Ο ρατσισμός στη Γαλλία δεν αποτελεί άποψη, αλλά μια πραγματικότητα την οποία ο πρόεδρος Μακρόν δεν μπορεί πλέον να αγνοεί | REUTERS/ CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Η πολιτική των ταραχών και τι δεν κάνει ο Μακρόν

Oι ταραχές είναι, κατά μία έννοια, «αντιγαλλικές». Αλλά είναι και «μιμητικά γαλλικές»: τα παράπονα καταλήγουν πιο γρήγορα στον δρόμο στη Γαλλία σε σχέση με άλλες χώρες. Και αν ο Εμανουέλ Μακρόν θέλει να αντιμετωπίσει ουσιαστικά αυτή την έκρηξη «μηδενιστικού θυμού», θα πρέπει να αναγνωρίσει «την ύπαρξη ενός κοινωνικού, οικονομικού και εθνοτικού διαχωρισμού»
Protagon Team

«Προσοχή σε όσους προσφέρουν μια απλή εξήγηση για τις ταραχές σε πολυφυλετικά προάστια σε ολόκληρη τη Γαλλία» προειδοποιεί σε ανάλυσή του στο Politico ο Τζον Λίτσφιλντ, πρώην ανταποκριτής του Independent στο Παρίσι επί μια εικοσαετία.

Γράφει πως τα επεισόδια των προηγούμενων ημερών «δεν είναι, ως επί το πλείστον, πολιτικές ταραχές – αν και επηρεάζονται από, και θα οξύνουν επικίνδυνα, τη διχασμένη πολιτική της Γαλλίας». Ούτε θρησκευτικές ταραχές είναι. Μπορεί πολλοί από τους εξεγερμένους νεαρούς να αισθάνονται πως η μουσουλμανική τους ταυτότητα βάλλεται, αλλά ωθούνται από τον θυμό και όχι από τη θρησκεία τους.

Ακριβολογώντας, δεν είναι ούτε πραγματικά φυλετικές ταραχές, καθώς «η μεγάλη πλειονότητα των πολλών εκατομμυρίων σκληρά εργαζομένων κατοίκων των φυλετικά μεικτών προαστίων που περιβάλλουν τις γαλλικές πόλεις δεν συμμετέχει». Αντιθέτως, αυτοί οι άνθρωποι είναι τα κύρια θύματα της καταστροφής αυτοκινήτων, λεωφορείων, τραμ, σχολείων, βιβλιοθηκών, καταστημάτων και κοινωνικών κέντρων που σημειώθηκε στο πλαίσιο των ταραχών που ξέσπασαν μετά τον θανάσιμο πυροβολισμό ενός 17χρονου αγοριού από έναν αστυνομικό στη Ναντέρ, δυτικά του Παρισιού την προηγούμενη Τρίτη.

Οι ταραχές είναι, κατά μία έννοια, «αντιγαλλικές», αλλά είναι επίσης, εν μέρει, «μιμητικά γαλλικές. Τα παράπονα καταλήγουν πιο γρήγορα στον δρόμο στη Γαλλία σε σχέση με άλλες χώρες. Οι χειρότερες υπερβολές του κυρίως λευκού, επαρχιακού κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων το 2018-19 πλησίασαν, από την άποψη της τυφλής βίας, σε αυτά που είδαμε την τελευταία εβδομάδα» εξηγεί ο Λίτσφιλντ.

Οι ταραχές είναι επίσης σίγουρα κατά της αστυνομίας και κατά της εξουσίας γενικότερα, καθώς οι νεαροί άνδρες με καταγωγή από την Αφρική έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να έρθουν αντιμέτωποι με τις αστυνομικές αρχές σε σχέση με τους λευκούς συνομηλίκους τους. Τους τελευταίους 18 μήνες, αφού αρνήθηκαν να σταματήσουν για έλεγχο, από πυρά αστυνομικών έχασαν τη ζωή τους 17 άνθρωποι, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν αφρικανικής καταγωγής.

Αστυνομικοί δίπλα σε ένα αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο σε δρόμο του Παρισιού, τη 2α Ιουλίου, πέμπτη ημέρα των γενικευμένων ταραχών (REUTERS/Juan Medina)

Επιστρέφοντας στο παρελθόν, ο βετεράνος ανταποκριτής γράφει πως η τελευταία μεγάλη έκρηξη βίας στα προάστια των γαλλικών μητροπόλεων διήρκεσε τρεις εβδομάδες, μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 2005. Λόγω της σχετικά πιο ήρεμης Κυριακής –σε σύγκριση με τις τρομακτικές νύχτες των προηγούμενων ημερών– γίνεται ήδη λόγος για αποκλιμάκωση της κρίσης μετά από μόλις έξι ημέρες, σύμφωνα, όμως, με τον Λίτσφιλντ, «έχουν ήδη ξεπεραστεί νέα όρια».

Το 2005, οι ταραχές είχαν περιοριστεί στα προάστια. Σημειώθηκαν επιθέσεις εναντίον κτιρίων και μέσων μαζικής μεταφοράς αλλά οι συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις ήταν σχετικά περιορισμένης έκτασης, ενώ δεν σημειώθηκαν σχεδόν καθόλου λεηλασίες. Αντιθέτως, τις προηγούμενες ημέρες οι αστυνομικοί δέχθηκαν επιθέσεις με πυροτεχνήματα, βόμβες μολότοφ και κυνηγετικά όπλα, σημειώθηκαν επιδρομές σε καταστήματα και εμπορικά κέντρα, ενώ η εξέγερση επεκτάθηκε και πέρα από το αόρατο τείχος που χωρίζει τα προάστια από τις ευημερούσες πόλεις της Γαλλίας.

Σε επιδρομές επιδόθηκαν κυρίως άτομα νεαρής ηλικίας, ενώ η πιο στοχευμένη βία –περιλαμβανομένης της επίθεσης με ένα φλεγόμενο αυτοκίνητο στο σπίτι δημάρχου στα νότια προάστια του Παρισιού το βράδυ του Σαββάτου– «είναι πιο οργανωμένη και πιο σκοτεινά πολιτική», γράφει ο βρετανός δημοσιογράφος, σημειώνοντας ότι κυκλοφορούν πειστικές αναφορές για την εμπλοκή μελών του ακροαριστερού, λευκού κατά κύριο λόγο, κινήματος Black Bloc, που τα προηγούμενα χρόνια επεδίωξε να συνδεθεί με την περιθωριοποιημένη νεολαία των γαλλικών προαστίων.

Σε μεγάλο βαθμό, όμως, η τρέχουσα εξέγερση στερείται στόχων, υποστηρίζει ο Λίτσφιλντ, κάνοντας λόγο για «κραυγή οργής, μια άναρχη απόρριψη ακόμη και τοπικών μορφών διακυβέρνησης, μια πράξη πολέμου συμμοριών, μια κούρσα καταστροφής μεταξύ δυσαρεστημένων νεαρών ανδρών σε προάστια και πόλεις σε όλη τη Γαλλία».

Μια άλλη «μεγάλη και απειλητική» διαφορά από το 2005 είναι, φυσικά, το πολιτικό υπόβαθρο. Πριν από 18 χρόνια η Γαλλία ήταν μια χώρα όπου κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Κανένας εξέχων πολιτικός δεν ενθάρρυνε τις ταραχές. Λίγοι προσπάθησαν να επωφεληθούν από αυτές υπονοώντας ότι η Γαλλία βρισκόταν στα πρόθυρα ενός φυλετικού/θρησκευτικού εμφυλίου πολέμου.

Σήμερα, όμως, στη γαλλική πολιτική υπάρχει μια αδιάλλακτη ριζοσπαστική Αριστερά, ένα συγχυσμένο, μεταρρυθμιστικό Κέντρο και μια σκληροπυρηνική Ακροδεξιά, η οποία επιχειρηματολογεί με ρητώς φυλετικούς όρους.

Ο ακροαριστερός ηγέτης Ζαν-Λικ Μελανσόν και ορισμένοι από τους πιο στενούς συμμάχους του εξόργισαν ακόμη και άλλους αριστερούς πολιτικούς αρνούμενοι να καταδικάσουν τις ταραχές, ακόμη και τις λεηλασίες. «Δεν ζητώ ηρεμία, ζητώ δικαιοσύνη» είπε ο Μελανσόν (παρά το γεγονός ότι ο αστυνομικός που πυροβόλησε θανάσιμα τον 17χρονο Ναέλ κατηγορείται ήδη για ανθρωποκτονία).

Ενα ολοσχερώς κατεστραμμένο κτίριο, μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη διάρκεια νυχτερινών οδομαχιών μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας στην πόλη Ρουμπέ της βόρειας Γαλλίας, στις 30 Ιουνίου (REUTERS/Pascal Rossignol)

Την ίδια ώρα, μια ισχυρή μεν αλλά διχασμένη Ακροδεξιά πιέζει τον Μακρόν να πατάξει βίαια τους ταραχοποιούς (παρά το γεγονός ότι άλλος ένας θάνατος στη διάρκεια των ταραχών θα μπορούσε να οδηγήσει την κατάσταση εκτός ελέγχου). Οι έφηβοι στους δρόμους είναι σχεδόν όλοι Γάλλοι –και όχι μετανάστες–, ωστόσο ο αντίπαλος της Μαρίν Λεπέν, Ερίκ Ζεμούρ, έκανε λόγο για «πόλεμο με ξένους θύλακες ανάμεσά μας», με τις απόψεις του να αντηχούν ακόμη σε κύρια άρθρα της συνήθως μετρημένης και προσεκτικής στις κρίσεις της κεντροδεξιάς εφημερίδας Le Figaro.

Αλλά πέρα από τον Ζεμούρ, και η Λεπέν, όπως και άλλοι, αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι στα πολυφυλετικά προάστια ζουν εκατομμύρια σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, γεννημένοι κυρίως στη Γαλλία, χωρίς τους οποίους οι πλούσιες γαλλικές μητροπόλεις θα δυσκολεύονταν να επιβιώσουν. Φυσικά, δεν αναγνωρίζουν ούτε την αποδεδειγμένη βαναυσότητα της αστυνομίας ούτε τις φυλετικές διακρίσεις στις οποίες προβαίνουν στελέχη της που εργάζονται στα προάστια.

«Το αγόρι που πυροβολήθηκε στη Ναντέρ δεν είχε γεννηθεί ακόμη την εποχή των ταραχών του 2005. Μια νέα γενιά νέων μεγάλωσε τα τελευταία 18 χρόνια με την υποψία ή την πεποίθηση ότι μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Γαλλίας δεν θα τους δεχτεί ποτέ ως Γάλλους. Πολλοί από αυτούς τους Γάλλους θα κοιτάξουν τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας και οι προκαταλήψεις και οι φόβοι τους θα επιβεβαιωθούν ή θα ενταθούν» συνοψίζει δυσοίωνα ο Λίτσφιλντ.

Πώς θα αποκατασταθεί η ειρήνη;

Την προηγούμενη εικοσαετία οι γαλλικές κυβερνήσεις δαπάνησαν περισσότερα από τέσσερα δισ. ευρώ για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στα προάστια, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα δοθούν περισσότερα χρήματα, με στόχο «να αντιστραφεί αυτό το όργιο αυτοτραυματισμού της τελευταίας εβδομάδας. Είναι πιο δύσκολο να δούμε τι μπορεί να αντιστρέψει τη δίνη της καχυποψίας, της παρεξήγησης, της απόρριψης και του φόβου» καταλήγει ο Λίτσφιλντ, ενώ την άποψή του φαίνεται να συμμερίζεται και η Αναΐς Τζινόρι, ανταποκρίτρια της ιταλικής La Repubblica στη γαλλική πρωτεύουσα.

Στην ανταπόκρισή της σημειώνει πως «αποκατάσταση της τάξης δεν σημαίνει αποκατάσταση της ειρήνης». Εξηγεί ότι εάν ο Εμανουέλ Μακρόν θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει ουσιαστικά αυτή την τελευταία έκρηξη «μηδενιστικού θυμού», θα πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσει «την ύπαρξη ενός κοινωνικού, οικονομικού και εθνοτικού διαχωρισμού» που υφίσταται στη Γαλλία.

Πρόκειται για μια κατάσταση που διαμορφώνεται «εδώ και τουλάχιστον δύο ή τρεις γενιές Γάλλων που δεν “ενσωματώνονται” στο πλαίσιο των αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, όπως υπόσχεται το μοντέλο της République». Ο ρατσισμός στη Γαλλία «δεν αποτελεί άποψη, αλλά πραγματικότητα», όπως καταδεικνύουν οι διακρίσεις κατά τους αστυνομικούς ελέγχους, η εκπαίδευση δύο ταχυτήτων (με τα σχολεία-γκέτο στα φτωχά προάστια να υστερούν σημαντικά, από κάθε άποψη), η απουσία ίσων ευκαιριών για όσους έχουν καταγωγή από την Αφρική.

Η ιταλίδα δημοσιογράφος σημειώνει ότι στην αρχή της πρώτης θητείας του ο Μακρόν είχε αναθέσει στον πρώην κεντρώο υπουργό Ζαν-Λουί Μπορλό την κατάστρωση ενός «σχεδίου μπανλιέ». Τον Μάιο του 2018, ο Μπρολό παρουσίασε μια έκθεση στον γάλλο πρόεδρο με 19 προτάσεις, συγκεκριμένα μέτρα που εκτιμήθηκαν από πολλές οργανώσεις που εργάζονται καθημερινά στα προάστια.

Ωστόσο, ο νεαρός πρόεδρος τελικά απέρριψε τις προτάσεις με έναν ιδιαίτερα ταπεινωτικό τρόπο για τους εισηγητές των μέτρων: οι λύσεις, είχε πει ο Μακρόν, δεν μπορούν να επιβληθούν εκ των άνω από κάποιον «λευκό άνδρα». «Η τέταρτη γενιά δεν πιστεύει πλέον στην πολιτική ρητορική» είχε επισημάνει. «Πρέπει να συνεργαστούμε για να εφεύρουμε μια νέα μέθοδο και έναν νέο ρυθμό». Ωστόσο, έπειτα από μια πενταετία δεν έχει βρεθεί καμία νέα μέθοδος ούτε υπάρχει κάποιος νέος ρυθμός…