρικής Ευρώπης και του αγγλοσαξωνικού κόσμου κάνουν δειλά-δειλά κάποια βήματα για τη διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού πλαισίου στον τομέα της ψυχικής υγείας για τους ποδοσφαιριστές. Στην Αγγλία ήδη λειτουργούν 16 εξειδικευμένα κέντρα αντιμετώπισης ψυχικών ασθενειών. Στη Γερμανία υπάρχει αντίστοιχη τηλεφωνική γραμμή. Στον ευρωπαϊκό Νότο είμαστε ακόμα στο συνεσταλμένο στάδιο παραδοχής του αυτονόητου.
«Ατομικά είναι πολύ πιο εύκολο να το αντιμετωπίσει κάποιος, αν έχει ένα αρκετά υποστηρικτικό περιβάλλον και την κατάλληλη ενημέρωση. Η συλλογική προσπάθεια είναι δύσκολη γιατί η κατάθλιψη είναι ακόμα μια ασθένεια η οποία είναι γνωστή μεν αλλά αντιμετωπίζεται με πολλή επιφύλαξη δε, και σε πολλές περιπτώσεις δεν αναγνωρίζεται εύκολα. Ειδικά όταν μιλάμε για επαγγελματίες ποδοσφαιριστές ή ανθρώπους με οικονομική επιφάνεια, θεωρείται απίθανο να νοσούν από κατάθλιψη, καθώς στη γενική αντίληψη η κατάθλιψη είναι αρρώστια των φτωχότερων, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κατά την γνώμη μου η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η πρόληψη, κάτι που στο ποδόσφαιρο μπορεί να συμβεί στα πρώτα χρόνια που χτίζεται ένας ποδοσφαιριστής, δηλαδή στις ακαδημίες. Το να χτίζεις προσωπικότητες σφαιρικά, μέσα στις οποίες θα περιέχεται και ο ποδοσφαιριστής, με την συμβολή του σχολείου, της οικογένειας και της ακαδημίας συγχρόνως είναι η καλύτερη άμυνα για έναν νέο ποδοσφαιριστή που μπαίνει στα βαθιά νερά του επαγγελματισμού», τονίζει η Γαλάτεια Γιώτη, αθλητική ψυχολόγος,
μέλος της British Psychological Society και της British Association for Sport & Exercise Sciences
Όλοι συνηγορούν ότι η πρόληψη, η επαρκής ενημέρωση, η διαμόρφωση δομών στήριξης και η ατομική προεργασία είναι ο καλύτερος δρόμος για να γίνει ομαλά αυτή μετάβαση από το γήπεδο στην υπόλοιπη ζωή κρατώντας ως φυλαχτό το πάθος του παιχνιδιού. Σα μια μαγική ανάμνηση που ζωντανεύει χωρίς πικρία ξανά και ξανά στις κουβέντες με φίλους και στις φωτογραφίες που κρεμάνε στο δωμάτιο τους οι πιτσιρικάδες που μεγαλώνουν ψάχνοντας το δικό τους ποδοσφαιρικό παραμύθι. Σχεδόν όλοι οι πιτσιρικάδες του κόσμου δηλαδή. Εκεί θα αφήσω και εγώ την αποφώνηση του θέματος, στο «Φάντομ» των θρυλικών αποκρούσεων του ‘80.
«Ο,τι έκανα όσο έπαιζα, κάνω και τώρα» μου είπε ο Νίκος Σαργκάνης όταν συναντηθήκαμε στα γρασίδια της ακαδημίας του ανάμεσα σε ασπρόμαυρες αφίσες. Έπιασε με τη μια το καχύποπτο ύφος: «Μη γελάς που καπνίζω και τότε κάπνιζα». Μου μίλησε για τα χρόνια της αλάνας και τη μεταπήδηση στον επαγγελματισμό, για την εποχή χωρίς ατζέντηδες που ο κάθε παίχτης βρίσκονταν μόνος του μπροστά στους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της χώρας και ποτέ δεν ήταν σίγουρος αν τον ρίξανε στο ντιλ, για τον αδυσώπητα σκληρό χρόνο του ποδοσφαίρου που δεν πρέπει να σε ξεγελάσει: «Είχα προετοιμαστεί για τη στιγμή που θα σταματούσα. Το μυαλό είναι το πιο δύσκολο στην προσαρμογή. Ξέρω ανθρώπους που παίζαμε μαζί και παράτησαν τον εαυτό τους, μελαγχόλησαν και το ‘ριξαν στο πιοτό. Θέλει ωριμότητα. Για τις ομάδες είσαι αναλώσιμος. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν οι σύλλογοι για το τι θα γίνει αύριο ένας ποδοσφαιριστής. Στάθηκα πολύ τυχερός , αφού δούλεψα σ’ αυτό που ήθελα. Γνώριζα όμως ότι ο χρόνος στο ποδόσφαιρο έχει ημερομηνία λήξης».