Η περίφημη Μόστρα της Βενετίας αποτελούσε ανέκαθεν σημείο «ταινιών που στη συνέχεια κυριαρχούν στα Οσκαρ, καθώς στο Λίντο προβάλλονται οι πιο «καλλιτεχνικά φιλόδοξες» από τις αμερικανικές παραγωγές, αναφέρει σε άρθρο της η Αριάνα Φίνος της ιταλικής La Repubblica.
Φέτος η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών πρόκειται να δώσει το παρών, για πρώτη φορά, στη Γαληνοτάτη, με μια σειρά από εκδηλώσεις, αναγνωρίζοντας, έτσι, σύμφωνα με τον Ρομπέρτο Τσικούτο, πρόεδρο της Biennale της Βενετίας, τον «κεντρικό ρόλο του Φεστιβάλ στην ανάδειξη των ποιοτικών ταινιών γενικά και των αμερικανικών ταινιών ειδικότερα».
Ωστόσο στο 79ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (31 Αυγούστου-10 Σεπτεμβρίου) πρόκειται να αναδειχθεί η «σκοτεινή πλευρά» των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής – και του Χόλιγουντ – ως «βιομηχανία παραγωγής περισσότερο εφιαλτών παρά ονείρων», γράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος.
Η αρχή θα γίνει με το «Blonde», μια ταινία για τη θρυλική Μέριλιν Μονρόε, την οποία ο σκηνοθέτης της, Αντριου Ντόμινικ, χαρακτηρίζει ως «μαύρο παραμύθι και συναισθηματικό εφιάλτη» ενώ η Τζόις Κάρολ Οουτς, συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου στο οποίο βασίζεται, περιγράφει ως «ένα έργο στο οποίο κυριαρχεί μια ένταση τρόμου».
Το «Blonde» παρουσιάζει τη ζωή και το τέλος της Μέριλιν Μονρόε και πρόκειται να συζητηθεί στη Βενετία «όχι μόνον για την πρωταγωνίστριά του με την κουβανέζικη προφορά, την υπέροχη Ανα ντε Αρμας, αλλά και για ορισμένες καταστάσεις, περιλαμβανομένης και μιας σημαντικά βίαιης σκηνής βιασμού», αναφέρει η Αριάνα Φίνος από τη πλευρά της. Αναφερόμενη στο βιβλίο, κάνει λόγο για ένα «πολύπτυχο και ακριβές πορτρέτο» μιας γυναίκας που παρέμεινε πιστή στον εαυτό της και επιδίωξε μια τελειότητα που αποτέλεσε συγχρόνως μια «απεγνωσμένη» προσπάθεια προάσπισης της αξιοπρέπειάς της και αναγνώρισης του ταλέντου της. Φόντο της ταινίας αποτελεί «η Αμερική της δεκαετίας του 1950 και ο απεχθής μύθος του Χόλιγουντ που απαθανάτισε αλλά και θυσίασε τη ζωή μιας γυναίκας, της Νόρμα Τζιν Μόρτενσον Μπέικερ, ηλικίας 36 ετών» η οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια πριν από εξήντα χρόνια, τον Αυγουστο του 1962, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Τη σκληρή πλευρά του αμερικανικού ονείρου αναδεικνύει και η παραβολή ενός λαντζιέρη από το Τέξας που εγκαταλείπει την πατρίδα του με σκοπό να αρχίσει μια νέα ζωή σε μια σκοτεινή και εχθρική Νέα Υόρκη. «Ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου» του 1969 που σκηνοθέτησε ο βρετανός Τζον Σλένσιτζερ και κέρδισε τρία Οσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου) επιστρέφει στη Μόστρα της Βενετίας μέσω του «Desperate Souls, Dark City and the Legend of Midnight Cowboy», ενός ντοκιμαντέρ της Νάνσι Μπούιρσκι που εστιάζει στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του «Μπακ» (Τζον Βόιτ) και του «Ρίτσο» (Ντάστιν Χόφμαν), δύο απόκληρων της κοινωνίας και της ζωής που ενώνουν τις δυνάμεις τους για να επιβιώσουν.
Σκοτεινό είναι σίγουρα και το ντοκιμαντέρ «All the Βeauty And the Βloodshed» (Ολη η Ομορφιά και η Αιματοχυσία) της Λόρα Πόιτρας για την αμερικανίδα φωτογράφο και ακτιβίστρια Ναν Γκόλντιν (αναμένεται, μάλιστα, να δώσει το παρόν στην προβολή της ταινίας στη Βενετία) και στις προσπάθειες που κατέβαλε, ούτως ώστε να λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη η διαβόητη οικογένεια Σάκλερ (της Purdue Pharma και του OxyContin) για τον ρόλο της στην κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια της 79ης κινηματογραφικής Μόστρας της Βενετίας πρόκειται να προβληθεί και το «Perl», τo prequel του «X: A Sexy Horror Story», του εμπνευσμένου θρίλερ που σου κόβει την ανάσα του τριαντάχρονου Τι Γουέστ. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1920 και εστιάζει στο πώς μια νεαρή επαρχιώτισσα (την υποδύεται η Μία Γκοθ, όπως και στο «X») που ονειρευόταν το Χόλιγουντ μετατράπηκε σε στυγνή δολοφόνο. «Είναι η ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που θέλει απεγνωσμένα μια διαφορετική ζωή, παρόμοια με αυτή που είδε στον κινηματογράφο: δίχως δράματα, απομόνωση, καταστολή και αρρώστιες, αλλά πολυτελή, συναρπαστική και γεμάτη αγάπη. Η ταινία προέκυψε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι ωραίο να τη φέρνουμε στην αίθουσα και μαζί της τη στιγμή που οι υπέροχες παιδικές αντιλήψεις για τον κόσμο μπορούν ακόμα να είναι δικές μας, όσο τρελές κι αν είναι», ανέφερε σχετικά ο σκηνοθέτης.