Στο βαγόνι όλοι τον αναγνωρίζουν. Και αντί να τον αγνοήσουν ή ακόμα και να τον προσβάλουν (όπως πολύ πιθανώς να συνέβαινε σήμερα εάν υπήρχε κάποιος πρωθυπουργός που δεν θα δίσταζε να μετακινείται με το μετρό) σηκώνονται όρθιοι, του δίνουν το χέρι και συστήνονται. Και ο Τσόρτσιλ αποφασίζει να μιλήσει στους πολίτες δίχως περιστροφές: οι Γάλλοι είναι έτοιμοι να συνθηκολογήσουν ενώ οι ναζιστές έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς τη Βρετανία. Πρέπει να διαπραγματευτούμε; «Never, never», «ποτέ», «ποτέ», ουρλιάζουν όλοι μαζί. Και τι πρέπει να κάνουμε τότε; «Fight», «να αγωνιστούμε».
Ηταν αυτή η στιγμή που ο εμβληματικός βρετανός πρωθυπουργός , έχοντας μπει στον πειρασμό να διαπραγματευτεί με τον Χίτλερ μέσω του Μουσολίνι, έκανε την τελική του επιλογή με αποτέλεσμα να εκφωνήσει στη συνέχεια τον περίφημο λόγο του: «Θα πολεμήσουμε στη Γαλλία, θα πολεμήσουμε στις θάλασσες και στους ωκεανούς, θα πολεμήσουμε με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση και δύναμη στον αέρα, θα υπερασπισθούμε το Νησί μας, όποιο κι αν είναι το κόστος, θα πολεμήσουμε στις ακτές, θα πολεμήσουμε στους διαδρόμους προσγείωσης, θα πολεμήσουμε στα χωράφια και στους δρόμους, θα πολεμήσουμε στους λόφους, δεν θα παραδοθούμε ποτέ»
Το παραπάνω επεισόδιο στο μετρό του εμπόλεμου Λονδίνου δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο αλλά σίγουρα θα μπορούσε να είναι αληθινό. Ο Τσόρτσιλ κινούνταν μεταξύ του Ουέστμινστερ και της πρωθυπουργικής κατοικίας αλλά συχνά περιφερόταν ανάμεσα στους απλούς Βρετανούς. Το «Darkest Hour» του Τζο Ράιτ που προβλήθηκε το φθινόπωρο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορίνο (στην Ελλάδα αναμένεται τις πρώτες εβδομάδες του 2018) αποτελεί την τέλεια συνέχεια της «Δουνκέρκης».
Εάν η ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν παρουσιάζει πειστικά την αντίδραση και την αγωνία ενός λαού και ενός στρατού όσον αφορά τις αποφάσεις (ζωής ή θανάτου) που λαμβάνει ο ηγέτης τους, τότε η ταινία του Ράιτ εστιάζει στον ίδιο τον ηγέτη. Μοναδική κοινή σκηνή στις δύο αυτές κινηματογραφικές (υπερ)παραγωγές με πρωταγωνιστή (νοερό ή πραγματικό) τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, είναι η απόβαση στις ακτές της Δουνκέρκης, με στόχο τον επαναπατρισμό των «our boys», «των αγοριών μας», σύμφωνα με τα λόγια του κατεξοχήν βρετανού πολιτικού άνδρα του περασμένου αιώνα.
Θα μπορούσε να γίνει λόγος για μια κλειστοφοβική ταινία. Αλλά υπάρχει ο εξαιρετικός Γκάρι Όλντμαν. Μέσω της ερμηνείας του, ο ταλαντούχος άγγλος ηθοποιός καταφέρνει να υπερτονίσει και την ισχύ των λόγων του Τσόρτσιλ αλλά και τη σχέση του – μια σχέση αποστασιοποιημένη και συνάμα συμπονετική – με τον λαό του.
Σίγουρα, ο Τσόρτσιλ δεν υπήρξε λαϊκιστής καθώς ήταν τέκνο της προνομιούχας Βρετανίας. Άλλωστε δεν το έκρυψε ποτέ. Αλλά γνώριζε επίσης πως η υποταγή στις ναζιστικές δυνάμεις θα ήταν καταστροφική κυρίως για τα μέλη των λαϊκών στρωμάτων. Ο Τσόρτσιλ δεν διέθετε το «χάρισμα της νηφαλιότητας» καθώς ξεκινούσε να πίνει από το πρωί. Ο Τσόρτσιλ δεν εκλέχτηκε καν από τους βρετανούς πολίτες. Αναδείχτηκε γιατί ήταν ο μοναδικός που ήταν διατεθειμένοι να στηρίξουν οι Εργατικοί για τον σχηματισμό μιας «μεγάλης συμμαχίας» με στόχο τη διάσωση της Βρετανίας, της Ευρώπης, της ανθρωπότητας από τη ναζιστική λαίλαπα.
Ο Τσόρτσιλ ήταν επίσης απόλυτα μόνος. Είχε μια αφοσιωμένη σύζυγο (στην ταινία την υποδύεται η Κρίστιν Σκοτ Τόμας) και γνώριζε ότι θα μπορούσε να βασιστεί στα παιδιά του. Τα οποία, ωστόσο, συνήθως ήταν απόντα. Πολλά από τα στελέχη του κόμματός του διαφωνούσαν με τις αποφάσεις του ενώ ο σύμμαχος Ρούζβελτ αρνούνταν να του παραδώσει τα πολεμικά αεροσκάφη τα οποία η Βρετανία είχε ήδη προπληρώσει.
Και, αναπόφευκτα, την πρώτη φορά που θα απευθυνθεί στα μέλη του βρετανικού κοινοβουλίου —«δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω πέρα από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα»— θα προκαλέσει τον τρόμο. Ο υπουργός Εξωτερικών Χάλιφαξ συνωμοτεί εναντίον του, διαπραγματευόμενος την ειρήνη (παράδοση) με τον ιταλό πρεσβευτή. Ο βασιλιάς, προσωπικός φίλος του Χάλιφαξ, σίγουρα δεν συμπαθεί τον Τσόρτσιλ. Προτείνει να συναντιούνται, βασιλιάς και πρωθυπουργός, κάθε Δευτέρα στις 4 το μεσημέρι, για να ακούσει τον Τσόρτσιλ να δηλώνει πως «εκείνη την ώρα κοιμάμαι, δουλεύω το βράδυ». Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος ο μεγαλειότατος θα (κάνει το λάθος να) ρωτήσει «πώς μπορείτε και πάντα πίνετε, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας;». «Practice», «εξάσκηση», ήταν η απάντηση του Τσόρτσιλ. Αλλά υπήρξε εκείνος, ο τραυλός βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ’, που τον έπεισε να ακούσει τον βρετανικό λαό, στηρίζοντας την απόφασή του να μην παραδώσει τα όπλα.
Πέρα από τους παρευρισκόμενους εκείνη την ημέρα στην Βουλή των Κοινοτήτων, οι περισσότεροι Βρετανοί και Αμερικανοί άκουσαν για πρώτη φορά την ομιλία του πολλά χρόνια μετά
Υπάρχει, όμως, μια αξιοσημείωτη ιστορική λεπτομέρεια που πρέπει να επισημανθεί. Οταν ο Τσόρτσιλ εισήλθε στη Βουλή των Κοινοτήτων την 4η Ιουνίου του 1940 είχε, όντως, πολλά να πει. Παρά το «θαύμα» της Δουνκέρκης, όλοι γνώριζαν πως οι περί τους 380.000 στρατιώτες που διασώθηκαν, όφειλαν τη ζωή τους κυρίως στην απόφαση των Γερμανών να μην συνεχίσουν τις επιχειρήσεις εναντίον τους. Σε μερικές ημέρες τα ναζιστικά στρατεύματα επρόκειτο να εισέλθουν στο Παρίσι και ο Τσόρτσιλ ήταν αναγκασμένος να προετοιμάσει τους Βρετανούς για την πτώση της Γαλλίας. Συγχρόνως επιδίωκε να τραβήξει την προσοχή του απρόθυμου συμμάχου του πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το αποτέλεσμα ήταν να εκφωνήσει τον εμβληματικό λόγο του για την ανάγκη «να πολεμήσουμε» στη Γαλλία, σε θάλασσες και ωκεανούς, στους αιθέρες, στα χωράφια και στους δρόμους, στους λόφους, παντού, και να μην «παραδοθούμε ποτέ».
Η ομιλία αυτή έχει συμπεριληφθεί σε αμέτρητα ντοκιμαντέρ ενώ πολλές είναι και οι φορές που έχει αναπαραχθεί σε κινηματογραφικές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της πολυαναμενόμενης ταινίας του Τζο Ράιτ. Αποτελεί, ωστόσο, γεγονός —μας πληροφορεί το Smithsonian.com— πως τα λόγια του χαρισματικού ηγέτη, αντί να τονώσουν τo ηθικό των Βρετανών, τελικά αποθάρρυναν αρκετούς.
Είναι επίσης πιθανό να μην ήταν οι Βρετανοί οι επιθυμητοί παραλήπτες αλλά οι Αμερικανοί που έως τότε παρέμεναν απλοί παρατηρητές του πολέμου. Αλλά το πιο εντυπωσιακό, όσον αφορά την ιστορική μνήμη, είναι το ότι ο λόγος του Τσόρτσιλ δεν μεταδόθηκε απευθείας από το ραδιόφωνο. Πέρα από τους παρευρισκόμενους εκείνη την ημέρα στην Βουλή των Κοινοτήτων, οι περισσότεροι Βρετανοί και Αμερικανοί άκουσαν για πρώτη φορά την ομιλία του πολλά χρόνια μετά.