Εξακολουθεί να μην υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τον ακριβή αριθμό των ταινιών που επένδυσε με τη μουσική του ο Ενιο Μορικόνε κατά τη διάρκεια της 60ετούς καριέρας του: σύμφωνα με τη Wikipedia είναι περισσότερες από 400, σύμφωνα με το Hollywood Reporter περισσότερες από 500, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο περισσότερες από 450. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί γεγονός πως υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας πολυγραφότατος συνθέτης, ενώ, λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια επιρροή και την εξαιρετική ποικιλία του, το έργο του θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί τιτάνιο.
Οπως γράφει σε εκτενές άρθρο του στη Repubblica ο βραβευμένος ιταλός (με έδρα τη Νέα Υόρκη) δημοσιογράφος Φιλίπο Μπρουναμόντι, ο Ενιο Μορικόνε «έπαιρνε τα συναισθήματα και έφτιαχνε κάτι το υπερβατικό, υπό τους πυροβολισμούς της “Τριλογίας του Δολαρίου” και του “Κάποτε στη Δύση” του Σέρτζο Λεόνε ή μεταξύ των παγετώνων της Αρκτικής στην “Απειλή” του Τζον Κάρπεντερ».
Πατώντας πάνω σε αυτή την «αγνότητα των προθέσεων» του σπουδαίου ιταλού συνθέτη, το περίφημο ΜοΜΑ, όπως είναι γνωστό το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, τον τιμά και τον εξυμνεί, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, με μια αναδρομική έκθεση-προβολή περισσότερων από 35 ταινιών, που ανατρέχουν σε ολόκληρη σχεδόν την πολυετή καριέρα του, παρουσιάζοντας τις περισσότερες από τις πιο γνωστές συνθέσεις του («Σινεμά Ο Παράδεισος», «Οι Αδιάφθοροι», «Ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος», «1900» κ.ά.), μαζί με πιο τολμηρές στιλιστικά δημιουργίες του για λιγότερο γνωστές ταινίες («Ναβάχο Τζο», «Ο Εκδικητής του Διαβόλου», «Κοντά στον Κόκκινο Ηλιο»).
Οπως εξήγησε ο επιμελητής του αφιερώματος, Τζόσουα Σίγκελ, «πρόκειται για τον μεγαλύτερο φόρο τιμής που έχει αποτίσει ποτέ το MoMA σε έναν συνθέτη μουσικής για ταινίες. Με πέντε μόνο νότες –το σφύριγμα και το ουρλιαχτό του κογιότ από το “Ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος” θα αρκούσαν– ο Μορικόνε εξασφάλισε τη θέση του δίπλα στον Μπετόβεν. Η ευελιξία του ήταν το αποτέλεσμα πρωτοποριακών μουσικών πειραματισμών».
Ο Ενιο Μορικόνε γεννήθηκε στη Ρώμη τον Νοέμβριο του 1928 και τις πρώτες του συνθέσεις τις έγραψε όταν ήταν μόλις έξι ετών, χάρη στον τρομπετίστα πατέρα του ο οποίος τον μύησε στη μουσική από πολύ μικρή ηλικία.
Οπως γράφει στο άρθρο του ο Φιλίπο Μπρουναμόντι, για αρκετούς κινηματογραφιστές ο Ενιο Μορικόνε υπήρξε «η ψυχή της μουσικής που ενυπάρχει στο σώμα του κινηματογράφου», χάρη στις συνθέσεις που έγραψε για κωμωδίες, θρίλερ και ιστορικά δράματα σκηνοθετών όπως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Τέρενς Μάλικ, ο Μπράιαν ντε Πάλμα, ο Μπάρι Λέβινσον, ο Μάικ Νίκολς, ο Κουέντιν Ταραντίνο κ.ά.
Συνέθεσε μουσικές για ταινίες αθάνατες και πολύ διαφορετικές, μεταξύ των οποίων «Το Κλουβί με τις Τρελές» του Εντουάρ Μολιναρό, «Οι Αδιάφθοροι» του Μπράιαν ντε Πάλμα, το «I Basilischi» της Λίνα Βερτμίλερ και το «Frantic» του Ρομάν Πολάνσκι. Το πρώτο του Οσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής το κέρδισε το 2016, μόλις τέσσερα χρόνια πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, για τη μουσική επένδυση των «Μισητών Οκτώ» (2015) του Κουέντιν Ταραντίνο. Αλλά για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο ο ιταλός συνθέτης είχε ήδη τιμηθεί το 2007, με την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών να του απονέμει Τιμητικό Οσκαρ.
Σημεία αναφοράς του υπήρξαν ιταλοί συνθέτες όπως ο Γκοφρέντο Πετράσι, ο Κλάουντιο Μοντεβέρντι, o Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι και ο Τζοβάνι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα. «Με βάση αυτές τις “αγάπες” μου αποφάσισα να γίνω συνθέτης, αλλά δεν σκεφτόμουν τον κινηματογράφο. Η πρώτη κλήση ήρθε το ’61 από τον Λουτσάνο Σάλτσε για την ταινία “Ο Φασίστας”» είχε πει ο ίδιος ο Μορικόνε στο παρελθόν.
Είχε επίσης πει πως η σύνθεση μουσικής για ταινίες «είναι μια προσωρινή τέχνη. Λαμβάνει υπόψη το κοινό και τη βιομηχανία. Ο μουσικός στον κινηματογράφο είναι ένας ιδιότυπος μουσικός, πρέπει να ξέρει να κάνει τα πάντα, από συμφωνίες μέχρι τραγουδάκια. Τα θέματά μου είναι σαν τα παιδιά, δεν θα μπορούσα ποτέ να διαλέξω ένα και να εγκαταλείψω τα άλλα. Ενας συνθέτης υποφέρει, υποφέρει διαρκώς. Αναζητά και μετά δοκιμάζει λύσεις. Το να συντεθεί κάτι που ξεχωρίζει, συνδυάζοντας τη συνθετική αξιοπρέπεια και την απλότητας που χρειάζεται μια ταινία, δεν είναι εύκολη υπόθεση».