Τι κοινό έχει η «Μαίρη Πόπινς» του 1964 με τη σημερινή, που επέστρεψε πανηγυρικά στη μεγάλη οθόνη την περασμένη εβδομάδα; Εμφανίστηκαν και οι δύο σε μία εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών, σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο.
Αμερικανοί ακαδημαϊκοί μάλιστα, δεν θεωρούν καθόλου τυχαία τη χρονική επιλογή της επιστροφής της «Μαίρη Πόπινς» την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, του κινήματος #Metoo, της αύξησης των ρατσιστικών περιστατικών και της επανεμφάνισης των νεοναζί σε πολλές γωνιές του πλανήτη. Μπορεί οι εκπρόσωποι της Ντίσνεϊ, να δηλώνουν δημοσίως ότι απλά ήρθε η ώρα να γυριστεί η συνέχεια της εξαιρετικά επιτυχημένης ταινίας του ’64, όπου πρωταγωνιστούσε η Τζούλι Αντριους, αλλά είναι γνωστό πως κατά καιρούς, οι ταινίες του μεγάλου στούντιο πρόσφεραν, εκτός από ψυχαγωγία, και αιχμηρά πολιτικά και κοινωνικά σχόλια για τα δρώμενα της εποχής τους.
Η Μαίρη Πόπινς εμφανίζεται μια μέρα στο νοικοκυριό της οικογένειας Μπανκς ουρανοκατέβατη, χαμογελαστή και ευγενική, αλλά ταυτόχρονα αυστηρή και αποφασισμένη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να επαναφέρει την τάξη, να διαλύσει τα σύννεφα της αμφιβολίας που ταράζουν τους χαρακτήρες των βιβλίων της Πάμελα Τράβερς, από τα οποία γεννήθηκαν οι ταινίες. «Καταφθάνει για να σώσει τους Μπανκς, αλλά και όλους εμάς τους θεατές, ισορροπώντας έξοχα ανάμεσα στην αυστηρότητα και την ελαφρότητα», τονίζει η Τζόντι Αϊχλερ-Λιβάιν, καθηγήτρια αμερικανικών σπουδών και θρησκειών στο Πανεπιστήμιο Λίχαϊ της Πενσιλβάνια.
Στο σημερινό πολιτικό κλίμα, εξηγεί η ακαδημαϊκός σε άρθρο της στο Salon, πολλοί Αμερικανοί θα ήθελαν μία «Μαίρη Πόπινς» να διαλύσει το χάος και με το γνωστό της αυστηρό βλέμμα, που δεν σηκώνει αντιρρήσεις, να βάλει στη θέση τους φασίστες, ρατσιστές και τους θιασώτες της τοξικής αρρενωπότητας, όπως ο δικαστής Μπρετ Κάβανο. «Θα είχε παγώσει με ένα βλέμμα της τον Κάβανο την ώρα που κατέθετε στην επιτροπή. Αυτός θα ντρεπόταν, δεν θα έβγαζε κιχ, θα ζητούσε συγγνώμη. Πήγαινε στο κρεββάτι σου και πάρε το φάρμακό σου, τώρα, θα του έλεγε».
Οι χαρακτήρες των δύο ταινιών προσπαθούν και αυτοί να διαχειριστούν τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της εποχής τους. Η δράση της αρχικής ταινίας του 1964, εκτυλίσσεται στο Λονδίνο, στις αρχές του 20ού αιώνα. Η μητέρα των παιδιών, που καλείται να φροντίσει η Μαίρη Πόπινς, είναι ακτιβίστρια στο φεμινιστικό κίνημα, παλεύοντας για ίσα με τους άντρες πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ενώ ο πατέρας τους προσπαθεί να παραμείνει μέλος της παραδοσιακής αρσενικής άρχουσας τάξης.
Στην καινούργια ταινία, τα παιδιά της οικογένειας είναι τώρα οι ενήλικες κι έρχονται αντιμέτωποι, με τη σειρά τους, με έναν κόσμο άνισο και άδικο. Η Τζέιν είναι κι αυτή ακτιβίστρια, όπως η μητέρα της, κι εργάζεται για τα δικαιώματα των εργατών, ενώ ο αδελφός της, ο Μάικλ, προσπαθεί να διαχειριστεί τον θάνατο της γυναίκας του και να μεγαλώσει μόνος πια τα παιδιά του, αμφισβητώντας παράλληλα, τον παραδοσιακό ρόλο που του αποδίδεται από την πατριαρχική κοινωνία.
Η Μαίρη Πόπινς εμπεριέχει πολλά βιογραφικά στοιχεία της συγγραφέας των βιβλίων, η οποία, σε ηλικία 25 χρόνων, το 1924, μετακόμισε από την Αυστραλία στην Αγγλία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και κατάφερε να ξεχωρίσει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Οταν η Μαίρη Πόπινς εμφανίζεται στο κατώφλι των Μπανκς, σκορπίζοντας στον κόσμο τους την ελπίδα, την αισιοδοξία, την επικοινωνία, την αλληλεγγύη, και καταφέρνοντας αυτό που φαινόταν απίθανο, μιλά με τη φωνή της Τράβερς: «Για να πετάξεις, πρέπει να απογειωθείς από κάτι σταθερό. Δεν είναι ο ουρανός που με ενδιαφέρει, αλλά το έδαφος, δεν είναι το απίθανο, αλλά το πιθανό. Η Μαίρη Πόπινς δεν συμβολίζει τη μαγεία που κρύβεται πίσω από την καθημερινότητα. Είναι η ίδια η καθημερινότητα, η οποία αποτελείται από κάτι χειροπιαστό και μαγικό».