Το νέο δημοσιονομικό τοπίο στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί η χώρα από το 2025 μέχρι και το 2033 προσδιόρισε ο Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος για πρώτη φορά ξεκαθάρισε τόσο ανοιχτά ότι «περιθώρια για παροχές και επιδόματα από τα υπερέσοδα του προυπολογισμού, πλέον δεν υπάρχουν».
Και αυτό γιατί οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες (το νέο Μάαστριχτ) που συμφωνήθηκαν ανάμεσα στα κράτη μέλη της ευρωζώνης και εξειδικεύθηκαν για την Ελλάδα μεταξύ της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οδηγούν σε ένα βασικό στόχο, που επιβάλλει κάθε χρόνο το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης να μην ξεπερνά το 1,5% του ΑΕΠ (ο οποίος θεωρείται απόλυτα εφικτός).
Ταυτόχρονα όμως, όσα έσοδα περισσεύουν προβλέπεται να μπαίνουν σε ένα ειδικό λογαριασμό, ένα νέο «μαξιλάρι», το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε χρονιές στασιμότητας ή σε έκτακτα γεγονότα όπως η πανδημία, ο πόλεμος και οι φυσικές καταστροφές.
Επιπροσθέτως, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ενημερώνοντας τα μέλη των Διαρκών Επιτροπών Ευρωπαϊκών και Οικονομικών Υποθέσεων και απευθυνόμενος σε όλα τα κόμματα, ανέφερε ότι το 2033 οι αναβαλλόμενοι τόκοι των επίσημων δανείων που πήρε η Ελλάδα από το πρώτο μνημόνιο (GLF) και το δεύτερο μνημόνιο (δάνεια ESM), τα οποία είχαν περίοδο χάριτος, θα προστεθούν στο χρέος.
Οι τόκοι αυτοί αναμένεται να φτάσουν σε εννέα χρόνια από σήμερα τα 25 δισ. ευρώ(!) και μπορεί να μη ληφθούν υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημοσίου χρέους, αλλά θα πρέπει σταδιακά να αποπληρωθούν.
Ο συνδυασμός αυτός, κατά τον υπουργό, δεν αφήνει περιθώρια «λοξοδρόμησης» της οικονομικής πολιτικής, και πολύ περισσότερο αλόγιστων μέτρων και παροχών, όπως πιέζει η αντιπολίτευση.
Οι νέοι κανόνες έχουν ήδη συμφωνηθεί μεταξύ του Συμβουλίου των Υπουργών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απομένει η τυπική ψήφισή τους από την ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου εντός του Απριλίου. Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικοί προϋπολογισμοί του 2025 θα διέπονται από το νέο πλαίσιο, που αντικαθιστά τους κανόνες που ισχύουν σήμερα, η εφαρμογή των οποίων, όπως εξήγησε ο κ. Χατζηδάκης, θα έθετε πολύ υψηλές και μη ρεαλιστικές απαιτήσεις μείωσης του δημόσιου χρέους για αρκετά κράτη-μέλη. Ενδεικτικά, για την Ελλάδα θα σήμαινε ετήσια μείωση του χρέους κατά 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια.
Η ελληνική θέση στη διαπραγμάτευση βασίστηκε στην παραδοχή ότι οι στόχοι της δημοσιονομικής σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης είναι αλληλένδετοι και συμπληρωματικοί. «Επιδιώξαμε μια συμφωνία που να διασφαλίζει τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, χωρίς όμως να θέτει υπέρμετρους και άκαμπτους περιορισμούς, που θα απειλούσαν την ανάκαμψη. Είπαμε ναι σε ξεκάθαρους δημοσιονομικούς κανόνες, όχι σε ζουρλομανδύα» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηδάκης.
Το «καταστατικό» του νέου Μάαστριχτ
Με το νέο πλαίσιο, οι βασικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ) παραμένουν αμετάβλητες, ωστόσο επέρχονται σημαντικές αλλαγές στο προληπτικό και το διορθωτικό σκέλος:
♦ Δημοσιονομικοί στόχοι με βάση τις δαπάνες και όχι το δημοσιονομικό ισοζύγιο. Οι ετήσιες δαπάνες θα προσδιορίζονται σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε επίπεδο που θα διασφαλίζει τη μείωση του δημοσίου χρέους, ακόμα και σε δυσμενή σενάρια για την οικονομική ανάπτυξη (αντί για τον κανόνα έσοδα μείον έξοδα, που ισχύει σήμερα).
Καλύτερη εκτέλεση επί του στόχου δαπανών θα δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για τα επόμενα έτη. Αντίστροφα, χειρότερη εκτέλεση επί του στόχου δαπανών θα αφαιρεί χώρο από τα επόμενα έτη. Και στην περίπτωση υπέρβασης του στόχου κατά ποσοστό που ξεπερνά το 0,3% του ΑΕΠ για ένα έτος ή 0,6% σωρευτικά, η ΕΕ θα μπορεί να θέσει το κράτος-μέλος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
«Είναι σημαντικό να τονίζουμε ότι αν ένα έτος πετύχουμε παραπάνω έσοδα από το προβλεπόμενο, δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να τα μοιράσουμε σε παροχές. Αλλά και αντίστροφα, αν έχουμε λιγότερα έσοδα, δεν θα είμαστε υποχρεωμένοι να προβούμε σε περικοπές δαπανών» επισήμανε ο κ. Χατζηδάκης.
«Με αυτόν τον τρόπο αποθαρρύνουμε υπέρμετρη αύξηση δαπανών σε καλές οικονομικές περιόδους –η οποία λειτουργεί πληθωριστικά– και ταυτόχρονα προστατεύουμε τις δημόσιες δαπάνες σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Δεν ξοδεύουμε τα περισσεύματα. Τα κρατάμε ώστε τις δύσκολες περιόδους να μην υπάρχει πίεση στους πολίτες όπως αυτή που υπήρξε για τους έλληνες πολίτες την προηγούμενη δεκαετία» πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομίας.
♦ Σταδιακός περιορισμός ελλειμμάτων και χρέους. Η απαιτούμενη μείωση χρέους δεν θα είναι πλέον ίδια για όλους, αλλά θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους-μέλους. Ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (πάνω από 90% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα, τίθεται η μείωση του χρέους κατά μέσο όρο 1%, υπολογιζόμενο καθ’ όλη την διάρκεια εφαρμογής του τετραετούς προγράμματος.
Επίσης, μειώνονται οι ελάχιστες απαιτήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Για την Ελλάδα το ανώτατο όριο του ελλείμματος, από 0,5-0,7% σήμερα, με τους νέους κανόνες διαμορφώνεται στο 1,5 % του ΑΕΠ. Οπως ανέφερε ο υπουργός, το 2023 ήμασταν στο 2,3% και με βάση τις τελευταίες προβλέψεις της Επιτροπής το 2024 θα είμαστε στο 1,3%, δηλαδή κάτω από το όριο που τίθεται.
Ετσι, καθίστανται πιο ξεκάθαρες οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες ενεργοποίησης της «γενικής ρήτρας διαφυγής», όπως αυτή που εφαρμόστηκε την περίοδο της πανδημίας. Παράλληλα θεσπίζεται και μια νέα «ειδική εθνική ρήτρα», την οποία θα μπορούν να επικαλεστούν οι εθνικές κυβερνήσεις όταν αντιμετωπίζουν εξαιρετικές περιστάσεις, που βρίσκονται εκτός του ελέγχου τους και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά τους.
Τι ζήτησε και πήρε η Ελλάδα
Το νέο πλαίσιο περιλαμβάνει δύο ρυθμίσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα:
- Ικανοποιήθηκε το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών. Αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις στην άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεών του στην άμυνα, οι δαπάνες αυτές να μη λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. «Τονίζω ότι μιλάμε για επενδύσεις. Δεν θα είναι επιλέξιμη ας πούμε η μισθοδοσία των Ενόπλων Δυνάμεων», σημείωσε ο υπουργός.
- Εξασφαλίζεται ότι η καταγραφή των αναβαλλόμενων τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος το 2033, η οποία αναμένεται να φτάσει τα 25 δισ. ευρώ, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημοσίου χρέους όσον αφορά την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.