H Microsoft αποκτά την εταιρεία του «Call of Duty», του «World of Warcraft» και του «Candy Crush» | REUTERS/Dado Ruvic/Illustration
Επικαιρότητα

Η Microsoft αγοράζει τον κολοσσό των βιντεοπαιχνιδιών Activision-Blizzard για 69 δισ. δολάρια

Με τη μεγαλύτερη εξαγορά της ιστορίας της, ο γίγαντας από το Σιάτλ εδραιώνει τη θέση του και στον κλάδο των παιχνιδιών
Protagon Team

Σε μια εξαγορά-μαμούθ προχωρά η Microsoft η οποία ανακοίνωσε την Τρίτη την πρόθεσή της να εξαγοράσει αντί σχεδόν 69 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον αμερικανικό κολοσσό των βιντεοπαιχνιδιών Activision-Blizzard, ο οποίος έχει κυκλοφορήσει, μεταξύ άλλων, το «Call of Duty», το «World of Warcraft» και το «Candy Crush».

Εάν η συναλλαγή εγκριθεί, θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξαγορά στον τομέα των βιντεοπαιχνιδιών, πολύ μπροστά από την εξαγορά της Zynga από την Take-Two έναντι του ποσού των 12,7 δισ. δολαρίων, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα. Θα είναι επίσης η σημαντικότερη εξαγορά που θα έχει πραγματοποιήσει η Microsoft.

Με την εξαγορά, η Microsoft, η οποία έχει κυκλοφορήσει την κονσόλα Xbox, θα γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος σε κύκλο εργασιών παίκτης στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, πίσω από την κινεζική Tencent και την ιαπωνική Sony, κατασκευάστρια του PlayStation.

«Τα βιντεοπαιχνίδια είναι η πλέον δυναμική και συναρπαστική κατηγορία στον τομέα της ψυχαγωγίας σε όλες τις πλατφόρμες και θα παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των πλατφορμών των metaverse», σημείωσε ο επικεφαλής της Microsoft Σάτια Ναντέλα, σε δελτίο τύπου.

Η απόκτηση της Activision-Blizzard θα πραγματοποιηθεί με τη μορφή της εξαγοράς με μετρητά των τίτλων της Activision στην τιμή μονάδας των 95 δολαρίων ανά μετοχή, αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023.

Η μετοχή της Activision εκτοξεύτηκε περισσότερο από 37% στη Γουόλ Στριτ μετά την ανακοίνωση, στις ηλεκτρονικές συναλλαγές πριν από το άνοιγμα του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης. Λίγα λεπτά αργότερα ανεστάλη η διαπραγμάτευσή της.

Η ανακοίνωση της εξαγοράς λαμβάνει χώρα σε μια ταραχώδη περίοδο για την Activision. Ο όμιλος από την Καλιφόρνια κατηγορείται, από τις αμερικανικές Αρχές και εργαζόμενους, ότι επέτρεψε να αναπτυχθεί μια σεξιστική επιχειρηματική κουλτούρα, καθώς δεν έδρασε επαρκώς σε περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων και παρενόχλησης.