Το νησί Πρόβιντενς είναι ένας επίγειος παράδεισος, που ανήκει στο νησιωτικό έθνος των Μπαχάμας. Στο Πρόβιντενς βρίσκεται και η πρωτεύουσα του κράτους, το Νασάου. Σήμερα είναι ένας δημοφιλέστατος προορισμός διακοπών. Πριν από 250 χρόνια, όμως, ήταν μέρος ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορια της ανθρωπότητας, μια δίοδος του δουλεμπορίου.
Τα ναυάγια 14 πλοίων που εντοπίστηκαν στις βόρειες Μπαχάμες, αλλάζουν τον τρόπο που οι αρχαιολόγοι βλέπουν την εποχή του δουλεμπορίου, «χαρτογραφώντας» και επίσημα πλέον αυτό που έχει περιγραφεί από έναν βρετανό θαλάσσιο αρχαιολόγο ως μια -άγνωστη μέχρι τώρα- «λεωφόρο του τρόμου».
Η μοίρα των αφρικανών ανδρών, γυναικών και παιδιών που διακινήθηκαν στα αμπάρια των πλοίων αυτών, στοιβαγμένοι κατά εκατοντάδες, παραμένει άγνωστη, αλλά ξέρουμε ότι εάν ένα πλοίο βυθιζόταν, συχνά οι σκλάβοι κλειδώνονταν κάτω από το κατάστρωμα, ώστε το πλήρωμα να μπορέσει να διαφύγει ανενόχλητο.
Ο βρετανός αρχαιολόγος Σον Κίνγκσλεϊ είπε στον βρετανικό Observer ότι αυτή η εντυπωσιακή συστάδα ναυαγίων αποκαλύπτει ότι οι δουλέμποροι χρησιμοποιούσαν το νησί Πρόβιντενς ως ενδιάμεσο σταθμό με κατεύθυνση προς την Κούβα, στον Κόλπο του Μεξικού.
Τα συγκεκριμένα πλοία, που χρονολογούνται μεταξύ 1704 και 1887, έπλεαν κυρίως υπό αμερικανική σημαία και μετέφεραν σκλάβους στις φυτείες ζάχαρης και καφέ της Κούβας, σύμφωνα με τον Guardian.
«Η Κούβα εκείνην την εποχή προσποιείτο ότι εφάρμοζε κανόνες για να τερματίσει το δουλεμπόριο, αλλά στην πραγματικότητα υποδεχόταν το μεγαλύτερο αριθμό σκλάβων στον κόσμο, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από την καλλιέργεια ζάχαρης», εξήγησε ο Κίνγκσλεϊ.
Τα ναυάγια εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια έρευνας από το Bahamas Lost Ships Project. Πρόκειται για έναν οργανισμό τον οποίον διαχειρίζεται η Allen Exploration, που ιδρύθηκε από τον Καρλ Αλεν, έναν πολυεκατομμυριούχο φιλάνθρωπο και εξερευνητή με δύο πάθη: τις Μπαχάμες και το βυθισμένο παρελθόν τους.
Το έργο, μέσω ιστορικών πηγών, έχει εντοπίσει 596 ναυάγια στις Μπαχάμες, τα οποία χρονολογούνται από το 1657 και μετά, όταν η θαλάσσια περιοχή άρχισε να γίνεται πεδίο σημαντικής θαλάσσιας κυκλοφορίας.
Ο Κίνγκσλεϊ είναι ένας από τους πέντε συν-συγγραφείς μιας αναφοράς, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες για να συμπέσει με τον Μήνα της Μαύρης Ιστορίας στις ΗΠΑ. Με τίτλο «Greater Abaco’s Shipwrecked Echoes of the Caribbean Plantation Economy» (Τα Ναυάγια του Γκρέιτ Αμπακο Απηχούν την Οικονομία των Φυτειών της Καραϊβικής), περιγράφει τα ναυάγια των δουλεμπορικών ως «σιωπηλούς μάρτυρες μιας περιόδου της ιστορίας που ο κόσμος θα προτιμούσε να ξεχάσει, αλλά που πρέπει να παραμείνει στη μνήμη ως μάρτυρας της φρίκης του αποικιακού παρελθόντος».
Προσθέτει ότι ο αριθμός των ανθρώπων που διακινήθηκαν με τα πλοία αυτά κυμαινόταν από 15 άτομα στο πλοίο «Αταλάντα», με κατεύθυνση από το Τσάρλεστον προς τη Νέα Ορλεάνη το 1806, έως 400 άτομα με ένα αμερικανικό σκαρί, το «Peter Mowell», το οποίο βυθίστηκε το 1860.
Ενα άλλο πλοίο καθελκύστηκε στην Αγγλία το 1806 πριν καταστραφεί σε μια σφοδρή καταιγίδα το 1820, δύο χιλιόμετρα από το δυτικό Αμπακο (ένα άλλο από τα νησιά της περιοχής). Το φορτίο του περιελάμβανε ρούχα και κουβέρτες, που πιστεύεται ότι είχαν αγοραστεί για μια φυτεια ζάχαρης, όπως αναφέρει ο Guardian.
Για τη μοίρα των ναυαγών Αφρικανών, η έκθεση σημειώνει την «αδιανόητη φρίκη» τους, με πολλούς να μην έχουν δει ποτέ τη θάλασσα: «Τώρα, στο τέλος των οδυνηρών ταξιδιών τους, αναγκάστηκαν να υπομείνουν μια εντελώς νέα εμπειρία, τον τρόμο του ναυαγίου. Σε αντίθεση με τα πληρώματα που ήταν ελεύθερα να κολυμπήσουν ή να ανέβουν στη βάρκα ενός πλοίου, οι σκλάβοι συχνά κλειδώνονταν κάτω από το κατάστρωμα όταν ένα σκάφος βυθιζόταν, για να εξασφαλιστεί ότι το πλήρωμα είχε τον βέλτιστο χώρο ενώ διέφευγε στη βάρκα του πλοίου ή ότι δεν θα δεχόταν επίθεση μέσα στον πανικό. Τις περισσότερες φορές, η μοίρα των σκλάβων παρέμενε άγνωστη. Για τους καπετάνιους που διοικούσαν τα πλοία και τους ιδιοκτήτες των ανθρώπινων φορτίων, ο πνιγμός τους ήταν μια οικονομική ζημιά που δεν αξιολογήθηκε ποτέ με ανθρώπινους όρους».
Ενα από τα ναυάγια που βρέθηκαν ήταν το πλοίο με το οποίο ταξίδεψε ο πρώην σκλάβος Ολόντα Εκουιάνο, το 1767. Απήχθη από το χωριό του, Ιγκμπο, στη Νιγηρία και είχε πουληθεί στα νησιά Μπαρμπέιντος σε ηλικία 11 ετών. Τελικά εξαγόρασε την ελευθερία του και προετοιμαζόταν για μια νέα ζωή όταν ο το πλοίο στο οποίο ταξίδευε ναυάγησε. Ο Εκουιάνο επέζησε της καταστροφής και έγινε μια από τις πιο σημαντικές μορφές στο κίνημα υπέρ της κατάργησης της δουλείας.
Ο Μάικλ Πάτερμαν, διευθυντής του Ναυτικού Μουσείου στις Μπαχάμες, είπε ότι «τίποτα δεν ήταν χειρότερο εκείνην την εποχή από το να καταλήξεις στις φυτείες ζάχαρης της Κούβας».
Ο Καρλ Αλεν πρόσθεσε: «Από όλα τα ασυνήθιστα φορτία που βυθίστηκαν στα ανοιχτά του Αμπακος, από ατμομηχανές και πάγο μέχρι χρυσό και ασήμι, κονιάκ και τσάι, κανένα δεν προκαλεί τόσο σοκ όσο το λαθρεμπόριο Αφρικανών. Είναι μια ιστορία που πρέπει να θυμόμαστε. Η ιστορία και η αρχαιολογία μάς επιτρέπουν να δώσουμε νέα ζωή στις μνήμες, χρησιμοποιώντας αποδείξεις που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει».
Ολα τα ναυάγια που ανακαλύπτονται στην περιοχή, είναι ιδιοκτησία της κυβέρνησης του Νασάου. Η Allen Exploration χορηγεί το Ναυτικό Μουσείο στο Φρίπορτ, το οποίο φιλοξενεί τα ευρήματα που ανασύρονται από το βυθό της θάλασσας.