Eνα χρόνο και κάτι ημέρες μετά το δημοψήφισμα για το Brexit οι συζητήσεις για τις αρνητικές συνέπειες που είχε και πρόκειται να έχει συνεχίζονται και τέλος δεν προβλέπεται. «Η Βρετανία ίσως κληθεί να επιλέξει ανάμεσα σε τρία διαφορετικά ενδεχόμενα ταπείνωσης» προβλέπουν οι Financial Times. Για πολλούς Βρετανούς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ένα ιστορικό λάθος και ο λογαριασμός ακόμα δεν έχει φτάσει στο Λονδίνο.
Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο το Λονδίνο στην απελπισμένη του προσπάθεια να πετύχει μία συμφωνία με την ΕΕ αποδέχεται σχεδόν όλους τους όρους των Βρυξελλών. Αυτό θα σημαίνει ότι το Λονδίνο θα κληθεί να δώσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ μόνον και μόνο για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Για να μπορέσει μάλιστα στη συνέχεια να έχει πρόσβαση την ευρωπαϊκή αγορά θα πρέπει να κάνει επώδυνες παραχωρήσεις και να αναγκαστεί να δεχτεί την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Το δεύτερο σενάριο είναι το εξής: η βρετανική κυβέρνηση αρνείται να αποδεχτεί τους όρους της ΕΕ και καταλήγει τον Μάρτιο του 2019 εκτός ΕΕ και χωρίς συμφωνία. Φορτηγά γεμάτα βρετανικά προϊόντα με κατεύθυνση τις ευρωπαϊκές χώρες μένουν ακινητοποιημένα στα λιμάνια της Μάγχης καθώς οι τελωνειακοί έλεγχοι έχουν επιστρέψει και με νέους αυστηρούς κανόνες. Το πλήγμα για τη βρετανική οικονομία είναι μεγάλο και προκαλεί σημαντική μείωση των θέσεων εργασίας και μόνιμη οικονομική κρίση.
Μια αδύναμη Βρετανία ίσως στραφεί στις ΗΠΑ του Τραμπ με την ελπίδα ότι ο αμερικανός πρόεδρος θα τηρήσει την υπόσχεσή του για μία «πολύ μεγάλη συμφωνία». Αλλά το όνειρο μίας περήφανης, παγκόσμιας και ευημερούσας Βρετανίας θα μοιάζει μα αστείο.
Το τρίτο σενάριο: το Λονδίνο παραιτείται από την προσπάθεια αποχώρησης και επιστρέφει με σκυμμένο το κεφάλι στις γραμμές της ΕΕ.
Η Βρετανία – όπως και οι ΗΠΑ – είναι ευάλωτη στους εθνικιστικούς αυτοτραυματισμούς γιατί όλες οι μεταπολεμικές γενιές μεγάλωσαν με την αυταπάτη ότι ζουν σε μία ξεχωριστή χώρα. Αυτό γιατί ενώ όλες οι ευρωπαϊκές χώρες – μικρές και μεγάλες – κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα έζησαν καταστροφές και ήττες της δημοκρατίας, η Βρετανία μπορεί να περηφανεύεται ότι ποτέ δεν υπέκυψε στον πολιτικό εξτρεμισμό και δεν γνώρισε την ήττα σε πόλεμο.
Αλλά είναι ακριβώς αυτή η περηφάνια -όπως λέγεται συχνά στις Βρυξέλλες- που κατέστησε τη Βρετανία έναν δύσκολο και δυσάρεστο εταίρο, καθόλου διαθέσιμο να παραχωρήσει κυριαρχία προς όφελος ενός κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Μία στραπατσαρισμένη Βρετανία ίσως επέστρεφε στην Ευρώπη με περισσότερο ρεαλισμό από ό,τι στο παρελθόν και μεγαλύτερη ικανότητα να χαρεί τα πλεονεκτήματα της Ενωσης. «Αλλά η ταπείνωση είναι πραγματική θετική για μία χώρα;» αναρωτιούνται οι Financial Times. Μήπως η πολιτική μετριοπάθεια σχετίζεται και από την ιστορική τύχη του να μην έχεις ταπεινωθεί ποτέ;
Οι Financial Times απαντούν στο διπλό αυτό ερώτημα ως εξής: Η Κίνα μετέτρεψε τη βαθιά της επιθυμία να εκδικηθεί τον «αιώνα των ταπεινώσεων» (που άρχισε το 1839) σε βάση της ιδεολογία της, όλο και πιο απειλητικής στα μάτια των γειτόνων της. Η αίσθηση ταπείνωσης του Πούτιν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης γέννησε τον ρωσικό ρεβανσισμό. Και πώς να ξεχάσει κανείς τα ολέθρια αποτελέσματα της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τη Γερμανία. Αλλά αυτό το τελευταίο παράδειγμα μας οδηγεί στην αρχική τοποθέτηση. Αφού ηττήθηκε και ταπεινώθηκε η Γερμανία έγινε όχι απλώς μία καλύτερη χώρα, αλλά μία χώρα-μοντέλο.
Για τη Βρετανία μία ενδεχόμενη πολιτική ήττα στο Brexit θα είχε ασφαλώς και αρνητικά αποτελέσματα. Με τη Δεξιά να γίνεται όλο και πιο ευρωσκεπτικιστική και την Αριστερά όλο και πιο κρατικιστική. Αλλά θα είχε και συνέπειες θετικές. Αρκεί οι Βρετανοί να επιστρατεύσουν αξίες και χαρακτηριστικά που κουβαλάνε μαζί τους από το παρελθόν: ο πραγματισμός τους, η αίσθηση του χιούμορ, η ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες θα ήταν πολύτιμα όπλα για να αντιμετωπίσουν την καταστροφή του Brexit.