Στη γεμάτη από ακραία πάθη πρωτεύουσα του ιταλικού Νότου, ο Μαουρίτσιο Σάρι ήταν κάτι σαν λαϊκός ήρωας. Ενα φτωχόπαιδο (γιος εργάτη σε χαλυβουργική εταιρεία), γέννημα – θρέμμα της Νάπολης και αυτοδίδακτος προπονητής, ο πρώτος άνθρωπος μετά τον Ντιέγκο Μαραντόνα που έκανε τους φιλάθλους της πόλης να ονειρευτούν ξανά πως η ομάδα τους θα μπορούσε να απειλήσει την κυριαρχία της Γιουβέντους στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Το 2017-2018, λίγο έλειψε να της αρπάξει το «στέμμα» μέσα από τα χέρια. Δεν τα κατάφερε, όμως τόσο καλή μπάλα είχε να παίξει από την εποχή του «Ντιεγκίτο». Σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Το απόγευμα της Κυριακής, ο έρωτας των Ναπολιτάνων για τον Σάρι μετατράπηκε σε απύθμενο μίσος. Τους είχε προειδοποιήσει ότι «ενδέχεται να τους στενοχωρήσει», αμέσως μετά την κατάκτηση του Europa League με την Τσέλσι (29 Μαΐου στο Μπακού), όμως κανείς τους δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο πολέμαρχος στις μάχες τους με τη «Γηραιά Κυρία» θα δεχόταν να δουλέψει γι’ αυτήν. Η αντίδραση για την «προδοσία» ήταν άμεση. Η επιγραφή που είχε τοποθετηθεί προς τιμήν του σε κεντρικό δρόμο της Μπανιόλι -της γειτονιάς στην οποία γεννήθηκε- ξηλώθηκε από ομάδα ακτιβιστών, που ανέβασαν στο Facebook το ακόλουθο μανιφέστο:
«Ποτέ δεν θέλαμε να μπλέξουμε την πολιτική με τον οπαδισμό, όμως ραγίζει η καρδιά μας να βλέπουμε την πικρία τόσων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων κι εμείς, που εμπιστεύτηκαν κάποιον για να συνεχίσουν να πιστεύουν στο ποδόσφαιρο. Μια πίστη, που συχνά καταρρίπτεται από τους νόμους της αγοράς. Πριν από τρία καλοκαίρια (το ζήσαμε) με τον Ιγκουαΐν. Τώρα με τον Σάρι. Ετσι θα είναι το ποδόσφαιρο πια (όπως η πολιτική); Πότε θα αποφασίσουμε να μην είμαστε, πλέον, πελάτες – εξαρτώμενοι, αλλά συνειδητοποιημένοι πολίτες και φίλαθλοι; Με πόσους ακόμα θα δεθούμε, κι έπειτα θα μας απογοητεύσουν με τις επιλογές τους;».
Ο Σάρι θα σκέπτεται από τώρα τις εφιαλτικές στιγμές που θα ζήσει κατά την επιστροφή του στο «Σαν Πάολο» (το γήπεδο στο οποίο δοξάστηκε), φορώντας την ασπρόμαυρη φόρμα της Γιουβέντους. Αλλά, μάλλον θα πρέπει να τον απασχολεί και η υποδοχή που θα του επιφυλάξουν οι οπαδοί των «Μπιανκονέρι». Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις 22 Απριλίου 2018, όταν -ως προπονητής της Νάπολι- απάντησε στις ύβρεις των φανατικών της «Γιούβε», υψώνοντας το μεσαίο του δάχτυλο, μέσα από το πούλμαν που προσέγγιζε το «Γιουβέντους Στάντιουμ». Αργότερα δικαιολογήθηκε πως ήταν πολύ εκνευρισμένος, επειδή δεν μπορούσε να ανάψει τσιγάρο (καπνίζει πέντε πακέτα την ημέρα), όμως δεν κατάφερε να μετριάσει τον θυμό των Γιουβεντίνων. Ούτε αυτοί θα το πίστευαν, ότι 14 μήνες αργότερα θα βρισκόταν στο δικό τους στρατόπεδο.
Κατά την τριετία 2015-2018 ο 60χρονος τεχνικός ήταν το πιο… «αντι-Γιούβε» πρόσωπο στην Ιταλία. Στις συνεντεύξεις Τύπου έλεγε συχνά πως «για να πάρουμε πέναλτι, θα πρέπει να έχουμε ασπρόμαυρες ρίγες στη φανέλα». Ηταν κι ο μόνος που τόλμησε να αμφισβητήσει, στην πράξη, την πρωτοκαθεδρία της νέας του ομάδας (με τους οκτώ διαδοχικούς τίτλους σήμερα) στο ιταλικό πρωτάθλημα. Σε εκείνο το ματς της 22ας Απριλίου 2018, μόλις πέντε αγωνιστικές πριν από το τέλος της σεζόν, η Νάπολι είχε φύγει νικήτρια από το Τορίνο (για πρώτη φορά μετά το 2009), πλησιάζοντας την κορυφή στον ένα βαθμό. Αλλά, στη συνέχεια, δύο άτυχα αποτελέσματα (στη Φλωρεντία και το Μιλάνο) στέρησαν από το καμάρι του ιταλικού Νότου το τρόπαιο που προσδοκούσε επί 28 ολόκληρα χρόνια.
Ο Σάρι είναι ο εφευρέτης του «Sarrismo». Στην Ιταλία είχε να εμφανιστεί ένας «επαναστάτης» προπονητής με καινοτόμες ιδέες από τη δεκαετία των ’80s. Το παιχνίδι της δικής του Νάπολι ήταν φουλ επιθετικό, με διαρκή κίνηση των παικτών, γρήγορες πάσες ακριβείας και ασφυκτική πίεση στον αντίπαλο – ο Πεπ Γκουαρντιόλα είχε δηλώσει ερωτευμένος με αυτή την ομάδα, όταν την είχε αντιμετωπίσει στα Κύπελλα Ευρώπης. Στα χέρια του, όλοι οι παίκτες της έγιναν καλύτεροι. Σε ‘κείνον οφείλει τη μεταγραφή του στη Γιουβέντους (έναντι 90 εκατομμυρίων ευρώ) ο Γκονσάλο Ιγκουαΐν, ο οποίος για τους Ναπολιτάνους ήταν ο προηγούμενος «προδότης». Μέχρι και ο Σάρι τον είχε κατηγορήσει για τη φυγή του.
Η ιστορία του στο ποδόσφαιρο δεν έχει προηγούμενο. Μπάλα σε υψηλό επίπεδο, δεν έπαιξε ποτέ. Μόνο στο τοπικό πρωτάθλημα. Προπονητής έγινε κατά τύχη, το 1990, όταν η ομάδα στην οποία αγωνιζόταν (η Στία, όγδοης κατηγορίας), του ζήτησε να καλύψει προσωρινά αυτό το πόστο. Ο Σάρι εξακολούθησε να προπονεί μικρές ομάδες -για πάνω από μια δεκαετία- ενώ, ταυτοχρόνως, εργαζόταν ως τραπεζικός υπάλληλος. Την προπονητική την πρωτοείδε ως προοπτική καριέρας -και της αφιερώθηκε- μόλις το 2012, όταν ανέλαβε την Εμπολι, στη Serie B. Κι άρχισε να «κάνει όνομα» ως τεχνικός το 2014, στα 55 του(!), προβιβάζοντάς την. Το 2015 διαδέχθηκε τον Ράφα Μπενίτεθ στη Νάπολι. Πέρυσι δούλεψε στην Τσέλσι, κατακτώντας τον πρώτο του τίτλο ever: το Europa League. Και τώρα, πήρε τη θέση του Μασιμιλιάνο Αλέγκρι στο Τορίνο. Μαζί με τον Κριστιάνο Ρονάλντο, θα προσπαθήσουν να ανεβάσουν την «Κυρία» στην κορυφή της Ευρώπης.
Με τον Αουρέλιο ντε Λαουρέντις, τον ιδιοκτήτη της Νάπολι, δεν χώρισαν και τόσο φιλικά. Ούτε ο Ρομάν Αμπράμοβιτς «ξετρελάθηκε» μαζί του, αν και στο τέλος επιχείρησε να τον κρατήσει στην Τσέλσι. Ο Σάρι είναι ένας πολύ ιδιαίτερος και παράξενος άνθρωπος. Σιχαίνεται τα κοστούμια, καπνίζει σαν φουγάρο, μπορεί να πιεί δέκα εσπρεσάκια στη διάρκεια μιας προπόνησης, δεν προσέχει τα λόγια του και δεν τον νοιάζει να είναι «καθωσπρέπει». Ο… τσάρος της Τσέλσι παραπονιόταν στους συνεργάτες του ότι τραυματίζει την αισθητική του συλλόγου. Αν το έκανε στη νεόπλουτη ομάδα του Λονδίνου, θα το κάνει, ασφαλώς, και στην αριστοκράτισσα ιταλίδα «Κυρία». Αλλά, ο Αντρέα Ανιέλι τον διάλεξε για το μυαλό του, τις ιδέες του.
«Η Νάπολι είναι η παντοτινή ομάδα της καρδιάς μου. Οπου κι αν δουλέψω μετά, όταν πια θα έχω αποσυρθεί και θα με ρωτούν πού ήμουν προπονητής, θα τους απαντώ, στη Νάπολι», είχε δηλώσει έπειτα από ‘κείνο το ντέρμπι με τη Γιουβέντους, τον Απρίλιο του 2018, όπου οι οπαδοί της εύχονταν εν χορώ να τον κάψει ο Βεζούβιος. Αλλά, όταν του χτύπησε την πόρτα η μεγαλύτερη πρόκληση της σύντομης καριέρας του, ο Σάρι τα ξέχασε όλα.