Προτάσεις για άνοιγμα των σχολείων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης υπάρχουν αρκετές και ιδιαίτερα σύνθετες. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχει υπάρξει ακόμη τελική συμφωνία μεταξύ των επιστημόνων και δεν έχουν κατατεθεί οι προτάσεις στην πολιτική ηγεσία (εδώ).
Η επίδραση που είχε το λουκέτο στα σχολεία στο σύνολο της μείωσης για τη μετάδοση του κορονοϊού στη χώρα μας ήταν τελικά αρκετά μικρότερη από το αναμενόμενο ποσοστό, καθώς τα παιδιά είναι γνωστό ότι μπορεί να μεταδώσουν τη νόσο, χωρίς τα ίδια να έχουν εκδηλώσει συμπτώματα.
Οι ειδικοί της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες υπολογίζουν ότι η επίδραση που είχαν τα σχολεία ήταν μόλις το 15%-20%. Μάλιστα, τα σχολεία είχαν κλείσει πρώτα, καθώς υπήρχε η υπόνοια ότι τα παιδιά είναι «σούπερ» φορείς του ιού και ενδεχομένως να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες ευρείας μετάδοσης της νόσου.
Η γνώση για τον κορονοϊό, όμως, συμπληρώνεται συνεχώς από νέες μελέτες και παρατηρήσεις και πλέον ο «ρόλος των παιδιών στη διασπορά και στη μετάδοση της νόσου δεν φαίνεται να είναι πολύ μεγάλος», όπως εξηγεί ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας.
Ο καθηγητής τοποθετήθηκε ξεκάθαρα στο υπό όρους άνοιγμα των σχολείων, σχολιάζοντας ότι η κοινωνία θα πρέπει κάποια στιγμή να ανοίξει και θα ανοίξει από τις λιγότερο ευπαθείς ομάδες, όπως είναι τα παιδιά, τα οποία «κινδυνεύουν λιγότερο».
Αυτό που προβληματίζει την επιτροπή είναι τα κριτήρια με τα οποία θα ανοίξουν τα σχολεία. Δηλαδή τις οικογένειες που υπάρχουν πίσω από το κάθε παιδί, το αν οι οικογένειες αυτές έχουν ευπαθή άτομα, αν δίνεται η ευκαιρία σε αυτά τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα παρακολούθησης των μαθημάτων τους εξ αποστάσεως, ώστε να αποφευχθεί η πιθανή έκθεση ευπαθών ομάδων, αν υπάρχει τρόπος αυτές οι ευπαθείς ομάδες να απομακρυνθούν από τον οικογενειακό περίγυρο σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον κ.λπ.
Ολες αυτές οι παράμετροι συζητούνται στην επιτροπή και τελικά ενδέχεται να ανοίξουν τα σχολεία, αλλά με παρόντες μόνο όσους μαθητές δεν θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο μέλη των οικογενειών τους. Κάτι που αυτομάτως θα επιλύσει και το πρόβλημα των αποστάσεων μέσα στις τάξεις.
Ενας ακόμη σημαντικός παράγοντας που δίνει τη δυνατότητα να ανοίξουν σχετικά άμεσα τα σχολεία είναι ένα μαθηματικό εργαλείο που εκτιμά άμεσα την επίδραση από τα σχολεία στην πορεία της επιδημικής καμπύλης, κάτι που για να αξιολογηθεί στο γενικό πληθυσμό, πρέπει να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί μετά από 14 ημέρες.
«Εχουμε δει να έχουν υιοθετηθεί αντίστοιχες στρατηγικές σε άλλες χώρες, με χειρότερους αριθμούς από τους δικούς μας. Εμένα δε με βρίσκει αντίθετο μια τέτοια στρατηγική, αλλά θα περιμένω και τη συνολική τοποθέτηση της επιτροπής. Δεν θα είναι κάποια δική μου τοποθέτηση και μόνο», συμπληρώνει ο ίδιος.
Και παρότι ο κ. Τσιόδρας κάνει θετική εισήγηση για άνοιγμα των σχολείων υπό αυστηρούς όρους, υπάρχουν μέλη τη επιτροπής που έχουν διαφορετική επιστημονική άποψη και διατηρούν πιο επιφυλακτική στάση.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Protagon, μέλη της επιτροπής εκτιμούν ότι θα πρέπει πρώτα να δηλωθούν σε κάθε σχολείο ποια παιδιά μπορούν να πάνε και ποια όχι για λόγους οικογενειακού περιβάλλοντος και να υπάρξει σχεδιασμός και ακολούθως να ανοίξουν τα σχολεία.
Μάλιστα, όπως σχολιάζουν, είμαστε χρονικά πολύ κοντά στο σημείο που ούτως ή άλλως θα έκλειναν για τρεις μήνες τα σχολεία, τι νόημα έχει να διακινδυνεύσουμε για 25 μέρες.
Επίσης, υπάρχει και ο προβληματισμός για το τι θα γίνει με αυτά τα παιδιά το καλοκαίρι, καθώς ένας μεγάλος αριθμός διέμενε με τους παππούδες του, και αν θα ήταν καλό να παραμείνει με τους γονείς μέχρι να υπάρξει αξιόπιστο τεστ αντισωμάτων.
Από την άλλη πλευρά, σίγουρα το άνοιγμα των σχολείων συνοδεύεται από ένα σημαντικό οικονομικό όφελος για κάποιες νέες οικογένειες, ανθρώπους που έχουν τις δουλειές τους και οι οποίοι έμειναν σπίτι για να προσέχουν τα παιδιά τους. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν αφορά τους σκοπούς της συγκεκριμένης επιτροπής.
«Είναι πολύ σημαντική παράμετρος, αλλά εμάς μας ενδιαφέρει περισσότερο η δημόσια υγεία και τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην επάρκεια του συστήματος υγείας και τις ευπαθείς ομάδες που θα είναι σε αυτό τον περίγυρο», εξηγεί ο κ. Τσιόδρας.
Το άνοιγμα των σχολείων είναι ένα σημαντικό θέμα, όχι μόνο για την κοινωνία και τη δημόσια υγεία, αλλά και για την οικονομία, και κάτι που απασχολεί συγχρόνως πολλές χώρες στον κόσμο, όπως γράφουν οι Financial Times.
Η κάθε χώρα λαμβάνει τα μέτρα ανάλογα με την κοινωνική δομή της και το πόσο μπορεί να απομονώσει τις ομάδες υψηλού κινδύνου από τα παιδιά, όμως υπάρχουν και άλλα κριτήρια και η διαδικασία είναι σύνθετη και μοναδική για κάθε χώρα. Επίσης, δεν έχει κανένα εγγυημένο αποτέλεσμα.
«Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ανοίξουν και τα Δημοτικά σε πολλές χώρες, ώστε να επιτρέψουν στους γονείς να πάνε στη δουλειά τους και να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας. Μάλιστα, από τη στιγμή που τα νέα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν χαμηλή μετάδοση από και προς τα παιδιά, πιθανόν θα ήταν μία καλή λύση», δηλώνει στους Financial Times η Καλυψώ Χαλκίδου, υπεύθυνη Πολιτικής Παγκόσμιας Υγείας και ερευνήτρια στο Κέντρο Παγκόσμιας Ανάπτυξης.
Προβληματισμός για τα διαλείμματα
Την επιφυλακτικότητά του για τα το διάλειμμα στα σχολεία εξέφρασε ο κ. Τσιόδρας, λέγοντας ότι είναι κάτι που θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Γι’ αυτό και ό,τι αποφασιστεί δεν θα γίνει «ελαφρά τη καρδία ή χωρίς κανόνες. Θα γίνει με κανόνες».