Η κατάληξη της συνόδου για το κλίμα ήταν ένα φιάσκο που μετατράπηκε σε μια σχεδόν επιτυχία χάρη στη διπλωματική διάλεκτο και στις εξωραϊσμένες συνεντεύξεις Τύπου.
Αποτελεί γεγονός, ωστόσο, ότι η κρίσιμη σύνοδος κορυφής για την υπερθέρμανση του πλανήτη (COP24), που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Κατοβίτσε της Πολωνίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και με τη συμμετοχή 197 χωρών, ολοκληρώθηκε δίχως να σημειωθεί καμιά σημαντική πρόοδος. Αυτήν τη φορά, ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ εμπλέκεται ελάχιστα, λιγότερο από κάθε άλλη φορά τουλάχιστον.
Επειτα από πολύωρες διαπραγματεύσεις εγκρίθηκε τελικά, αργά το βράδυ του Σαββάτου, το αποκαλούμενο «rulebook», το σύνολο των κανόνων που πρόκειται να καταστήσουν λειτουργική τη συμφωνία που επετεύχθη το 2015 στο Παρίσι. Μόνον αυτό. Επειτα από μια χρονιά που σημαδεύτηκε από ακραία καιρικά φαινόμενα και παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών επιστημόνων του ΟΗΕ, η παγκόσμια κοινότητα δεν κατάφερε να συμφωνήσει για τη δραστική και άμεση μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ανά την υφήλιο.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη μη επιτυχία της συνόδου φέρει πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Ενωση. «Ο ρόλος της ΕΕ ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικός. Γιατί δεν ανέλαβε τις ευθύνες της;» διερωτήθηκε με το πέρας της συνόδου ο ανεξάρτητος παρατηρητης Χαρτζίτ Σινγκ από την Ινδία, μέλος της ΜΚΟ Action Aid.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, αυτός ο «προασπιστής του αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής» σύμφωνα με τον ΟΗΕ, επέλεξε ή μάλλον αναγκάστηκε να μην παρευρεθεί στη σύνοδο γιατί θα ερχόταν σε εξαιρετικά άβολη θέση, δεδομένου ότι για να κατευνάσει την οργή των Κίτρινων Γιλέκων θυσίασε τον φόρο επί των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.
Η Γερμανία, παρά τη σημαντική δυναμική που παρουσιάζει το κόμμα των Πρασίνων, αλλάζοντας τα δεδομένα στη γερμανική πολιτική, εμφανίζεται τουλάχιστον διστακτική. Γιατί η σταδιακή απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα αποδεικνύεται μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία και πολλά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας εξακολουθούν να μολύνουν σε υπερβολικό, μάλιστα, βαθμό ενώ το αποκαλούμενο Dieselgate έπληξε σημαντικά το προφίλ της Volkswagen, της κατεξοχήν γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Οσον αφορά τη Βρετανία, ένας ολόκληρος λαός εξακολουθεί να βιώνει το ψυχόδραμα του Brexit και τίποτα άλλο.
Η Ευρώπη, ωστόσο, είχε στη διάθεσή της μια μοναδική ευκαιρία να καλύψει το κενό ηγεσίας που προέκυψε μετά την αποχώρηση του Μπαράκ Ομπάμα από την αμερικανική και διεθνή πολιτική σκηνή. Η σύνοδος για το κλίμα που πραγματοποιήθηκε πριν από μία τριετία στο Παρίσι, αναθερμαίνοντας τις ελπίδες πολλών για το πέρασμα από τα λόγια και από τις δεσμεύσεις στις πράξεις, θεωρείται μια προσωπική επιτυχία του αμερικανού πρώην προέδρου.
Γιατί υπήρξε εκείνος ο άνθρωπος που κατάφερε να πείσει την Κίνα και την Ινδία να αλλάξουν τη στάση τους, εγκαταλείποντας τις υπερβολικές αξιώσεις και επιδιώκοντας τη διεθνή συνεργασία.
Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε μελετήσει καλά, όπως φάνηκε, την αποτυχία της προηγούμενης συνόδου που έλαβε χώρα στην Κοπεγχάγη το 2009, όταν το κοινό μέτωπο των δύο γιγάντων της Ασίας είχε αντισταθεί με σθένος στις προτάσεις των ανεπτυγμένων χωρών, υποστηρίζοντας πως οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναλάβουν τις ίδιες υποχρεώσεις με τη Δύση και τους δύο αιώνες άκρατης βιομηχανοποίησης που επέφεραν σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές.
Ο Ομπάμα προσέγγισε πρώτα τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ ο οποίος ήταν κάθε άλλο παρά αναίσθητος στις περιβαλλοντικές ανησυχίες των εκατοντάδων εκατομμυρίων νέων μελών της αναδυόμενης κινεζικής μεσαίας τάξης. Και η Ινδία πείστηκε τελικά να συμβιβαστεί στο πλαίσιο μιας ιδέας περί κοινής ηγεσίας στην αντιμετώπιση μιας κοινής απειλής.
Το τελικό κείμενο της Συμφωνίας του Παρισιού σίγουρα δεν ήταν το ιδανικό. Το Πεκίνο, για παράδειγμα, διατηρεί το δικαίωμα να αυξάνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2030, ενώ δεν προβλέπεται και η σύσταση μιας υπερεθνικής εποπτικής αρχής που θα επιβλέπει την εφαρμογή των συμφωνηθέντων και θα επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση αθέτησής τους. Αποτέλεσε όμως ένα θαρραλέο και αισιόδοξο σημείο εκκίνησης.
Στην μετά τον Ομπάμα εποχή η Ευρώπη θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει για πολλούς λόγους. Γιατί η ευρωπαϊκή οικονομία είναι ισχυρότερη από την κινεζική, γιατί έχει ένα καταναλωτικό μοντέλο λιγότερο ενεργοβόρο σε σχέση με το αμερικανικό, γιατί καλύπτει μέσω εισαγωγών τις ενεργειακές της ανάγκες, γεγονός που την καθιστά έναν ισχυρό συνομιλητή εξαιρετικής σημασίας για τις χώρες που εξάγουν ενέργεια.
Το βασικό συμπέρασμα της συνόδου στο Κατοβίτσε είναι ότι ο πλανήτης συνεχίζει να ακολουθεί μια άκρως αρνητική πορεία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην άνοδο της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας έως και κατά 3,5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, την ώρα που ο ο ιδανικός στόχος είναι να αυξηθεί το πολύ κατά ενάμιση βαθμό, ώστε να περιοριστούν οι ζημιές. Αλλά κανένας δεν θέλησε να ασχοληθεί σοβαρά με την άκρως ανησυχητική έκθεση των επιστημόνων της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), όπως υπογράμμισε η Greenpeace.
Σχηματίστηκε ένα κοινό μέτωπο κατά της «συμμαχίας των ορυκτών καυσίμων» στην οποία συμμετέχουν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, η Βραζιλία και η Αυστραλία. Οι Ευρωπαίοι, ωστόσο, κράτησαν παθητική στάση. Σύμφωνα με τον Φεντερίκο Ραμπίνι ανταποκριτή της La Repubblica στη Νέα Υόρκη, η ΕΕ δείχνει να ανησυχεί περισσότερο για τον εξωραϊσμό μιας αποτυχίας που θάφτηκε κάτω από τις 133 σελίδες του τελικού κειμένου. Γιατί όλοι όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για τη διάσωση του πλανήτη πρέπει να αντιμετωπίσουν όχι τόσο τον Ντόναλντ Τραμπ, όσο το ζήτημα της κοινωνικής βιωσιμότητας.
Είτε πρόκειται για την οργή των Κίτρινων Γιλέκων που εξακολουθούν να απαιτούν την παραίτηση του Εμανουέλ Μακρόν είτε για τον λαϊκισμό του Ζαΐρ Μπολσονάρο και του Σι Τζινπίνγκ ή για τις ανησυχίες των ανθρακωρύχων της Πενσυλβάνιας που στηρίζουν τους Ρεπουμπλικανούς, υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής, η ιδέα, δηλαδή, ότι η προστασία του περιβάλλοντος ποινικοποιεί τρόπον τινά την ανάπτυξη και φτωχοποιεί τους ήδη φτωχούς.
Πρόκειται για μια ιδέα που μπόρεσε να επιβληθεί στη συνείδηση πολλών, πολιτικών αλλά και απλών ανθρώπων, επειδή οι θιασώτες της «πράσινης οικονομίας» παρέλειψαν να προτείνουν συγκεκριμένες και άμεσες λύσεις για όλους όσοι πρόκειται να πληγούν (ή πλήττονται ήδη) εξαιτίας της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια.
Η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.