«Το νέον γήπεδον, τέλειον από πάσης απόψεως, με καταπράσινον τον αγωνιστικό χώρο, παρουσίαζε ένα σπάνιον εις μεγαλοπρέπειαν θέαμα…». Εφημερίδα «Μακεδονία», 7 Σεπτεμβρίου 1959. Πέρασαν 58 χρόνια από την ημέρα -την προηγουμένη του δημοσιεύματος- που ο ποδοσφαιρικός ναός του ΠΑΟΚ άνοιξε τις πύλες του στους πιστούς του. Πάνω από 20.000 άνθρωποι χώρεσαν, εκείνο το μουντό κυριακάτικο απόγευμα, στις εξέδρες των δεκαπέντε χιλιάδων. Αλλά, το πραγματικό θαύμα ήταν πως την Τούμπα -που έμελλε να γίνει ξακουστή στα πέρατα του Κόσμου- την είχαν χτίσει οι ίδιοι που στριμώχτηκαν για να την καμαρώσουν.
Τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως τα λέει η μαρμάρινη επιγραφή που υπάρχει ακόμη και σήμερα στην είσοδο της Θύρας 1. Τα εγκαίνια δεν τα έκανε ο τότε πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο οποίος την τελευταία στιγμή ενημέρωσε ότι δεν θα παρευρισκόταν στην τελετή), αλλά ο υπουργός του (Βιομηχανίας), Νικόλαος Μάρτης. Το φιλικό ματς ΠΑΟΚ – ΑΕΚ, διάρκειας 70 λεπτών, άρχισε με εικοσάλεπτη καθυστέρηση. Αλλά με τρόπο φαντασμαγορικό: με ένα στρατιωτικό αεροπλάνο να ρίχνει την μπάλα στον αγωνιστικό χώρο για το εναρκτήριο λάκτισμα. Οι ζητωκραυγές του πλήθους ακούστηκαν σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Το ίδιο συνέβη και 20 λεπτά αργότερα, όταν ο Κιουρτζής πέτυχε το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης για λογαριασμό του ΠΑΟΚ. Ο πρώτος επίσημος αγώνας στην Τούμπα καταγράφεται στις 25 Οκτωβρίου 1959, όταν ο ΠΑΟΚ νίκησε (3-2) τον Μέγα Αλέξανδρο Κατερίνης (πρόγονο του Πιερικού), στην πρεμιέρα της νεοσύστατης Α’ Εθνικής.
Οι περιγραφές των παλιών για το πώς κατασκευάστηκε το γήπεδο, μέσα σε 14 μήνες, είναι συγκλονιστικές. Ούτε τεχνικές εταιρείες και ειδικά μηχανήματα, ούτε χορηγοί, ούτε τίποτα. Το σπίτι του ΠΑΟΚ το έχτισαν, τα χέρια και το υστέρημα των οπαδών του. Μαστόρια από κάθε γωνιά της πόλης έβαλαν -στην κυριολεξία- το λιθαράκι τους, προσφέροντας εκατοντάδες ώρες εθελοντικής εργασίας με λάμψη στα μάτια και χαμόγελο στα χείλη. Οικοδόμοι, εργάτες, τεχνίτες, όλοι όσοι «έπιανε το χέρι τους», βοήθησαν αφιλοκερδώς, ξεπερνώντας την κούραση της δουλειάς τους για το μεροκάματο, που είχε προηγηθεί. Σε κάποια φάση της κατασκευής βοήθησε και ο Στρατός, με κάτι τεράστια εκσκαπτικά μηχανήματα που διέθετε.
Οι πιο εύποροι ΠΑΟΚτσήδες συνεισέφεραν οικονομικά, αγοράζοντας το «Λαχείον υπέρ ανεγέρσεως του νέου σταδίου του ΠΑΟΚ», το οποίο εξέδωσε (δύο φορές) η διοίκηση του συλλόγου και κόστιζε 20 δραχμές. Επιπλέον, ήδη από το 1956, γινόταν παρακράτηση του 15% των εισπράξεων από τα εισιτήρια (στο παλιό γήπεδο) γι’ αυτόν τον σκοπό. Το συνολικό κόστος έφτασε τα έξι εκατομμύρια δραχμές, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο προσέφερε η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Χάρη και στα αριθμημένα εισιτήρια διαρκείας των 200 δραχμών που διατέθηκαν όταν ο ΠΑΟΚ μπήκε στην Τούμπα, σε δέκα χρόνια (1969) ο σύλλογος δεν χρωστούσε δεκάρα.
Το παλιό του γήπεδο, στο Συντριβάνι, ο ΠΑΟΚ αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει όταν -το 1956- η Σύγκλητος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου αποφάσισε την απαλλοτρίωση του οικοπέδου, για να δημιουργηθεί εκεί η Θεολογική Σχολή. Η είδηση έσκασε σαν βόμβα. Ο ΠΑΟΚ γινόταν, ξανά, πρόσφυγας έπειτα από 29 χρόνια. Ο χώρος που βρέθηκε για το νέο γήπεδο, 30 στρέμματα στην Ανω Τούμπα, ανήκε στο Ταμείο Εθνικής Αμύνης. Ο αρμόδιος υπουργός, ο απόστρατος πτέραρχος Γιώργος Θέμελης, φανατικός οπαδός του ΠΑΟΚ, υπέγραψε το παραχωρητήριο στις 11 Μαΐου 1957. Αλλα 10 στρέμματα δώρισε η οικογένεια Δεδέογλου.
Η ιστορία έχει και πολιτικό παρασκήνιο. Οι περισσότεροι παράγοντες του ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής υποστήριζαν τη Δημοκρατική Ενωση, συνασπισμό των κομμάτων του Κέντρου και της ΕΔΑ. Αλλά, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι σε περίπτωση εκλογής του με την ΕΡΕ ο Θέμελης προοριζόταν για το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, όλοι μπήκαν στον προεκλογικό αγώνα υπέρ του υποψήφιου βουλευτή Θεσσαλονίκης. Στις εκλογές του 1956, η Δημοκρατική Ενωση πήρε υψηλότερο ποσοστό, όμως η ΕΡΕ σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και, το 1957, ο Θέμελης ορίστηκε πρόεδρος της Επιτροπής Γηπέδου.
Στη δεκαετία των ’60s, η Τούμπα ήταν ένα διαρκές εργοτάξιο. Καθώς ο λαός του ΠΑΟΚ γινόταν όλο και πολυπληθέστερος, η ανάγκη για αλλεπάλληλες επεκτάσεις των εξεδρών ήταν επιτακτική. Στις αρχές των ’70s το γήπεδο, χωρητικότητας 45.000 θεατών πλέον, ήταν το μεγαλύτερο (ιδιόκτητο) των Βαλκανίων. Στις 19 Δεκεμβρίου 1976, σε αγώνα Πρωταθλήματος με την ΑΕΚ (0-0), έκανε ρεκόρ κόβοντας 45.252 εισιτήρια. Περίπου τόσα είχαν διατεθεί και στον ιστορικό αγώνα με την Μπαρτσελόνα, τον Σεπτέμβριο του 1975. Μόνον η θύρα των επισήμων («θύρα των ευεργετών» την αποκαλούσαν τότε) δεν άλλαξε μορφή μέσα στον χρόνο – με εξαίρεση, βεβαίως, τα πλαστικά καθίσματα που τοποθετήθηκαν. Σήμερα, λόγω των επιταγών της UEFA και των πρόσθετων μέτρων ασφαλείας που κρίθηκαν αναγκαία, η Τούμπα μπορεί να χωρέσει 28.703 θεατές.
Στα τσιμέντα της Τούμπας μεγάλωσαν γενιές και γενιές φιλάθλων. Στο χορτάρι της έδωσαν τις παραστάσεις τους -εκτός από τον Γιώργο Κούδα και τους άλλους «παιχταράδες» του ΠΑΟΚ των ’70s- μερικοί από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές του Κόσμου, όπως ο Γιόχαν Κρόιφ και ο Ντιέγκο Μαραντόνα (όταν έπαιζε στη Νάπολι). Δεν υπάρχει αντίπαλος -παίκτης ή οπαδός- που πέρασε από αυτό το γήπεδο χωρίς να νοιώσει δέος. «Εχω παίξει παντού στον Κόσμο, όμως τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί», είχε εξομολογηθεί ο «Ντιεγκίτο». «Η ατμόσφαιρα είναι φανταστική, κάποιες φορές εκφοβιστική», είχε σχολιάσει ο Χάρι Ρέντναπ. Γάλλοι δημοσιογράφοι τη χαρακτήρισαν ως «το βασίλειο του Εωσφόρου». Βετεράνοι έλληνες ποδοσφαιριστές που έπαιζαν επί χρόνια αντίπαλοι του ΠΑΟΚ, θα σου πουν ότι «τα ματς σε αυτό το γήπεδο, τα χάναμε… από τα αποδυτήρια».
Οι μόνιμοι κάτοικοί της την αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά. Το πώς ακριβώς, το έχει περιγράψει υπέροχα σε συνέντευξή του (Εφ. Μακεδονία, 31/8/2003) ο Απόστολος Βασιλειάδης, ο πρώτος παίκτης του ΠΑΟΚ που φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής ομάδας: «Τα παλιά τα χρόνια, πριν από τους αγώνες του ΠΑΟΚ που διεξάγονταν το απόγευμα, γίνονταν και πρωινοί, άλλων ομάδων, αλλά και παιδικών. Οι φίλαθλοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν μία θέση για το ματς του ΠΑΟΚ, μαζεύονταν στο γήπεδο από το πρωί. Για να ξεγελάσουν την πείνα τους, έπαιρναν μαζί τους ψωμί και τυρί. Οταν έφτανε η ώρα του αγώνα, το ψωμί είχε ξεραθεί. Ετσι βγήκε η έκφραση «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί».
Η Τούμπα γέρασε. Ο Ιβάν Σαββίδης έχει, ήδη, αποκαλύψει τα σχέδιά του για την ολική ανακαίνιση του γηπέδου, ή για την κατασκευή νέου, αλλά στον ίδιο χώρο. «Φοβάμαι πως, αν φύγουμε από ‘δω, θα χάσουμε το dna μας, η Τούμπα είναι ο ΠΑΟΚ», είχε τονίσει πριν από μερικούς μήνες. Το ίδιο πιστεύει και η συντριπτική πλειονότητα των οπαδών. Γύρω από την Τούμπα περιστρέφονται όλοι οι μύθοι -στα σύνορα της πραγματικότητας με την υπερβολή- που συνοδεύουν τον λαοφιλή σύλλογο. Οπως εκείνος που αναφέρει ότι, στο γκολ του Γκουερίνο που χάρισε στον ΠΑΟΚ το Πρωτάθλημα του 1976, οι ιαχές των θεατών ακούστηκαν στην Κατερίνη.