Ενας αφανής αλλά λυσσαλέος υπόγειος πόλεμος διεξάγεται στα παρασκήνια των μεγάλων ομίλων επιχειρήσεων που επιδιώκουν την επέκτασή τους με εξαγορές και συγχωνεύσεις με στόχο νέες αγορές, αλλά και τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Στο υπόγειο αυτό παιγνίδι συμμετέχουν, άλλοτε αφανώς, άλλοτε εμφανώς οι κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν διάφορα μέσα για να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας, αλλά και τη διαρροή υψηλής τεχνολογίας σε ανταγωνιστές.
Έτσι, οι mega-συγχωνεύσεις εταιριών βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο ποικίλων αντιδράσεων, όπως άλλωστε και οι τάσεις προστατευτισμού που συνεχώς ενισχύονται. Αυτοί που οργανώνουν τα εταιρικά ντιλ είναι αντιμέτωποι με υπόγειες πολιτικές, ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου δίνονται μάχες για κάποιες «καυτές» συγχωνεύσεις. Για παράδειγμα, η ξαφνική επιδίωξη της Kraft Heinz να εξαγοράσει με 143 δισ. δολάρια την Unilever την περασμένη Κυριακή, έκανε τη Ντάουνινγκ Στριτ να αναζητεί απεγνωσμένα τρόπους για να προστατεύσει τo αγγλοολλανδικό γκρουπ από τις περικοπές κόστους που ήθελαν οι Αμερικανοί, δηλαδή το κλείσιμο εργοστασίων ή γραμμών παραγωγής. Σημειωτέον ότι η νομοθεσία της ΕΕ κάνει ακόμη πιο δύσκολη την παρεμπόδιση τέτοιων κυβερνητικών παρεμβάσεων.
Ο Financial Times σχολίαζαν σχετικά πως η ιστορικώς ανοιχτή πόρτα της Βρετανίας δεν είναι πλέον τόσο ανοιχτή. Επεσήμαναν δε ότι στη Γερμανία η κύρια ανησυχία είναι η Κίνα, όπου τον περασμένο Οκτώβριο, μετά από πληροφορίες των αμερικάνικων υπηρεσιών, το Βερολίνο υποχρεώθηκε να τερματίσει απότομα την εξαγορά της γερμανικής εταιρίας Aixtron (εδώ) που παράγει ημιαγωγούς από κινέζικα fund. Η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ (Committee on Foreign Investment in the U.S. – CFIUS) έκανε ένα διάβημα στην Aixtron ενόψει της εξαγοράς της έναντι 670 εκατ. ευρώ, κάνοντας λόγο για «ανησυχίες για ζητήματα αμερικάνικης εθνικής ασφάλειας»! Στην ουσία οι Αμερικανοί άνοιξαν ένα ευρύτερο ζήτημα «προστασίας» των δυτικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας έναντι των κινεζικών funds που εξαγοράζουν τα πάντα.
Τώρα η Γερμανία πιέζει για περισσότερες δυνατότητες βέτο ενάντια σε εξαγορές εταιριών υψηλής τεχνολογίας, ιδίως όταν το κινεζικό κρατικό χρήμα στηρίζει τις προσφορές εξαγοράς. Την περασμένη εβδομάδα, όπως ήταν αναμενόμενο, κέρδισε την υποστήριξη της Γαλλίας και της Ιταλίας σε αυτή την πολιτική μπλοκαρίσματος των εξαγορών.
Αλλά οι FT, επισημαίνουν ακόμη ότι οι ανησυχίες είναι απίθανο να σταματήσουν στην Κίνα. Και οι ΗΠΑ προκαλούν ανησυχία, καθώς θα μπορούσε ένα μεγάλο γκρουπ τεχνολογίας να χρησιμοποιήσει τα σημαντικά μετρητά που διαθέτει στις offshore του για να αγοράσει κάποια γνωστή ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, ή μια τράπεζα ή μια βιομηχανία. Είναι ένα εξεζητημένο σενάριο, αλλά ούτε στη Σίλικον Βάλεϊ θα περιμένουν να καλωσορίσουν κάποιον κατακτητή.
Στην Ευρώπη υπάρχει επιπλέον ο παράγοντας Brexit που έχει πυροδοτήσει αψιμαχίες γύρω από τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις εταιριών. Η προσπάθεια του γαλλικού γκρουπ PSA (Peugeot-Citroën) να εξαγοράσει τον ευρωπαϊκό βραχίονα της General Motors προκάλεσε μίνι-πανικό στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Ισπανία. Η Bild ανέφερε ότι το γκρουπ PSA έχει ήδη δώσει στο Βερολίνο ανεπίσημες διαβεβαιώσεις ότι τα τρία γερμανικά εργοστάσια της Opel θα παραμείνουν ανοικτά, βάζοντας τα εργοστάσια της Vauxhall στη Βρετανία σταθερά στη γραμμή του πυρός. Οι FT καλούν την Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να προγραμματίσει σύντομα το δικό της ραντεβού με το PSA, ίσως για να τους πείσει με μαγικά, όπως έκανε με τη Nissan, να κρατήσει -και μάλιστα χωρίς επιδότηση- την επένδυσή της στη Βρετανία του Brexit.
Καθώς το δράμα του Brexit ξεδιπλώνεται, υπάρχει και ένα όριο στο ζήτημα του ανταγωνισμού. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, το Γερμανικό Χρηματιστήριο (Deutsche Borse) θα μάθει εάν μπορεί να συγχωνεύσει το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, μια κίνηση που είχε κάνει πριν από το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Κομισιόν θα εξετάσει εάν ικανοποιούνται οι όροι ανταγωνισμού από μια τέτοια συγχώνευση. Πάντως, ενώ οι πελάτες που είναι μεγάλα χρηματοοικονομικά γκρουπ φαίνεται να δείχνουν περισσότερη κατανόηση μετά την ψηφοφορία του Brexit, αυτή η πρόσδεση τους προσφέρει μια πολύτιμη πολιτική γέφυρα μεταξύ του City του Λονδίνου και της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο δίνει στις εποπτικές αρχές της περιφερειακής κυβέρνησης της Έσης να αποφασίσουν αν θα μπλοκάρουν προληπτικά τη συμφωνία ή για πολιτικούς λόγους.