Τέτοια ποσά, ο Γίργκεν Κλοπ δεν συνηθίζει να δίνει για έναν ποδοσφαιριστή. Στα (σχεδόν) επτά χρόνια που εργάζεται στο Λίβερπουλ, μόνο τρεις παίκτες που ζήτησε, είχαν κοστίσει πάνω από 50 εκατομμύρια ευρώ: του Ναμπί Κεϊτά (63), του Αλισον Μπέκερ (65) και του Βίρχιλ φαν Ντάικ (85). Η απόκτηση του Ντάργουιν Νούνιες, από την Μπενφίκα, η οποία ανακοινώθηκε την Τρίτη, ξένισε πολλούς. Μόλις ο ουρουγουανός επιθετικός συμπληρώσει 60 εμφανίσεις με τη νέα του ομάδα, θα γίνει, αυτομάτως, η ακριβότερη μεταγραφή στα χρονικά των «Reds» (90 εκατ. ευρώ). Κι αν επιτευχθούν και οι στόχοι που προβλέπονται στη συμφωνία, ο τελικός λογαριασμός θα φτάσει τα 100 εκατ. ευρώ.
Αλλά και οι αποδοχές του λατινοαμερικανού «άσου» (48 εκατ. ευρώ για έξι χρόνια), υπερβαίνουν τα «στάνταρντ» της Λίβερπουλ. Αραγε, γιατί ο γερμανός προπονητής προσυπέγραψε μια τέτοια οικονομική θυσία; Εφέτος η ομάδα του έφτασε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, διεκδίκησε τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ μέχρι την τελευταία αγωνιστική, κατέκτησε δυο τρόπαια – και όλα αυτά, κυρίως χάρη στην επιθετική της γραμμή, που… πετούσε φωτιές. Επίσης, γιατί ανέλαβε το ρίσκο να δαπανήσει τόσα χρήματα για έναν 23χρονο (θα τα κλείσει στις 24 του μήνα), ο οποίος έχει δοκιμαστεί σε υψηλό επίπεδο μόλις τις δυο τελευταίες σεζόν;
Στο πρώτο ερώτημα, η εξήγηση βρίσκεται στους τρεις τελικούς που η Λίβερπουλ έπαιξε αυτή τη σεζόν. Κέρδισε τους δύο (Κύπελλο Αγγλίας και Λιγκ Καπ) στα πέναλτι, έχασε τον τρίτο (Τσάμπιονς Λιγκ), αλλά δεν σκόραρε σε κανέναν. Δημιούργησε φάσεις -και πολλές, μάλιστα-, όμως για περίπου 330 λεπτά αδυνατούσε να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Ο Κλοπ έκρινε πως είχε έρθει η ώρα, να αποκτήσει η ομάδα του κάτι που της λείπει εδώ και πολλά χρόνια: έναν αυθεντικό «γκολτζή». Εναν φορ που θα αξιοποιεί καλύτερα αυτή την υπερπαραγωγή ευκαιριών. Αν και, ακόμη, δεν τον συνοδεύει η φήμη του Ερλινγκ Χάαλαντ, ή του Κιλιάν Εμπαπέ, ο Νούνιες έχει να επιδείξει στο σκοράρισμα, αριθμούς παρόμοιους με εκείνους του νορβηγού και του γάλλου «στράικερ». Την περασμένη σεζόν «οργίασε» με τη φανέλα της Μπενφίκα: πέτυχε 34 γκολ σε 41 ματς, σε όλες τις διοργανώσεις. Τα 6 από αυτά, στο Τσάμπιονς Λιγκ (σε 10 ματς).
Ερχόμαστε, τώρα, στο δεύτερο ερώτημα. Δυο εξαιρετικές σεζόν είναι επαρκές δείγμα, ώστε η Λίβερπουλ να καταβάλει στην Μπενφίκα τα τετραπλάσια απ’ όσα η πορτογαλική ομάδα είχε δαπανήσει το καλοκαίρι του 2020 για να τον αποκτήσει από την Αλμερία (Β’ Κατηγορίας); Η απάντηση, εδώ, είναι ένα ονοματεπώνυμο: Γίργκεν Κλοπ. Με τις μέχρι στιγμής επιτυχημένες του επιλογές, ακόμη και την εποχή που εργαζόταν στη Γερμανία, έχει κατακτήσει το δικαίωμα… να ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Τον Νούνιες τον είδε και από κοντά, στις δυο αναμετρήσεις των «Κόκκινων» με τους «Αετούς» στους «8» του Τσάμπιονς Λιγκ, και… τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. «Είναι ομορφόπαιδο, ε; Είναι νεαρός, δυναμικός, πολύ γρήγορος, ψύχραιμος όταν τελειώνει φάσεις. Θα κάνει σπουδαία καριέρα», είχε σχολιάσει τότε.
Ισως, ο Νούνιες να μην αξίζει τόσα λεφτά για αυτό που είναι σήμερα. Τα αξίζει, όμως, για αυτό που μπορεί να γίνει στα χέρια του Κλοπ, του προπονητή που ειδικεύεται στο να προσθέτει υπεραξία στους παίκτες του. Ποιος ήταν ο Σαλάχ, ο Μανέ, ακόμη και ο Λεβαντόφσκι, πριν συναντήσουν τον Γερμανό; Η περίπτωση του αιγύπτιου επιθετικού είναι το πιο τρανό παράδειγμα. Στις προηγούμενες ομάδες του (Βασιλεία, Τσέλσι, Φιορεντίνα) πάλευε για μια θέση βασικού. Μόνο στη Ρόμα είχε δείξει κάποιες από τις αρετές του. Η καριέρα του «εκτοξεύτηκε» μετά το 2017, που αφίχθη στο «Ανφιλντ». Στις δυο πρώτες του σεζόν στη Λίβερπουλ σκόραρε τόσα γκολ, όσα δεν είχε πετύχει -αθροιστικά- σε μια πενταετία. Ο Νούνιες των 34 τερμάτων έχει (θεωρητικά) πολύ καλύτερες προοπτικές από εκείνες του Σαλάχ, που δεν ξεπερνούσε τα 14-15.
Οχι, ο Κλοπ δεν αποφάσισε ξαφνικά να αλλάξει συνήθειες και να ανταγωνιστεί τη Σίτι, την Παρί, τη Ρεάλ, ή την Τσέλσι, σε μεταγραφικούς πλειστηριασμούς. Απλώς, αυτή τη φορά, το ταλέντο που αγόρασε για να «πλάσει» ήταν ακριβότερο. Η φιλοσοφία του παραμένει η ίδια, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις με τις οποίες καλωσόρισε τον Νούνιες: «Ο Ντάργουιν είναι υπέροχος παίκτης, ήδη, αλλά έχει τεράστιες δυνατότητες να γίνει ακόμη καλύτερος. Γι’ αυτό είναι τόσο συναρπαστική αυτή η μεταγραφή, για να είμαι ειλικρινής. Η ηλικία του, η επιθυμία του, η «πείνα» του να προοδεύσει, είναι πάντα τα χαρακτηριστικά που αναζητούμε… Εχουμε ένα «έργο σε εξέλιξη» με τον Ντάργουιν. Το αναγνωρίζει και ο ίδιος, σίγουρα. Μου αρέσει η συγκέντρωση και η ταπεινότητα που έχει. Υπέγραψε για πολλά χρόνια, και σκοπεύουμε να καλλιεργήσουμε το ταλέντο του, να το δούμε να μεγαλώνει».
Θα πάρει τη θέση του 30χρονου Μανέ, που αποχωρεί, και το νούμερο φανέλας (27) του Οριγκί, που αποτελεί παρελθόν. Ο Κλοπ ανανεώνει τα γρανάζια της μηχανής του, δημιουργώντας, παράλληλα, μια ομάδα με πιο μακρύ χρονικό ορίζοντα. Ο Καρβάλιο, που θα αποκτηθεί από τη Φούλαμ, είναι 19 ετών. Ο Ράμσεϊ, για τον οποίο γίνεται διαπραγμάτευση με την Αμπερντίν, 18. Ο Ελιοτ, που επιστρέφει από ένα σοβαρό τραυματισμό στον αστράγαλο, 19. Ο Αλεξάντερ – Αρνολντ, 23. Ο Κονατέ, που εφέτος κλήθηκε στην εθνική Ανδρών της Γαλλίας, 23. Ο Ντίας και ο Ζότα, 25. Ο Τσιμίκας, 26.
Ο Νούνιες είναι ένας κλασικός σέντερ-φορ, τύπου Λεβαντόφσκι, από αυτούς που σπανίζουν, πια. Ψηλός (1,87), δυνατός, με αίσθηση του χώρου και χωρίς εξαιρετική τεχνική κατάρτιση. Αλλά είναι και πολύ γρήγορος, κινητικός και ευέλικτος. Ολα αυτά που ο Κλοπ περιγράφει με την αγαπημένη του λέξη, «Fluidity». Στην Ουρουγουάη τον αποκαλούν «νέο Καβάνι» – του μοιάζει στο στιλ. Επίσης, πολύ πιο ώριμος απ’ όσο θα περίμενε κανείς από έναν στερημένο νεαρό που «έπιασε την καλή». Με τα πρώτα καλά χρήματα που έβγαλε από το ποδόσφαιρο, αγόρασε ένα σπίτι για τους γονείς του, στη γενέτειρά του. Τα λόγια του είχαν συγκινήσει: «Οταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου, που ήταν οικοδόμος, και η μητέρα μου, που μάζευε μπουκάλια, θυσιάστηκαν για μένα. Τώρα είναι η σειρά μου να κάνω κάτι για εκείνους».