Αυτή την ώρα θα ‘πρεπε να προετοιμάζει την ομάδα του για τον αυριανό (Πέμπτη) αγώνα – ρεβάνς με την Τότεναμ στους «16» του Γιουρόπα Λιγκ. Αλλά ο Ζόραν Μάμιτς δεν είναι, πια, προπονητής και αθλητικός διευθυντής της Ντινάμο Ζάγκρεμπ. Παραιτήθηκε από τη θέση του μετά την καταδίκη του από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κροατίας σε φυλάκιση τεσσάρων ετών και οκτώ μηνών. Πώς τα φέρνει η ζωή… Η βασική κατηγορία εναντίον του 50χρονου τεχνικού ήταν ότι το 2008 εισέπραξε «μίζα» από τη μεταγραφή του Λούκα Μόντριτς στον σύλλογο του Λονδίνου. Και από την παραχώρηση του Ντέγιαν Λόβρεν στη Λιόν, δύο χρόνια αργότερα.
«Αν και δεν νιώθω ένοχος, αποδέχομαι την ετυμηγορία και παραιτούμαι από προπονητής και αθλητικός διευθυντής της Ντινάμο. Εύχομαι καλή τύχη στον σύλλογο στο μέλλον», ήταν το μήνυμα του Μάμιτς που αναρτήθηκε στον επίσημο ιστότοπο της «μόνιμης» πρωταθλήτριας Κροατίας. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Σύμφωνα με την αθλητική νομοθεσία της χώρας θα εξέπιπτε από τη θέση του, αυτοδικαίως, μια εβδομάδα μετά την τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Ο επίλογος στο μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς στα χρονικά του κροατικού ποδοσφαίρου άργησε να γραφτεί, επειδή ο Ζόραν Μάμιτς και -ιδίως- ο αδελφός του, Ζντράβκο, ήταν «κράτος εν κράτει», με διασυνδέσεις που έφταναν ως το ανώτατο αξίωμα της χώρας. Ο Φράνιο Τούτζμαν, ο πρώτος Πρόεδρος της ανεξάρτητης Κροατίας, είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια Μάμιτς – λέγεται ότι ο Ζντράβκο εκπροσωπούσε τα συμφέροντά του σε διάφορες μπίζνες, στις οποίες εκείνος δεν ήθελε να φαίνεται. Επίσης, η πρώην Πρόεδρος (2015-2020), Κολίντα Γκράμπαρ Κιτάροβιτς, έχει παραδεχτεί ότι ο Μάμιτς χρηματοδότησε την προεκλογική της καμπάνια.
Πολιτικοί, επιχειρηματίες, κρατικοί λειτουργοί, δικαστές, μιντιάρχες, αλλά και ο υπόκοσμος του Ζάγκρεμπ, διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τον δαιμόνιο μεγάλο αδελφό, που κάποτε έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας μαξιλαράκια από φελιζόλ στο γήπεδο της Ντινάμο, όμως μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε να ελέγχει τον σύλλογο και το κροατικό ποδόσφαιρο, γενικότερα. Με… συστάσεις από τη νεοναζιστική οργάνωση στην οποία ανήκε, εισχώρησε στους «Bad Blue Boys», τον ισχυρότερο σύνδεσμο οπαδών του συλλόγου. Και το 2003, ανέλαβε τις τύχες του (στην Ντινάμο οι πρόεδροι εκλέγονται). Στη συνέχεια, οι ισχυροί φίλοι του τον βοήθησαν να χειραγωγήσει και την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Κροατίας, στην οποία ανεβοκατέβαζε διοικήσεις. Ακόμη και ο Νταβόρ Σούκερ, θρύλος του κροατικού ποδοσφαίρου, δεν θα εκλεγόταν πρόεδρός της, αν δεν ήταν πρόθυμος να γίνει «αχυράνθρωπος» των Μάμιτς.
Εδώ και 16 χρόνια, ο Ζντράβκο «αλωνίζει». Από το 2005 μέχρι σήμερα, η Ντινάμο έχασε το πρωτάθλημα μόνο μια χρονιά: το 2017 από τη Ριέκα. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού κάθε νέος, ταλαντούχος παίκτης που εμφανίζεται στη χώρα δεν έχει καμία τύχη να κάνει καριέρα, αν δεν υπογράψει δελτίο στον σύλλογο του Ζάγκρεμπ. Δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να παίξει στις εθνικές ομάδες της Κροατίας, επειδή τις κλήσεις ποδοσφαιριστών σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες τις υπαγορεύει στην ομοσπονδία η «μαφία» των Μάμιτς. Μόνο τα «φυντάνια» της Ντινάμο θα διαφημιστούν στο εξωτερικό, θα αποκτήσουν υπεραξία και, στη συνέχεια, θα πουληθούν σε κάποιο ευρωπαϊκό club. Αφού, προηγουμένως, καλλιεργηθούν στην ομάδα του μικρότερου αδελφού, ή στη Λοκομοτίβα Ζάγκρεμπ. Η οποία, επίσης, ελέγχεται από την οικογένεια, αν και αγωνίζεται στην ίδια κατηγορία!
Ο Ζντράβκο έχει «στήσει» ουκ ολίγα παιχνίδια – δεν είχε κανέναν δισταγμό να το παραδεχτεί. Παρόλα αυτά θα εξακολουθούσε να είναι ο τύραννος του κροατικού ποδοσφαίρου για πολλά χρόνια ακόμη, αν δεν ήταν τόσο άπληστος, ώστε να κλέβει την ίδια του την ομάδα. Οι αγοραπωλησίες των παικτών γίνονταν μέσω της δικής του εταιρείας εκπροσώπησης (είναι και ατζέντης, όπως και ο γιος του), κι όχι μόνο. Ο… αθεόφοβος υποχρέωνε τα ταλέντα της Ντινάμο να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο του εξασφάλιζε ποσοστά από τα πριμ μεταγραφής ή τους μισθούς τους, όταν πήγαιναν σε σύλλογο του εξωτερικού, πέρα από τη νόμιμη αμοιβή για τη μεσιτεία του.
Από τα 11 εκατ. ευρώ που πήρε ο Μόντριτς ως πριμ από την Τότεναμ το 2008, κράτησε μόνο τα δύο. Τα υπόλοιπα κατέληξαν στις τσέπες των αδελφών Μάμιτς. Κάτι αντίστοιχο συνέβη με τη μετακίνηση του Λόβρεν στη Λιόν. Ο Εντουάρντο Ντα Σίλβα, ο οποίος πήγε στην Ντινάμο 16 ετών παιδί κι αργότερα πήρε μετεγγραφή στην Αρσεναλ και τη Σαχτάρ, είχε υπογράψει κι αυτός το «συμβόλαιο σκλαβιάς», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος. Δεκάδες ποδοσφαιριστές που ανδρώθηκαν στο Ζάγκρεμπ, σήμερα καταβάλλουν στους Μάμιτς το 20%, ή παραπάνω, των ετήσιων αποδοχών τους. Εννοείται πως αυτά τα «εξτραδάκια», ο Ζντράβκο και ο Ζόραν είχαν… ξεχάσει να τα δηλώσουν στην Εφορία.
Οι έρευνες εναντίον τους κράτησαν χρόνια. Καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό το 2018, για υπεξαίρεση 16 εκατ. ευρώ, παράνομο πλουτισμό, φοροδιαφυγή ύψους 1,6 εκατ. ευρώ, ξέπλυμα χρήματος, κ.λπ. Παραμονές της απόφασης κάποιος από τους ισχυρούς του φίλους προειδοποίησε τον Ζντράβκο, κι εκείνος διέφυγε στη Βοσνία (όπου γεννήθηκε) για να αποφύγει τη φυλακή, αφού δεν υπάρχει συμφωνία έκδοσης μεταξύ των δύο χωρών. Η ποινή του Ζόραν είναι εξαγοράσιμη, όμως ο Ζντράβκο, που του επιβλήθηκε κάθειρξη εξήμισι ετών, θα βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα. Για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκαν τελεσίδικα, σε τρία χρόνια φυλάκισης ο πρώην διευθυντής της κροατικής ομοσπονδίας, Ντάμιρ Βρμπάνοβιτς (αυτός που στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας καθόταν δίπλα στην τότε Πρόεδρο της Κροατίας), και σε 3 χρόνια και 2 μήνες ένας εφοριακός.
«Είθε με τη βοήθεια του Θεού να χάσετε όλα τα παιχνίδια», έγραφε ένα τεράστιο πανό που σκέπαζε μια γέφυρα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Ζάγκρεμπ, μερικές ώρες πριν από τον πρώτο αγώνα της Κροατίας στο Euro 2016 με αντίπαλο την Τουρκία. Πολλοί Κροάτες είχαν φτάσει σε σημείο να αποκηρύξουν την ομάδα της χώρας τους, επειδή ήταν η «εθνική του Μάμιτς». Το ίδιο συνέβη και με αρκετούς οπαδούς της Ντινάμο Ζάγκρεμπ. Παρά την κυριαρχία της στο κροατικό πρωτάθλημα, το «Μάξιμιρ» των 40.000 θέσεων σπανίως φιλοξενούσε πάνω από 15.000 θεατές.
Αλλά τώρα, η «χούντα των Μάμιτς» έπεσε. Πριν από τρεις εβδομάδες άρχισε μια νέα δίκη (έπειτα από οκτώ αναβολές!), στην οποία τα αδέλφια κατηγορούνται για τις οφ-σορ εταιρείες τους, όπου κατέληγαν τα εκατομμύρια από τις παράνομες δραστηριότητές τους. Τους έμειναν αρκετά χρήματα για να ζήσουν «βασιλικά» το υπόλοιπο του βίου τους. Εστω, στο ποινικό τους καταφύγιο στη Βοσνία.