Κεντρικά πρόσωπα στα απομνημονεύματα της Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ, ο πατέρας της Ελβις και ο Μάικλ Τζάκσον | Getty Images/Stephane Cardinale - Corbis / Wikimedia Commons
Επικαιρότητα

Η Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ, μοναχοκόρη του Ελβις, μιλάει από τον τάφο

Στα εκρηκτικά απομνημονεύματα «From Here to the Great Unknown», που μόλις κυκλοφόρησαν υπό την επιμέλεια της κόρης της Ράιλι Κιού, η εκλιπούσα κόρη του βασιλιά του ροκ-εν-ρολ περιγράφει μια παιδική ηλικία στην Γκρέισλαντ εκτός ορίων, τους γάμους της, μια πολύ ψυχρή μητέρα και άλλα πολλά
Protagon Team

Η ζωή της Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ ήταν μια πολύ… αμερικανική τραγωδία. Μοναχοπαίδι του βασιλιά του ροκ-εν-ρολ, ήταν φαίνεται προδιαγεγραμμένο να περάσει τις μέρες της επισκιασμένη από την καταγωγή της. Γεννήθηκε το 1968 και το δικό της ταξίδι στη ζωή περιέλαβε μια προσπάθεια να γίνει ροκ σταρ, τους γάμους της με τον Μάικλ Τζάκσον και τον Νίκολας Κέιτζ, αγώνες με τον εθισμό στα ναρκωτικά και την αυτοκτονία του αγαπημένου της γιου Μπεν (από τον γάμο της με τον μουσικό Ντάνι Κίου) το 2020.

Ακολούθησαν δύο χρόνια γεμάτα θλίψη. Ολα τελείωσαν με τον δικό της θάνατο τον Ιανουάριο του 2023, σε ηλικία 54 ετών, από καρδιακή προσβολή, μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί σε μια προσπάθεια να χάσει βάρος. Στο μεταξύ είχε ηχογραφήσει τις αναμνήσεις της σε κασέτες σχεδιάζοντας να γράψει την αυτοβιογραφία της, την οποία ολοκλήρωσε τελικά μετά τον θάνατό της η κόρη της, ηθοποιός Ράιλι Κιού.

Το «From Here to the Great Unknown» κυκλοφόρησε την Τρίτη 8 Οκτωβρίου και, όπως αρμόζει στην κόρη του Ελβις, πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή, γράφει στην Telegraph ο μουσικοκριτικός της βρετανικής εφημερίδας Νιλ ΜακΚόρμικ, και δημοσιεύει τα εξής αποσπάσματα με μερικά από τα σημαντικότερα σημεία του βιβλίου:

Ο θυμωμένος Ελβις

Τον Αύγουστο του 1977, όταν η Λίζα Μαρί ήταν εννέα ετών, ο Ελβις νοίκιασε ολόκληρο το λούνα παρκ Libertyland στο Μέμφις για να την πάει να διασκεδάσει. «Θυμάμαι ότι καθόμουν δίπλα του στο τρενάκι του λούνα παρκ εκείνη τη μέρα –το Zippin Pippin–, έχοντας το ένα μάτι στη διαδρομή και το άλλο στο όπλο στη θήκη του, που ήταν στο πλάι μου» γράφει η Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ στα απομνημονεύματά της. «Αν δεν τον ξέρεις ή δεν τον καταλαβαίνεις, ακούγεται τρομερό, το ξέρω. Μπορεί να σκεφτείτε ότι ήταν τρελός να κουβαλάει όπλο ενώ δίπλα του κάθεται η κόρη του, αλλά απλώς ήταν από τον Νότο. Ηταν πραγματικά αστείο…»

Η μικρή Λίζα Μαρί στην αγκαλιά του πατέρα της Ελβις Πρίσλεϊ στο εξώφυλλο του βιβλίου. (lisamariebook.com)

Μια εβδομάδα αργότερα η μικρή Λίζα Μαρί έβλεπε τον πατέρα της να πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στο επάνω μπάνιο της Γκρέισλαντ. «Στέκονταν από πάνω του, τον μετακινούσαν προσπαθώντας να τον συνεφέρουν. Ούρλιαζα σαν τρελή». Ακόμη τη στοιχειώνει ο ήχος του παππού της, Βέρνον, να ουρλιάζει στο σαλόνι: «Εφυγε, έφυγε!». Αλλά, όπως παρατηρεί με φανερή αηδία, «εκείνο το απόγευμα προκλήθηκε ένα πραγματικό χάος. Ολοι πήγαν στην πόλη. Καθάρισαν τα πάντα, τα άρπαξαν –κοσμήματα, έργα τέχνης, προσωπικά αντικείμενα– πριν καν δηλωθεί ο θάνατός του».

Ο Ελβις, γράφει, «ήταν ένας θεός για μένα». Πρόκειται για μια δήλωση ενδεικτική της έλλειψης οπτικής που διατρέχει αυτή την τρελή ιστορία, γράφει ο ΜακΚόρμικ στην Telegraph. «Μπορούσες πάντα να αισθανθείς την ένταση του πατέρα μου. Αν ήταν καλή ένταση, ήταν απίστευτη. Αν ήταν κακή, έπρεπε να προσέχεις. Ο,τι κι αν ήταν, θα ήταν 1000%. Οταν θύμωνε, όλοι έτρεχαν, έσκυβαν και καλύπτονταν».

Η Λίζα Μαρί περιγράφει τον πατέρα της μαστουρωμένο και αναστατωμένο, σε μια ρετιρέ σουίτα σε ξενοδοχείο του Τάχο. Επειδή δεν μπορούσε να πάρει τα ναρκωτικά που ήθελε, άρχισε να πετάει αντικείμενα από το μπαλκόνι «πραγματικά θυμωμένος, βρίζοντας και ουρλιάζοντας», ενώ οι κολλητοί του από τη Μαφία του Μέμφις κρύβονταν πίσω από καναπέδες.

Μια ζωή χωρίς κανόνες και όρια στην Γκρέισλαντ

Η Λίζα Μαρί μεγάλωσε στην Γκρέισλαντ, την έπαυλη του Ελβις στο Μέμφις, την οποία περιγράφει ως «μια πόλη από μόνη της, με τους δικούς της νόμους. Ο μπαμπάς μου ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας και όλοι υπάκουαν στην ιεραρχία. Υπήρχαν μερικοί νόμοι και κανόνες, αλλά ως επί το πλείστον όχι».

Η κόρη του Ελβις μεγάλωνε σαν άγρια πριγκίπισσα, τρέχοντας αφηνιασμένη με τα ξαδέρφια της και τα παιδιά του προσωπικού, απειλώντας να απολύσει τους ανθρώπους που δεν υπάκουαν στις εντολές της. Ο Ελβις την άφηνε να ιππεύει το πόνι της μέσα στο σπίτι, με το πόνι να αφοδεύει ακριβώς έξω από την κρεβατοκάμαρα της προγιαγιάς της, η οποία κάπνιζε ταμπάκο.

Η περιγραφή της Γκρέισλαντ είναι παλαβή, σαν τη σειρά του CBS «Beverly Hillbillies» (1962-1971), με όπλα και ναρκωτικά, γράφει ο Νιλ ΜακΚόρμικ στην Telegraph. Οι ηλικιωμένες γυναίκες της οικογένειας αντιμετωπίζουν η μία την άλλη τραβώντας μαχαίρια. Ολοι κυκλοφορούν απερίσκεπτα με αμαξίδια του γκολφ. Παίζεται ένα «ντέρμπι ολοκληρωτικής κατεδάφισης όλη την ημέρα».

Η μαφία του Μέμφις, δε, είναι συγκεντρωμένη στον κάτω όροφο, σε ένα δωμάτιο με μπιλιάρδο, το οποίο η Λίζα Μαρί περιγράφει ως «δίνη» («vortex») γεμάτη με «ατελείωτα τσιγάρα, βρώμικα περιοδικά, βρώμικα χαρτιά, βρώμικα βιβλία… Μια φορά ο πατέρας μου πέταξε από τα σκαλιά σε εκείνο το δωμάτιο μια αμπούλα με δύσοσμα αέρια και μετά κλείδωσε τις πόρτες για να μην μπορεί να βγει κανείς».

Υπήρχε, επίσης, ένα υπόστεγο γεμάτο όπλα και πυροτεχνήματα. «Ο μπαμπάς και οι φίλοι του έπαιρναν κροτίδες και τις πέταγαν ο ένας τον άλλον», μέχρι που μια φορά «εξερράγησαν όλες μαζί. Ολο το υπόστεγο τυλίχτηκε στις φλόγες». Αναπολώντας με τρυφερότητα εκείνο το χάος, η Λίζα Μαρί λέει: «Μερικές φορές δεν μπορώ να πιστέψω ότι κανείς δεν σκοτώθηκε εκεί πέρα».

Η «ψυχρή» Πρισίλα

Ενα άτομο που σίγουρα δεν πρόκειται να απολαύσει αυτό το βιβλίο είναι η Πρισίλα Πρίσλεϊ, η 79χρονη μητέρα της Λίζα Μαρί, η οποία ζει ακόμα. «Γνώρισε τον πατέρα μου στα 14 και οι γονείς της το επέτρεψαν. Ηταν μια διαφορετική εποχή» σημειώνει η Λίζα Μαρί (ο Ελβις ήταν τότε 24). Την περιγράφει ως «ψυχρή» και χωρίς «μητρικό ένστικτο». Μετά τον θάνατο του Ελβις, η Λίζα Μαρί συνειδητοποιεί: «Είμαι κολλημένη άσχημα με αυτή τη γυναίκα. Ηταν διπλό το χτύπημα: εκείνος πέθανε και τώρα έχω ξεμείνει μαζί της».

Η ζωή με την Πρισίλα ήταν πολύ πιο αυστηρή, αλλά περιέργως και πιο χαλαρή. Η Πρισίλα απουσίαζε συχνά σε κινηματογραφικά πλατό και φωτογραφήσεις μοντέλων, ενώ η Λίζα Μαρί βασιζόταν στη στήριξη της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας, στην οποία την είχε στρατολογήσει ο Τζον Τραβόλτα. «Η σαϊεντολογία με μεγάλωσε, κατά κάποιο τρόπο, για λογαριασμό της». Ισχυρίζεται ότι ένας ενήλικας που την κακοποιούσε ερχόταν στο δωμάτιό της τη νύχτα για να τη χαστουκίζει. «Υπήρχε πολλή βία σε εκείνο το σπίτι».

Αλλά όταν έδειχνε στη μητέρα της τους μώλωπές της, η Πρισίλα απαντούσε: «Τι έκανες, λοιπόν, και τα προκάλεσες αυτά;» Αργότερα, όταν η Πρισίλα απέκτησε άλλο ένα παιδί, υπήρξε κάποια προσέγγιση μεταξύ μητέρας και κόρης, αλλά τα απομνημονεύματα δεν υποδηλώνουν πραγματική εγγύτητα. «Ποτέ δεν ήταν φίλη, κάποια με την οποία θα μπορούσα να μιλήσω» γράφει η Λίζα Μαρί. «Ενιωθα σαν να ήμουν το τρόπαιό της».

Η Λίζα Μαρί με τον Μάικλ Τζάκσον στην Ντίσνεϊλαντ (Getty Images/Stephane Cardinale-Corbis)
Ο «ελεγκτικός» Μάικλ Τζάκσον

Η ερωτική ζωή της Λίζα Μαρί ήταν πάντα χαοτική. Εχασε την παρθενιά της σε ηλικία 14 ετών από έναν 23χρονο ηθοποιό ο οποίος πούλησε φωτογραφίες τους στον Τύπο. Ισχυρίστηκε ότι η Πρισίλα τον εκδικήθηκε στήνοντάς του παγίδα ώστε να συλληφθεί για ναρκωτικά. Σε ηλικία 21 ετών έμεινε έγκυος από τον μουσικό Ντάνι Κιού, πατέρα της συν-συγγραφέα των απομνημονευμάτων της, Ράιλι, και τον παντρεύτηκε. Είναι –μάλλον όχι τυχαία– ο μόνος έντιμος και στοργικός άνδρας στη ζωή της Λίζα Μαρί που εμφανίζεται σε αυτό το βιβλίο. Τον εγκατέλειψε, όμως, το 1994 για τον Μάικλ Τζάκσον, και ενώ ο σούπερ σταρ της ποπ αντιμετώπιζε ήδη κατηγορίες για κακοποίηση παιδιών.

Η Λίζα Μαρί διαμαρτύρεται ότι δεν είδε «ποτέ κάτι τέτοιο. Θα τον είχα σκοτώσει αν το είχα δει» λέει. Ωστόσο υπάρχουν σκοτεινά σημεία που υποβόσκουν ανάμεσα στις γραμμές μιας σχέσης για την οποία η ίδια ισχυρίζεται ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής της. «Τον ερωτεύτηκα επειδή ήταν φυσιολογικός» επιμένει, ακόμη και όταν περιγράφει μια ζωή άγριας πολυτέλειας.

Ο Τζάκσον πήγαινε τα παιδιά στο σχολείο μαζί με το κατοικίδιό του, έναν χιμπατζή, και διατηρούσε έναν ιδιωτικό αναισθησιολόγο για λόγους που είχε αρνηθεί να της εξηγήσει. Εκείνος ήταν 34 ετών όταν τα έφτιαξαν, αλλά της είπε ότι «ήταν ακόμα παρθένος. Νομίζω ότι είχε φιλήσει την Τατούμ Ο’Νιλ και είχε κάτι με την Μπρουκ Σιλντς, αλλά όχι κάτι περισσότερο από ένα φιλί. Είπε ότι και η Μαντόνα είχε προσπαθήσει να τα φτιάξει μαζί του μια φορά, αλλά δεν έγινε τίποτα».

Παρά την επιμονή της ότι δεν πίστευε τις κατηγορίες περί παιδεραστίας, η Λίζα Μαρί παραδέχεται πως δεν ήθελε να κάνει παιδιά με τον Τζάκσον γιατί «ήξερα ότι τελικά ήθελε να είναι ο μοναδικός φροντιστής των παιδιών. Ο Μάικλ ήθελε να ελέγχει τα πράγματα. Δεν ήθελε την επιρροή μιας μητέρας ή οποιαδήποτε άλλη επιρροή, για την ακρίβεια. Σκέφτηκα ότι ο Μάικλ θα με έβαζε να κάνω παιδιά και μετά θα με παρατούσε, θα με έβγαζε από τη μέση. Μπορούσα να τον διαβάσω. Ηξερα τη φύση του, ήταν πολύ ελεγκτικός και υπολογιστικός».

Η σύγκρουσή τους εξαιτίας της άρνησής της να αποκτήσει περισσότερα παιδιά και της αυξανόμενης εξάρτησής του από τα ναρκωτικά οδήγησε το ζευγάρι στον χωρισμό σε λιγότερο από δύο χρόνια γάμου. Μετά ο Τζάκσον διέκοψε κάθε επαφή μαζί της. «Μπορώ να γίνω πραγματικά πολύ κακιά και πολύ θυμωμένη και όταν είμαι έτσι φρικάρω τους ανθρώπους» παραδέχεται η Λίζα Μαρί. «Προέρχεται από την προσπάθειά μου να προστατεύσω τον εαυτό μου από τον πόνο. Ξέρω ότι οι άνθρωποι μπορούν να με πληγώσουν, οπότε τους αποκλείω. Εμαθα από τους καλύτερους: Τον Μάικλ Τζάκσον. Το έκανε πολύ καλά».

Ο «θεατρικός» Νίκολας Κέιτζ

Η Λίζα Μαρί παντρεύτηκε και χώρισε τέσσερις φορές. Ο πιο σύντομός γάμος της ήταν με τον ηθοποιό Νίκολας Κέιτζ –γνωστό μανιακό με τον Ελβις–, που κράτησε μόλις 108 ημέρες το 2022. Οπως σημειώνει στην Telegraph ο Νιλ ΜακΚόρμικ, το «From Here to the Great Unknown» δεν ρίχνει πολύ φως σε αυτή τη σχέση, αλλά η Ράιλι Κιού συμπληρώνει κάποια κενά, και ανακαλώντας τις δικές της αναμνήσεις την αποκαλεί «πολύ διασκεδαστική».

Το ζευγάρι ντυνόταν σαν χαρακτήρες ταινιών τρόμου και ο Κέιτζ εμφανιζόταν κάθε μέρα με μια διαφορετική Lamborghini για να λούσει τη Λίζα Μαρί με διαμάντια. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με γιοτ τα πράγματα μεταξύ τους αγρίεψαν και εκείνη πέταξε ένα δαχτυλίδι αρραβώνων αξίας 65.000 δολαρίων στον Ειρηνικό Ωκεανό. «Ο Νικ της αγόρασε ένα άλλο, ακόμα πιο ακριβό από το πρώτο». Οσο για τη Λίζα Μαρί, το μόνο που έχει να πει η είναι: «Ημασταν τόσο θεατρικοί και οι δυο, που δεν μπορούσαμε να συγκρατηθούμε».

Σπαραγμός και θάνατος

Αφότου πέθανε ο Ελβις, το 1977, η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Γκρέισλαντ, όπου συνέρρεαν πλήθη επισκεπτών. Η Λίζα Μαρί καθόταν και παρακολουθούσε καθώς περνούσαν μπροστά από το φέρετρό του, «λιποθυμώντας, ουρλιάζοντας και πενθώντας τόσο πολύ». Δεν ξέρει αν κάποιος την πρόσεξε. Αργότερα, όταν το πλήθος έφυγε, πήγε στο φέρετρό του «για να αγγίξω το πρόσωπό του και να κρατήσω το χέρι του, για να του μιλήσω. Θα με πιάσει πάλι, πάει κι έρχεται. Οταν ενηλικιώθηκα υπήρχαν νύχτες που απλά μεθούσα και άκουγα τη μουσική του και καθόμουν εκεί και έκλαιγα. Η θλίψη εξακολουθεί να έρχεται. Είναι ακόμα εκεί».

Ο βετανός μουσικοκριτικός γράφει στην Telegraph ότι γνώρισε τη Λίζα Μαρί το 2012 στα γραφεία μιας δισκογραφικής εταιρείας στο Λονδίνο. Προωθούσε το «Storm & Grace», το τρίτο και καλύτερο άλμπουμ της, και έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση, έντονα μακιγιαρισμένη και ντυμένη (ως συνήθως) στα μαύρα. Ηταν αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς τις οικογενειακές ομοιότητες, σημειώνει ο Νιλ ΜακΚόρμικ. Είχε τα μάτια του Ελβις και το βαρύ σαγόνι του, ένα ελαφρύ γύρισμα στο πάνω χείλος, αν και διέθετε εξίσου πολλή από τη γωνιώδη ομορφιά της μητέρα της, Πρισίλα. Η γλώσσα του σώματός της ήταν άκαμπτη και επιφυλακτική και της πήρε πολύ χρόνο μέχρι να «ζεσταθεί» στη συνέντευξη. Δεν μιλούσε πολύ ούτε έδινε περισσότερες πληροφορίες από όσες χρειαζόταν.

Οταν ο ΜακΚόρμικ τη ρώτησε αν ήταν καχύποπτο άτομο, η Λίζα Μαρί απάντησε: «Θα έπρεπε να είμαι πιο καχύποπτη. Γεννήθηκα μέσα σε αυτό, είδα από πολύ νέα πώς ήταν τα πράγματα. Πρέπει να έχεις συνεχώς τα μάτια σου ανοιχτά. Κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους που έχουν φήμη, δύναμη και χρήμα. Είναι ένα τέρας που πρέπει να δαμάσεις».

Στα 40 της, μετά τη γέννηση των διδύμων με καισαρική τομή, εθίστηκε στα παυσίπονα. Σύντομα θα έπαιρνε «80 χάπια την ημέρα» και ο αγώνας της για να συνέλθει ήταν δεκαετής. Στα απομνημονεύματά της τα περισσότερα από αυτά λέγονται από την οπτική γωνία της κόρης της Ράιλι Κιού, αν και τα σχόλια της Λίζα Μαρί προσδίδουν μια θλιβερή διάσταση, εξισώνοντας την καθυστερημένη εξάρτησή της από τα ναρκωτικά με την απώλεια εστίασης και νοήματος στη ζωή της. Το 2014 εγκατέλειψε την Εκκλησία της Σαϊεντολογίας, έχοντας από καιρό αμφιβολίες. Φαινόταν να ξαναβρίσκει τον σωστό δρόμο στη ζωή της.

Στη συνέχεια, το 2022, ο γιος της Μπεν αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Σε έναν μακάβριο απόηχο της έκθεσης της σορού του Ελβις, η Λίζα Μαρί κράτησε το σώμα του σε ένα υπνοδωμάτιο στο σπίτι της για δύο μήνες, με τη θερμοκρασία να διατηρείται στους 13 βαθμούς Κελσίου. «Νομίζω ότι οποιοσδήποτε άλλος θα τρόμαζε πάρα πολύ αν είχε τον γιο του έτσι εκεί πέρα», παραδέχεται, «αλλά όχι εγώ… Ενιωσα πολύ τυχερή που υπήρχε ένας τρόπος να έχω το παιδί μου κοντά μου, να το καθυστερήσω λίγο περισσότερο ώστε να μπορέσω να επεξεργαστώ τον θάνατό του».

Τα τελευταία αποσπάσματα του «From Here to the Great Unknown» παραπέμπουν σε έναν διαρκή αγώνα να ζει με τη θλίψη. Η Ράιλι Κιού πιστεύει, τελικά, ότι η μητέρα της πέθανε επειδή ράγισε η καρδιά της. «Είδα χθες μια φωτογραφία μου με τους γονείς μου» λέει η Λίζα Μαρί σε μια ηχογράφηση λίγους μήνες πριν πεθάνει. «Ημουν πέντε ή έξι ετών. Στέκομαι ανάμεσα στους δυο τους και ο καθένας τους κρατάει το χέρι μου. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου οι άνθρωποι με περιέγραφαν πάντα ως λυπημένη. Ηταν σαν να αποτυπώθηκε μόνιμα η θλίψη στο πρόσωπό μου μετά από αυτό«.

»Αλλά αυτή η θλίψη δεν υπήρχε σε εκείνη τη φωτογραφία. Αυτή η εγκαταλελειμμένη μικρή πριγκίπισσα δεν είχε σηκώσει ακόμα το άσχημο κεφάλι της. Η θλίψη ξεκίνησε στα εννιά, όταν εκείνος πέθανε, και μετά δεν έφυγε ποτέ. Τώρα είναι ακόμα χειρότερη, τα μάτια μου είναι μονίμως πεσμένα από αυτή τη θλίψη. Η θέα είναι αρκετά περιορισμένη. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί λένε όλοι ότι φαίνομαι λυπημένη. Τώρα το καταλαβαίνω».