Τον περασμένο Νοέμβριο η Γιανγκσού FC κατέκτησε τον τίτλο για πρώτη φορά στην ιστορία της (ιδρύθηκε το 1994), θριαμβεύοντας στον διπλό τελικό επί της Γκουανγκζού Εβεργκραντ: της ομάδας που είχε «σαρώσει» οκτώ πρωταθλήματα Κίνας στα εννέα προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα με το Forbes, το 2015 ήταν ο τέταρτος πλουσιότερος σύλλογος της χώρας, με τη συνολική αξία των παικτών της να ανέρχεται σε 144 εκατομμύρια δολάρια. Κανείς δεν περίμενε ότι πριν από λίγες μέρες θα ανακοίνωνε παύση εργασιών, λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Η «φούσκα» του κινεζικού ποδοσφαίρου έσκασε με κρότο. Τόσο μεγάλο, όσο και το όνομα της ιδιοκτήτριας εταιρείας της Γιανγκσού. Η Σουνίνγκ, μεγαλομέτοχος και της ιταλικής Ιντερ, είναι ένας γίγαντας του λιανικού εμπορίου στην Κίνα, με τεράστιο δίκτυο καταστημάτων σε όλες τις μεγάλες πόλεις και κύκλο εργασιών που υπερβαίνει το δισεκατομμύριο (δολάρια). Κι όμως, εδώ και έξι μήνες έχει αποφασίσει πως πρέπει να… ξεφορτωθεί τον σύλλογο που εντυπωσίαζε με τις επιδόσεις του στα γήπεδα την περασμένη σεζόν. Αναζήτησε αγοραστή, δεν τον βρήκε, και την 1η Μαρτίου έβαλε «λουκέτο» σε όλες του τις δραστηριότητες. Χωρίς να κάνει κάποια εξαίρεση για τη (χαμηλού κόστους) γυναικεία ομάδα, πρωταθλήτρια του 2019.
Είχε κλείσει την κάνουλα της χρηματοδότησης από καιρό. Οι παίκτες της Γιανγκσού κάλπαζαν προς τον τίτλο, απλήρωτοι επί μήνες. Τώρα, ο όμιλος είναι πρόθυμος να παραχωρήσει την κορυφαία ομάδα του κινεζικού πρωταθλήματος έναντι συμβολικού τιμήματος -για ένα σεντ- αρκεί οι νέοι ιδιοκτήτες να αναλάβουν τα χρέη του συλλόγου, που ανέρχονται σε 70 εκατομμύρια ευρώ. Εάν δεν υπάρξουν ενδιαφερόμενοι μέσα στον μήνα, η Γιανγκσού θα διαλυθεί, και η νέα ποδοσφαιρική σεζόν στην Κίνα θα αρχίσει (στις 3 Απριλίου) χωρίς την πρωταθλήτρια της προηγούμενης.
Η επένδυση της Σουνίνγκ στο κινεζικό ποδόσφαιρο είχε αρχίσει στις 21 Δεκεμβρίου του 2015, με την εξαγορά της Γιανγκσού, και ήταν ιδιαιτέρως δυναμική από την πρώτη στιγμή. Μερικές μέρες μετά, στη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου (2016), η ομάδα δαπάνησε πάνω από 50 εκατ. ευρώ για να αποκτήσει τον Αλεξ Τεσέιρα από τη Σαχτάρ Ντόνετσκ, τον οποίο διεκδικούσε και η Λίβερπουλ, και άλλα 30 εκατ. ευρώ για τον Ραμίρες της Τσέλσι. Το καλοκαίρι του 2017 είχε προσλάβει για προπονητή της τον Φάμπιο Καπέλο, ενώ τον Ιούλιο του 2019, το deal για τον Γκάρεθ Μπέιλ χάλασε την τελευταία στιγμή.
Ακόμη κι αν δεν είχε εμφανιστεί ο κορονοϊός, που επηρέασε δραματικά τα οικονομικά δεδομένα, η Γιανγκσού και πολλοί άλλοι κινεζικοί σύλλογοι δεν είχαν κάνει τους λογαριασμούς τους σωστά. Τα έσοδά τους ήταν αδύνατο να ισοσκελίσουν τα αδιανόητα ποσά που σκορπούσαν για να προσελκύσουν διάσημους παίκτες και προπονητές από την Ευρώπη. Στο 62.000 θέσεων γήπεδο της Γιανγκσού, για παράδειγμα, οι θεατές κάθε αγώνα δεν ξεπερνούσαν τους 27.000, κατά μέσον όρο. Το ίδιο συνέβαινε, λίγο ως πολύ, και με τις υπόλοιπες ομάδες. Ούτε τα χρήματα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ή τις χορηγίες, ήταν αρκετά για να χρηματοδοτήσουν τόσο ακριβά πρότζεκτ. Οι Κινέζοι καθυστερούσαν να εντάξουν την μπάλα στα ενδιαφέροντά τους, και οι ιδιοκτήτες των συλλόγων έπρεπε να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν -και είναι- η αλλαγή στάσης της κινεζικής κυβέρνησης, που πριν από μια δεκαετία είχε ενθαρρύνει τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους να επενδύσουν… με φόρα στο ποδόσφαιρο. Ο Πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, που ονειρεύεται τη χώρα του υπερδύναμη (και) στο διεθνές φουτμπόλ, πάτησε το φρένο του εξορθολογισμού. Οι σύλλογοι δαπανούσαν κάθε χρόνο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, και το 80% των χρημάτων κατέληγε στις τσέπες ξένων -παικτών, προπονητών και ατζέντηδων- χωρίς να υπάρχει αξιόλογη παραγωγή ντόπιων αθλητών. Ετσι, επιβλήθηκε φόρος επί των μεταγραφών, που έφτανε το 100% της αξίας τους. Κι από εφέτος, ισχύει και ένα είδος salary cap: σε κάθε νέο συμβόλαιο που υπογράφεται, οι ετήσιες αποδοχές δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα 3 εκατ. ευρώ. Πριν από τέσσερα χρόνια, τόσα κέρδιζε ο Κάρλος Τέβες το μήνα.
Το σκεπτικό είναι τώρα, οι επενδύσεις να στραφούν στα σχολεία, στις ακαδημίες των επαγγελματικών ομάδων και στα ερασιτεχνικά σωματεία, ώστε η Κίνα να αρχίσει να βγάζει δικούς της ποδοσφαιριστές. Για τον ίδιο λόγο, οι οδηγίες προς τους κινέζους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο διεθνές ποδόσφαιρο είναι να μειώσουν δραστικά τη χρηματοδότηση ξένων ομάδων. Ετσι εξηγείται η απόφαση της Σουνίνγκ να πουλήσει το πακέτο μετοχών (70%) που κατέχει στην Ιντερ, την ομάδα που φαντάζει ως το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου faστην Ιταλία. Το 2017, πάνω από 20 ευρωπαϊκά club ανήκαν -εν μέρει ή εξ’ ολοκλήρου- σε Κινέζους. Σήμερα ο αριθμός τους έχει πέσει στο μισό.
Αυτό που συνέβη στην πρωταθλήτρια Κίνας είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου. Η Τζιαντζίν Τάιγκερς οδηγείται σε πτώχευση, αφού ο χρηματοδότης της, η εταιρεία ενέργειας TEDA, την εγκατέλειψε. Η Τιανχάι, ομάδα της ίδιας πόλης, από την οποία πέρασαν ο Φάμπιο Καναβάρο, ο Αλεξάντρε Πάτο και ο Αξελ Βίτσελ, έχει «βαρέσει κανόνι» από πέρυσι. Η Σάντονγκ Λουνένγκ αποβλήθηκε από το ασιατικό Τσάμπιονς Λιγκ λόγω οφειλών σε πρώην παίκτες της. Μια ντουζίνα ομάδες των επαγγελματικών κατηγοριών του κινεζικού ποδοσφαίρου έχουν, ήδη, διαλυθεί.
Ολοι μιλούσαν για μια «φούσκα» που ήταν θέμα χρόνου να σκάσει. Ο κορονοϊός, απλώς, επιτάχυνε μια αναμενόμενη εξέλιξη.