H 25η Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών –και εν μέσω καραντίνας και των πιέσεων που ασκεί η συμβίωση μέσα σε τέσσερις τοίχους, αυτή η ημέρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Ετσι, το απόγευμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα λάβει μέρος σε μια διαδικτυακή συζήτηση, υπό τον συντονισμό της δημοσιογράφου Ελεωνόρας Μελέτη, με στελέχη του Δικτύου Δομών της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Και η σύζυγός του, Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη, γράφει άρθρο στα «Νέα» υπό τον τίτλο «Να φοβίσουμε τον φόβο, με φωνή στη σιωπή».
«Κάθε χρόνο, η 25η Νοεμβρίου αφιερώνεται στην εξάλειψη της βίας εναντίον των γυναικών. Ωστόσο δεν πρόκειται για γιορτή. Αλλά για ντροπή. Γιατί ο συμβολισμός αυτής της ημέρας αφορά μια κατάρα που συνοδεύει την ανθρωπότητα επί αιώνες, χωρίς να γνωρίζει σύνορα, λαούς ή ταξικούς διαχωρισμούς. Καθώς, μάλιστα, η οικογένεια εδραιώνεται ως βασικός πυρήνας της κοινωνικής ζωής, η έμφυλη βία μετατρέπεται, όλο και πιο συχνά, σε ενδοοικογενειακή. Και τότε τα θύματά της πολλαπλασιάζονται, αφού δίπλα στις γυναίκες απλώνεται και στα παιδιά», γράφει στην αρχή του κειμένου της η σύζυγος του Πρωθυπουργού.
Η ίδια κάνει λόγο για «μάστιγα όχι του “τρίτου” ή του “πρώτου” κόσμου. Αλλά για μια μάστιγα του “κόσμου μας” – και μάλιστα στον 21ο αιώνα».
Και μάλιστα σημειώνει τη συγκυρία με την πανδημία της Covid-19 και τις συνθήκες του lockdown που αύξησαν τα περιστατικά βίας.
«Η πανδημία του κορονοϊού βάζει, δυστυχώς, και εδώ την αρνητική σφραγίδα της, καθώς οι αναγκαστικοί περιορισμοί λειτούργησαν ως θερμοκήπιο για την ένταση του προβλήματος. Παντού ο περιορισμός των μετακινήσεων, η ανασφάλεια, το άγχος και η απομόνωση αύξησαν τα περιστατικά βίας. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι και στην Ελλάδα, στο πρώτο «απαγορευτικό», και μόνο τον Απρίλιο, έγιναν 1.070 καταγγελίες. Αριθμός τετραπλάσιος του Μαρτίου και επικεντρωμένος σε έγγαμες γυναίκες με παιδιά και κοντά στην ηλικία των 40 ετών. Είναι, νομίζω, ένα σήμα κινδύνου, ώστε το θέμα να γίνει προτεραιότητα για πολιτεία και πολίτες», τονίζει η κυρία Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη.
Και συνεχίζει: «Στις τραγικές αυτές περιπτώσεις, ο θύτης δεν ενδιαφέρεται ούτε για την καταγωγή του θύματος ούτε για τη μόρφωση ή το οικονομικό του υπόβαθρο. Σκοπός του είναι να διαλύσει την προσωπικότητα της γυναίκας. Να καταστείλει κάθε κομμάτι της δημιουργικότητάς της. Και να την καταστήσει υποχείριό του. Καθώς, μάλιστα, πολλές φορές κρύβει και ο ίδιος ένα παρελθόν προβληματικό, το αναπαράγει και το προβάλλει στο άλλο φύλο και στα παιδιά του. Και ας φαίνεται, κατά τα άλλα, ο καθημερινός γείτονας της διπλανής πόρτας… Οι συνέπειες για μια σύγχρονη χώρα είναι προφανείς: η οικονομία στερείται την πολύτιμη προσφορά ενός παραγωγικού μέρους του πληθυσμού. Η κοινωνία χάνει τη συνοχή της, καθώς διαλύονται τα οικογενειακά κύτταρά της. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας υποχωρεί δίνοντας τη θέση του σε περιθωριακές συμπεριφορές. Ενώ πληθαίνουν τα τραύματα στις επόμενες γενεές. Κυρίως, όμως, διαιωνίζεται η ανισότητα μεταξύ των πολιτών, που ναρκοθετεί κάθε πρόοδο και σε κάθε επίπεδο».
Η ίδια αναφέρεται αναλυτικά στα όσα έχουν γίνει για την αντιμετώπιση του φαινομένου, κυρίως από τη Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και την ΕΛ.ΑΣ., όμως υπογραμμίζει πως «καμία αντικοινωνική συμπεριφορά, ωστόσο, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς παρούσα την ίδια την κοινωνία. Θέση μάχης, λοιπόν, σε αυτόν τον ασύμμετρο πόλεμο πρέπει να πάρει κι ο κάθε πολίτης ξεχωριστά: στο πέπλο σιωπής γύρω από περιστατικά βίας να απαντήσει με την άμεση καταγγελία του. Στην αδιαφορία να αντιτάξει την αλληλεγγύη. Και στην αναπαραγωγή του λάθους να αντισταθεί με το σωστό παράδειγμα προς τα παιδιά και το περιβάλλον του. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, είναι καιρός η δράση του κακού να προκαλέσει την αντίδραση του καλού. Σπάζοντας την ένοχη σιγή με την ελεύθερη φωνή μας».