Τη λέξη «normalisering», τη συναντά ο αναγνώστης όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, στα παραδοσιακά σουηδικά ΜΜΕ και τα social media. Στα ελληνικά, η λέξη σημαίνει «ομαλοποίηση». Αρχισε κυρίως να χρησιμοποιείται, μετά την άνοδο των ποσοστών των ακροδεξιών του κόμματος «Σουηδοί Δημοκράτες» στις τελευταίες εκλογές, για να αποδώσει (και να κριτικάρει ταυτόχρονα) την αποδοχή από τα media, της ρατσιστικής τους ρητορείας. Κάθε φορά που κάποια Μέσα του «αστικού χώρου», όπως τα λένε εδώ, έως και φυσιολογικά, δίνουν χώρο ή αναπαράγουν τα ρατσιστικά τσιτάτα και στερεότυπα των «Σουηδών Δημοκρατών», η λέξη «normalisering” συνοδεύει την κριτική. Τελευταία, μια ενέργεια «ομαλοποίησης» της ρατσιστικής ρητορικής τους, βρήκε πρόσφορο έδαφος στους χώρους του μετρό της Στοκχόλμης και ξεσήκωσε πραγματική θύελλα αντιδράσεων.
Στα πλαίσια του “normalisering”- για κάτι τέτοιο κατηγορήθηκε η επιχείρηση- δέχθηκε να φιλοξενήσει, επί χρήμασι, εννοείται, στους χώρους του μετρό, μεγάλα μπάνερ και διαφημιστικές αφίσες του ακροδεξιού – εθνικιστικού κόμματος, με τα οποία στοχοποιούσαν τους Ρομά. Κυρίως του επαίτες που προέρχονται από τη Ρουμανία και τα τελευταία χρόνια, με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ, ο αριθμός έχεις αυξηθεί. Με διάφορα πομπώδη συνθήματα όπως: «Συγγνώμη. Ελπίζουμε του χρόνου να δείτε την πραγματική Σουηδία», γραμμένα στα αγγλικά και συνοδεία φωτογραφιών από επαίτες να κοιμούνται σε εισόδους καταστημάτων, απευθυνόταν στους τουρίστες αλλά και σε «πρόθυμους πατριώτες» εντός χώρας. Για το θέμα, ωστόσο, που είναι υπαρκτό, διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι οι συγκεκριμένοι Ρομά, αποτελούν θύματα εκμεταλλεύσεις από εγκληματικά κυκλώματα της χώρας τους. Δεξιά κόμματα της αντιπολίτευσης, έχουν προτείνει μάλιστα την ποινικοποίηση της επαιτείας, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί το φαινόμενο αλλά και να «φράξουν» την αυξανόμενη επιρροή των ακροδεξιών, που εκμεταλλευόμενοι το γεγονός, όλο και περισσότερο δηλώνουν «παρών». Ως τώρα, η κυβέρνηση δεν έχει ενδώσει αλλά το μέλλον θα δείξει πόσο θα αποκρούσει τέτοιες προτάσεις.
Αυτό λοιπόν έχει ονομαστεί εδώ ως “Normalisering”. Η ομαλοποίηση της ρατσιστικής ρητορείας, κυρίως από τα ΜΜΕ αλλά όχι μόνο. Η μετατροπή της σε κάτι «εύπεπτο» για τα ευρύ κοινό. Κάτι που θα ακούγεται νορμάλ. Που από το περιθώριο, βρίσκει πια θέση, έστω και εντός εισαγωγικών καμιά φορά, σε πρωτοσέλιδα ή σε κεντρικούς τίτλους σε ηλεκτρονικές σελίδες σοβαρών Μέσων. Κι αν στη Σουηδία, στην «ομαλοποίηση» συμμετέχουν κυρίως Μέσα που γειτνιάζουν με τη δεξιά – άρα με όλο και κάποια συμπάθεια, ή έστω ανοχή, προς την ακροδεξιά- στην Ελλάδα, δυστυχώς, το «normalisering” γίνεται όλο και περισσότερο, από Μέσα που φέρουν τη «στάμπα» του «μεσαίου χώρου» και από πολιτικούς που δηλώνουν έως και… σοσιαλδημοκράτες!
Η λέξη πρόσφυγες, αντικαθίσταται στον τίτλο από λέξεις όπως «αλλοδαποί» ή ακόμα χειρότερα, «λαθρομετανάστες». «Ψαρεύοντας» αναγνώστες στα θολά «νερά» της ακροδεξιάς και ρατσιστικής «λίμνης», μεταχειρίζονται λέξεις που σε ομαλές συνθήκες, θα αποτελούσαν, το λιγότερο, δεοντολογικά ατοπήματα. Βεβαίως, και για να μην αδικήσουμε τα Μέσα, η «ομαλοποίηση» της ρατσιστικής ρητορείας στην Ελλάδα δεν είναι ούτε τωρινό φαινόμενο ούτε αφορά αποκλειστικά αυτά. Σε μεγάλο φάσμα του πολιτικού κόσμου- εξαίρεση, φυσικά, οι ναζί που ούτε στο πολιτικό φάσμα ανήκουν ούτε αναμένει κανείς διαφορετική ρητορική- τέτοιες λέξεις έχουν γίνει προ πολλού μέρος του καθημερινού λεξιλογίου. Σε βαθμό που αρκετές φορές, δυσκολεύεσαι να βρεις τα όρια ανάμεσα σε βουλευτές των αστικών κομμάτων και ρατσιστικών σχηματισμών. Το προσφυγικό δράμα που εξελίσσεσαι (και) στην Ελλάδα, δίνει τα κατάλληλα «πατήματα». Το ποιοι τελικά ενδίδουν, φαίνεται στην πράξη. Και εκεί, επίσης, ξεχωρίζει η πραγματική δημοσιογραφία από το κιτρινισμό και τους «ντελάληδες» των ρατσιστών. Εκεί ξεχωρίζουν οι πολιτικοί από τους καιροσκόπους πολιτικάντηδες.