Οταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, η Ανγκελα Μέρκελ ήταν 35 χρόνων. Η γερμανίδα καγκελάριος έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στην Ανατολική Γερμανία, όπου μεγάλωσε, κοινωνικοποιήθηκε, σπούδασε και δραστηριοποιήθηκε αρχικά πολιτικά.
Οπως είναι φυσικό, η πτώση του Τείχους είχε καθοριστικές συνέπειες στην προσωπική της ζωή και την πολιτική της καριέρα. Μέσω της πολιτικής της ενεργοποίησης στη «Δημοκρατική Αναγέννηση», ένα δημοκρατικό κίνημα που δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1989, έγινε αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος, τον Μάρτιο του 1990, μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλoγές για τη Βουλή (Volkskammer) της Ανατολικής Γερμανίας.
Αργότερα προσχώρησε στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα CDU και, μετά την επανένωση, εξελέγη βουλευτής και ανέλαβε υπουργός Γυναικείων Θεμάτων στην κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ, ο οποίος υπήρξε και ο πολιτικός της μέντορας.
Σε συνέντευξή της στο περιοδικό Der Spiegel, η Μέρκελ επιχειρεί έναν απολογισμό σε ανθρώπινο επίπεδο των 30 χρόνων από την πτώση του Τείχους, από τη δική της σκοπιά.
Αναφέρεται στους λόγους αποξένωσης ανάμεσα σε πρώην Ανατολικογερμανούς και Δυτικογερμανούς και κάνει προβολές στο δικό της παρελθόν με πολλά στοιχεία ρεαλισμού, αλλά και χιούμορ.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει το Deutsche Welle, εκμυστηρεύεται ότι εάν δεν είχε πέσει το Τείχος, θα είχε πάρει σύνταξη πριν από πέντε χρόνια, στα 60 της, γιατί σε αυτήν την ηλικία έπαιρνε σύνταξη ο κόσμος στην Ανατολική Γερμανία, θα της είχαν επιστρέψει το διαβατήριο («ο σοσιαλισμός δεν χρειαζόταν τους ηλικιωμένους») και θα είχε κάνει πραγματικότητα το «όνειρό» της να ταξιδέψει στην Αμερική, χώρα που ποθούσε να επισκεφθεί λόγω του μεγέθους της, της ποικιλίας της, του πολιτισμού της, για να δει τα Βραχώδη Oρη, να την διασχίσει οδηγώντας αυτοκίνητο και να ακούει Μπρους Σπρίνγκστιν. «Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα αυτοκίνητα, αλλά θα έπρεπε να ήταν ένα καλύτερο από Τράμπαντ (το χαρακτηριστικό αξιολύπητο αυτοκίνητο, που είχαν οι… τυχεροί Ανατολικογερμανοί).
Η γερμανίδα καγκελάριος θυμάται ότι για τους τότε συμπολίτες της η ζωή μετά την πτώση του Τείχους δεν ήταν εύκολη. «Επρεπε να αναθεωρήσουμε τον τρόπο σκέψης. Κάποιες δεξιότητες που αναπτύξαμε στην Αανατολική Γερμανία, δεν ήταν πια τόσο σημαντικές στην ενωμένη Γερμανία». Και σχολιάζει τη δυσκολία των Δυτικογερμανών να αντιληφθούν ότι ακόμη και σε συνθήκες δικτατορίας μπορούσε κανείς να έχει μια κακονική ζωή. «Το ότι είχαμε φίλους και οικογένειες, με τους οποίους γιορτάζαμε γενέθλια και Χριστούγεννα ή μοιραζόμασταν θλιβερές στιγμές, βέβαια πάντα με κάποια εγρήγορση απέναντι στο κράτος. Αλλά το ότι δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στην Αμερική, αλλά στην Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, δεν καθόριζε την καθημερινότητά μας».
«Καμιά ανοχή σε συμπεριφορές βίας»
Για την Μέρκελ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ναι μεν η γερμανική επανένωση διαμορφώθηκε από κοινού και από τους δύο αδελφούς λαούς υπό την πολιτική δεξιοτεχνία του Χέλμουτ Κολ και λόγω της εμπιστοσύνης που έχαιρε από τους Συμμάχους, αλλά η ειρηνική επανάσταση του 1989 που οδήγησε στην 9η Νοεμβρίου, ήταν πρωτίστως έργο των Ανατολικογερμανών, «με το μεγάλο θάρρος τους».
Σήμερα ωστόσο, η χαρά της επανένωσης επισκιάζεται από την ενίσχυση της δύναμης του εθνολαϊκιστικού, και με ίχνη φασιστικής ιδεολογίας, κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Σε τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια έχει αναδειχθεί μάλιστα, πρώτη πολιτική δύναμη.
Η καγκελάριος παραδέχεται ότι, για τους Ανατολικογερμανούς εκείνης της γενιάς, η ζωή μετά την ειρηνική επανάσταση ήταν πλέον ελεύθερη, αλλά όχι ευκολότερη. «Ξέρω ότι πολλά χωριά ερήμωσαν, γιατί παιδιά και εγγόνια τα εγκατέλειψαν», λέει στο Spiegel. «Αλλά ακόμη κι αν δεν είναι κανείς ικανοποιημένος με τη δημόσια συγκοινωνία, την ιατρική περίθαλψη, με τη διοίκηση του κράτους ή συνολικά με τη δική του ζωή, δεν συνεπάγεται ότι έχει δικαίωμα στο μίσος και στην περιφρόνηση για άλλους ανθρώπους ή στη χρήση βίας. Απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές δεν υπάρχει καμιά ανοχή», λέει.
Για την ίδια, η 9η Νοεμβρίου είναι μια ευτυχής στιγμή της γερμανικής ιστορίας. «Τόσοι πολλοί άνθρωποι από το 1949 μέχρι το 1989 ονειρεύονταν την ελευθερία και ξαφνικά μπορούσαν δημόσια να μιλούν ελεύθερα. Μπορούσαμε να υψώσουμε τη φωνή μας».
Η ίδια δεν συμμερίζεται την απογοήτευση των Ανατολικογερμανών, όπως εκφράζεται μέσω της ενίσχυσης του AfD. Αλλά δεν είναι απογοητευτικό για την ίδια ότι κατά τη θητεία της ενισχύθηκε τόσο πολύ το κόμμα;
«Ζούμε εν ελευθερία, οι άνθρωποι μπορούν να εκφράζονται και να ψηφίζουν» απαντά. «Κι εγώ στην αρχή της πολιτικής μου καριέρας ήμουν μειονότητα στο CDU, και μάλιστα επί τέσσερα: ήμουν νέα, γένους θηλυκού, προτεστάντης και από την Αν. Γερμανία. Στο μεταξύ, είμαι 14 χρόνια καγκελάριος της Γερμανίας και θα πρέπει να υπηρετώ όλους τους ανθρώπους στη Γερμανία. Η υπόθεση ότι θα έπρεπε να φροντίζω κυρίως τα ζητήματα των Ανατολικογερμανών, είναι λάθος. Αλλά αυτή η σκέψη οδηγεί στην απογοήτευση. Εκείνο πάντως που εμένα μου λείπει, είναι περισσότερος διάλογος. Οι διαφορετικές εμπειρίες ζωής ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση είναι δεδομένες, Αλλά θα πρέπει να μιλούμε περισσότερο γι’ αυτές και να προσπαθούμε να καταλαβαινόμαστε.
»Η συζήτηση διεξάγεται έτσι ώστε να ορίζεται κάτι ως κοινώς αποδεκτό, το οποίο υποτίθεται ότι θέτει το όριο της ελευθερίας έκφρασης. Αλλά αυτό απλώς δεν ισχύει. Η ελευθερία έκφρασης περιλαμβάνει και την ελευθερία της αντίρρησης», δηλώνει η καγκελάριος στο περιοδικό και προσθέτει ότι ακόμη και μια θύελλα αντιδράσεων, που μπορεί να προκαλέσει μια δημόσια δήλωσή της, στην δημοκρατία είναι κάτι θεμιτό.