Στη δίνη του οικονομικού και πάνω από όλα κοινωνικού χάους από τη συνεχιζόμενη κατάρρευση της λίρας, ο Ταγίπ Ερντογάν δείχνει απτόητος, εμμένοντας στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, και βλέπει παντού γύρω του συνωμοσίες.
Ο τούρκος πρόεδρος υπερασπίστηκε εκ νέου τα χαμηλά επιτόκια, δεσμευόμενος ότι θα κερδίσει αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «οικονομικό πόλεμο ανεξαρτησίας», σε μία δήλωση που «έφερε» την ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος κοντά στις 13,45 λίρες έναντι του δολαρίου.
Και όλα αυτά όταν σούπερ μάρκετ στην Τουρκία πουλάνε με… δελτίο αλεύρι, λάδι και ζάχαρη, υπό τον φόβο ελλείψεων, η λαϊκή δυσαρέσκεια για τον Ερντογάν φουντώνει, με τον βασικό μισθό των τούρκων εργαζομένων να έχει υποχωρήσει κάτω από τα 200 ευρώ, και τον τουρκικό Τύπο να κανει ότι «δεν είδε – δεν άκουσε« για την ελεύθερη πτώση της λίρας.
Αυτό που περιμένουν πλέον όλοι είναι να δουν πόσο διατεθειμένος είναι ακόμη ο τούρκος πρόεδρος να επιτρέψει την κατρακύλα του εθνικού νομίσματος.
Μετά την κατακρήμνιση της λίρας κατά 15% την Τρίτη (την Τετάρτη η ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος κινείτο σταθεροποιητικά στις 12,98 λίρες/δολ.), αναλυτές προειδοποιούσαν ότι η αστάθεια του εθνικού νομίσματος στη γείτονα μπορεί να πλήξει σοβαρά και την ανάπτυξη (σ.σ. οι προβλέψεις για την τουρκική οικονομία κάνουν λόγο αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατά 9% φέτος – έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο).
Η ανορθόξη πολιτική που επιμένει να ακολουθεί ο Ερντογάν -τα λεγόμενα Erdoganomics-, λένε, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την τουρκική οικονομία εν γένει, ενώ παράλληλα μπορεί να οδηγήσει σε διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας προς το πρόσωπο του προέδρου.
Οπως σημειώνουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times οι αναλυτές εντοπίζουν τέσσερα βασικά σημεία πίεσης:
Θα στραφούν οι πολίτες στις αποταμιεύσεις σε δολάρια;
Οι τουρκικές τράπεζες επιτρέπουν στους πελάτες τους να διατηρούν καταθέσεις σε ξένα νομίσματα καθώς και σε λίρες. Τα τελευταία χρόνια, οι Τούρκοι επιλέγουν όλο και περισσότερο να διατηρούν τα χρήματά τους σε δολάρια και ευρώ, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια έχουν μειώσει τις αποδόσεις των αποταμιεύσεων σε λίρες.
Ετσι, οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα αποτελούν πλέον το 55% του συνόλου των καταθέσεων στον τραπεζικό τομέα της χώρας (πρόκειται για περίπου 260 δισ. δολάρια) συγκριτικά με το 49% που ήταν το 2018.
Οι αναλυτές ανησυχούν ότι οι αποταμιεύσεις σε δολάρια θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω, ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στη λίρα και δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Ο απόλυτος φόβος τους είναι ότι οι Τούρκοι θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα και θα επιδιώξουν να βγάλουν τα μετρητά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Δεν είναι αβάσιμη η ανησυχία, καθώς κάτι ανάλογο συνέβη σε μικρή κλίμακα κατά τη διάρκεια της τελευταίας νομισματικής κρίσης το καλοκαίρι του 2018 και σε πλήρη κλίμακα το 2001.
«Η ανησυχία μου από δω και στο εξής είναι η εξής: θα θέλατε να κρατήσετε τα χρήματά σας στον τουρκικό τραπεζικό τομέα;» διερωτάται ο Φίνιξ Καλέν, αναλυτής αναδυόμενων αγορών στη Société Générale.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβάλει capital controls, αν και στο παρελθόν έχει επιμείνει ότι δεν θα το έκανε.
Πόσο θα ανέβουν οι τιμές;
Το ζήτημα της αύξησης των τιμών βρίσκεται ήδη στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας στην Τουρκία. Ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε σχεδόν στο 20% τον Οκτώβριο, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, που ήταν πάνω από 27% ετησίως τον ίδιο μήνα, έχουν πλήξει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.
Η εξάρτηση της Τουρκίας από εισαγόμενα αγαθά (κυρίως ενέργεια και πρώτες ύλες), σημαίνει ότι η κατάρρευση του νομίσματος μεταφράζεται γρήγορα σε υψηλότερες τιμές. Ο Jason Tuvey της Capital Economics, προβλέπει ότι ο πληθωρισμός «είναι πλέον πιθανό να αυξηθεί στο 25 με 30% τους επόμενους ή δύο μήνες».
Με τον υψηλό πληθωρισμό και το πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, υπάρχει ο κίνδυνος να αποδυναμωθεί περαιτέρω η λίρα και να ανακοπεί η ανάπτυξη της οικονομίας. Θα μπορούσε επίσης να υπονομευθεί περαιτέρω η υποστήριξη της κοινής γνώμης προς τον Ερντογάν. Η αντιπολίτευση, η οποία εξασφάλισε τον έλεγχο των δύο μεγαλύτερων πόλεων της χώρας στις δημοτικές εκλογές μετά την κρίση του 2018, θέλει πρόωρες εκλογές ώστε να κεφαλαιοποιήσει στη κάλπη την αυξανόμενη ανησυχία για την οικονομία.
Τα εξαντλημέα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας σημαίνουν ότι η ικανότητά της να παρέμβει για την υπεράσπιση του εθνικού νομίσματος είναι περιορισμένη.
Σε αντίστοιχες κρίσεις στο παρελθόν, η Τουρκία ανακοίνωσε τελικά έκτακτες αυξήσεις των επιτοκίων που σταμάτησαν την «αιμοραγία» της λίρας, ανακόπτοντας παράλληλα την ανοδική τάση του πληθωρισμού. Δεδομένου ωστόσο του ασφυκτικού ελέγχου που ασκεί στην κεντρική τράπεζα ο Ερντογάν και της επιμονής του για περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων, ορισμένοι αναλυτές διερωτώνται αν αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.
«Η κυβέρνηση φαίνεται ότι επιδεικνύει ένα είδος “ανοχής έναντι της εξασθενημένης λίρας», σημειώνει ο Ενβέρ Ερκάν, αναλυτής της Terra Investment με έδρα την Κωνσταντινούπολη, εκτιμώντας ότι είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο διατεθειμένοι είναι στην τουρκική κυβέρνηση να την αφήσουν ακόμη να πέσει.
Οι τράπεζες θα διατηρήσουν πρόσβαση σε ξένη χρηματοδότηση;
Οι τράπεζες στην Τουρκία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό στον εξωτερικό δανεισμό για να χρηματοδοτήσουν τα δάνειά τους στο εσωτερικό.
Παρ’ όλο που η ξένη χρηματοδότηση παρέμεινε ανθεκτική ακόμα και σε προηγούμενα επεισόδια ακραίων συναλλαγαμτικών πιέσεων, όπως το 2018, μια ξαφνική αλλαγή στο κλίμα μεταξύ των ξένων δανειστών θα μπορούσε να θέσει υπό πίεση το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι τράπεζες «έχουν σημαντικά αποθέματα ρευστότητας σε ξένο συνάλλαγμα για να καλύψουν ένα σύντομο κλείσιμο της αγοράς περίπου ενός έτους», ανέφερε ο Χουσεΐν Σεβίτς που καλύπτει το κομμάτι των τουρκικών τραπεζών στον οίκο αξιολόγησης Fitch. Προειδοποίησε όμως ότι «ένα παρατεταμένο κλείσιμο της αγοράς θα μπορούσε να εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους».
Μπορεί η Αγκυρα να πληρώσει τα χρέη της;
Κατά τη διάρκεια της νομισματικής κρίσης του 2018, όταν η λίρα έπεσε έως και 18,5% μέσα σε μια μέρα έπειτα από μια διαμάχη με τις ΗΠΑ που πυροδότησε ευρύτερες ανησυχίες των επενδυτών για την οικονομία, μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες ήταν η ικανότητα του υπερχρεωμένου εταιρικού τομέα της χώρας να αποπληρώσει δάνεια σε δολάρια και ευρώ.
Τρία χρόνια μετά, οι εταιρείες βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, σύμφωνα με την Barclays, έχοντας μειώσει τη συνολική χρηματοοικονομική μόχλευση του εξωτερικού χρέους τους κατά 74 δισ. δολάρια,
Αντίθετα, μέρος αυτού του εξωτερικού χρέους έχει μεταφερθεί στον δημόσιο τομέα, αφού το υπουργείο Οικονομικών άρχισε να εκδίδει χρεόγραφα σε ξένο νόμισμα υπό την εποπτεία του πρώην υπουργού Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Παράλληλα, καθώς το νόμισμα διολισθαίνει, γίνεται πιο ακριβό για το υπουργείο Οικονομικών να εξυπηρετήσει το χρέος του.
Η συνολική αναλογία χρέους προς ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι χαμηλή σε σύγκριση με άλλες αναδυόμενες αγορές, περίπου στο 40% του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι αναλυτές λένε ότι το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα μπορούσε να περιορίσει τον δημοσιονομικό χώρο της κυβέρνησης σε μια περίοδο που σχεδιάζει να αυξήσει τις παροχές, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές.