Τον περασμένο Φεβρουάριο η μεταγραφή του στη Λίβερπουλ ήταν θέμα μερικών μηνών. Οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι που «φλέρταραν» μαζί του, το είχαν πάρει απόφαση. Κολακευμένος από το προσωπικό ενδιαφέρον του Γιούργκεν Κλοπ, με τον οποίο μιλούν την ίδια γλώσσα, ο 24χρονος (τα έκλεισε τον Μάρτιο) γερμανός φορ είχε πεισθεί ότι το μέλλον του βρίσκεται στο «Ανφιλντ», δίπλα στον προπονητή-δάσκαλο που απογείωσε τις καριέρες παικτών με πολύ λιγότερα προσόντα. Τότε, όμως, εμφανίστηκε ο κορονοϊός.
Η διοίκηση της Λίβερπουλ, που είχε συμφωνήσει να αποκτηθεί ο Τίμο Βέρνερ, έκανε τους λογαριασμούς της από την αρχή. Οπως έγραψε η Mirror, για να περιοριστεί η οικονομική ζημιά από το lockdown στα γήπεδα, έπρεπε να γίνουν κάποιες θυσίες. Η Λειψία απαιτούσε να εξοφληθεί η ρήτρα εξαγοράς του ποδοσφαιριστή μέχρι το τέλος Ιουνίου, όμως η εν αναμονή πρωταθλήτρια Αγγλίας δεν μπορούσε να εκταμιεύσει «εδώ και τώρα» ένα τόσο μεγάλο ποσό – σχεδόν 60 εκατομμύρια ευρώ μαζί με τις αμοιβές των ατζέντηδων και λοιπά έξοδα.
Η Τσέλσι, που έχει αποκτήσει και τον Χακίμ Ζιγές από τον Αγιαξ, εκμεταλλεύθηκε την κατάσταση και «άρπαξε» το μεγάλο ταλέντο του γερμανικού ποδοσφαίρου χάρη στην αποφασιστικότητα της διευθύντριας του συλλόγου (Μαρίνα Γκρανόφσκαγια), η οποία έχει αναλάβει υπερεξουσίες στους «Μπλε». Δεξί χέρι του Αμπράμοβιτς εδώ και πολλά χρόνια (προτού ο ρώσος μεγιστάνας εξαγοράσει τη λονδρέζικη ομάδα), ανέβασε τις μετοχές της στα ύψη το 2017, όταν έκλεισε το mega deal με τη Nike: μια χορηγία (έως το 2032), συνολικής αξίας 900 εκατομμυρίων λιρών.
Ο Βέρνερ, που θα υπογράψει πενταετές συμβόλαιο με ετήσιες αποδοχές περίπου 10 εκατ. ευρώ, δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση. Είναι «φαν» της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από παιδί, θα προτιμούσε να παίξει στη Λίβερπουλ του Κλοπ, όμως -πάνω απ’ όλα- αναζητούσε μια ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη του στο κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Οι ειδικοί «ορκίζονται» ότι το αγγλικό πρωτάθλημα του ταιριάζει. Διαθέτει δύναμη, αντοχή και -κυρίως- απίστευτη ταχύτητα. Στη Γερμανία τον αποκαλούν «Turbo Timo», επειδή τρέχει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα.
Πιστεύουν, επίσης, ότι θα είναι ο επόμενος μεγάλος «στράικερ» της Ευρώπης. Αποχαιρετά την Μπουντεσλίγκα, έχοντας σκοράρει 89 γκολ σε 220 συμμετοχές, χωρίς να αγωνίζεται σε μια ομάδα στην οποία όλοι οι άλλοι δουλεύουν γι’ αυτόν. Το αντίθετο. Πριν από τη διακοπή ήταν τρίτος στη λίστα των παικτών που είχαν μοιράσει τις περισσότερες ασίστ στο γερμανικό πρωτάθλημα.
Τα ρεκόρ του μαρτυρούν το εξαιρετικό του ταλέντο. Στην Στουτγκάρδη (εκεί γεννήθηκε) τον έβαλαν να παίξει στην U-19 προτού κλείσει τα 17. Το 2013, σε ηλικία 17 ετών, τεσσάρων μηνών και 25 ημερών, έγινε ο νεαρότερος παίκτης στα χρονικά του συλλόγου που αγωνίστηκε στην ομάδα των Ανδρών (σε προκριματικό του Europa League). Λίγο αργότερα, ο νεαρότερος σκόρερ της. Στα 18 υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο. Η εξέλιξή του υπήρξε εντυπωσιακά σταθερή. Ηταν ο πιο μικρός -σε ηλικία- ποδοσφαιριστής στην ιστορία του γερμανικού πρωταθλήματος, που συμπλήρωσε τις 50, 100, 150 και 200 συμμετοχές.
Τα μεγάλα του «άλματα» τα έκανε όταν άλλαξε σύλλογο. Τον Μάιο του 2016 η Στουτγκάρδη, που υποβιβάστηκε στην Τσβάιτελίγκα, τον πούλησε στη Λειψία, την τότε ανερχόμενη δύναμη του γερμανικού ποδοσφαίρου, η οποία είχε, μόλις, κερδίσει την προαγωγή της στην Μπουντεσλίγκα. Στην πρώτη του σεζόν (2016-2017) πέτυχε 21 τέρματα σε 31 αγώνες πρωταθλήματος. Κανένας Γερμανός δεν τον ξεπέρασε εκείνη τη χρονιά. Το εκπληκτικό ήταν, πως «έβρισκε δίχτυα» κάθε 2,6 ευκαιρίες. Τέτοια ποσοστά ευστοχίας θα τα ζήλευαν οι κορυφαίοι σκόρερ της εποχής μας. Εφέτος «χτυπά» κάθε τέσσερις προσπάθειες. Εχει πετύχει, μέχρι στιγμής, 26 γκολ σε 32 ματς πρωταθλήματος, κι άλλα τέσσερα σε οκτώ παιχνίδια του Τσάμπιονς Λιγκ.
Οι επιδόσεις του το 2016-2017 του άνοιξαν και την πόρτα της εθνικής ομάδας της Γερμανίας. Εκεί έσπασε κι άλλο ρεκόρ: του νεαρότερου γερμανού διεθνή που πέτυχε δύο γκολ σε έναν αγώνα. Με τη φανέλα των «Πάντσερ» μετρά 11 τέρματα σε 29 συμμετοχές. Αλλά η πιο μεγάλη του στιγμή ήταν όταν ο προπονητής του, Γιόαχιμ Λεβ, τον σήκωσε από τον πάγκο για να πάρει τη θέση του Μάριο Γκόμεζ. Οταν ήταν καμιά δεκαριά ετών, ο Τίμο κοιμόταν κάτω από την αφίσα του γερμανού «κανονιέρη», που στόλιζε τον τοίχο του παιδικού του δωματίου.
Οι κρίσεις πανικού που πάθαινε όταν το κοινό στις εξέδρες τον αντιμετώπιζε εχθρικά, ή όταν έχανε μια ευκαιρία που έπρεπε να κάνει γκολ, ήταν το μεγάλο του μυστικό. Το αποκάλυψε ο ίδιος, πρόπερσι, στο Focus. Μαζί, και το πώς το ξεπέρασε, με τη βοήθεια ειδικού ψυχολόγου: «Κατάλαβα πως μόνον ένας τρόπος υπάρχει, για να αναγκάσω όσους δεν με συμπαθούν να σιωπήσουν: να σκοράρω».
Αυτό, ακριβώς, κάνει, με αξιοθαύμαστη συνέπεια. Δεν είναι ο «μπαλαδόρος» που θα ξεσηκώσει τον κόσμο με μια του ενέργεια. Αλλά ξέρει, όσο λίγοι, να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα.