Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος είναι ένας σοβαρός επιχειρηματίας και ένας συνεπής παναθηναϊκός. Πηγαίνει στο γήπεδο τακτικά. Κάθε χρόνο ενισχύει οικονομικώς -στο μέτρο των δυνατοτήτων του- την ποδοσφαιρική και την μπασκετική ομάδα του αγαπημένου του συλλόγου. Αθλητικός παράγων, όμως, δεν υπήρξε ποτέ. Ετσι, όταν ανακοίνωνε την πρωτοβουλία του για τη διάσωση της ΠΑΕ Παναθηναϊκός -μετά την «τεσσάρα» στην Τούμπα την περασμένη Κυριακή- δεν μπορούσε να προβλέψει σε τι μπελάδες θα τον έβαζε η αγωνία του για την τύχη του «Τριφυλλιού». Χρειάστηκε 24 ώρες για να καταλάβει πού πήγε να μπλέξει.
Η συνάντησή του με ομάδα παλαιμάχων του Παναθηναϊκού, τη Δευτέρα στο Χίλτον, ήταν -υποτίθεται- μυστική. Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και «βούιξαν» τα ΜΜΕ. Δηλώσεις ο Αντωνιάδης, δηλώσεις ο Δομάζος, δηλώσεις ο Καρούλιας… Τους ζήτησε, ό,τι θα ειπωθεί στην αίθουσα να μη βγει παραέξω. Λίγο αργότερα άκουγε στα ραδιόφωνα και διάβαζε στα αθλητικά sites τι σχεδιάζει -και με ποιούς «συμπαίκτες»- με κάθε λεπτομέρεια. Παρακάλεσε, σε αυτό το εγχείρημα να πρωταγωνιστήσουν πρόσωπα άφθαρτα, κατά προτίμηση από την ποδοσφαιρική γενιά του 2004 και τις μεταγενέστερες. Εμφανίστηκαν οι… αρχαίοι. Ο Γιούρκας Σεϊταρίδης, μάλιστα, διέψευσε τον ισχυρισμό του Αντώνη Αντωνιάδη ότι μίλησαν στο τηλέφωνο. «Από όσο θυμάμαι, δεν έχουμε μιλήσει ποτέ οι δυό μας, ούτε προσωπικά, ούτε τηλεφωνικά», έγραψε στο Facebook. Ιλαροτραγωδία.
Τους ξεκαθάρισε πως θα ήταν λάθος να δημιουργηθούν αβάσιμες προσδοκίες στον κόσμο, πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για τη σωτηρία της ΠΑΕ. Το πρωί της Τρίτης διάβασε ότι θα συμμετάσχει με πολύ μεγάλα ποσά, και ότι το καλοκαίρι θα αγοράσει τον Παναθηναϊκό. Εγραψαν ότι είναι «μπροστινός του… μπροστινού», ακόμη ένα κόλπο του Γιάννη Αλαφούζου. Κανιβαλίστηκε, στα social media, ως ο πάμπλουτος «πατατάκιας» που ζητά από τον φτωχό οπαδό να πληρώσει τα σπασμένα των προηγούμενων διοικήσεων. Ηταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ακολούθησε η γραπτή του δήλωση, με την οποία ξεκαθάρισε ότι εγκαταλείπει, οριστικώς, την προσπάθεια. Ετσι κι αλλιώς, η πρωτοβουλία του θα είχε αξία μόνο στο μέτρο του ποσού που ο ίδιος και οι συνοδοιπόροι του ήταν πρόθυμοι να διαθέσουν. Κάθε άλλη αναζήτηση χρηματοδότησης ήταν -ιστορικά- καταδικασμένη να αποτύχει παταγωδώς. Οπως συνέβη με όλες τις προηγούμενες. Οχι μόνο στον Παναθηναϊκό, αλλά όπου κι αν επιχειρήθηκαν.
Η πιο πρόσφατη ήταν τον περασμένο Οκτώβριο. Τετραμελής επιτροπή (Αντωνιάδης, Δομάζος, Οικονομόπουλος, Ροκίδης) παλαιμάχων ποδοσφαιριστών είχε παρουσιάσει ένα σχέδιο διάσωσης της ομάδας. Το «PAΟ ΣΑΝ ΑΛΛΟΤΕ» -έτσι το είπαν- περιελάμβανε το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών για δωρεές χρηματικών ποσών από φιλάθλους. Στους τέσσερις λογαριασμούς που έδωσε στη δημοσιότητα ο Βασίλης Κωνσταντίνου στις 19 Οκτωβρίου, την πρώτη εβδομάδα είχαν συγκεντρωθεί μόλις 20.000 ευρώ.
Η Παναθηναϊκή Συμμαχία δεν είχε πάει καλύτερα. Λίγο προτού αναλάβει επισήμως τις τύχες της ΠΑΕ, ο Γιάννης Αλαφούζος είχε δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματα μιας έρευνας που ο ίδιος είχε παραγγείλει. Σύμφωνα με αυτά, ο κόσμος του Παναθηναϊκού ήταν έτοιμος να «βάλει πλάτη» με ένα ποσό 10 έως 20 εκατομμυρίων. Συγκεντρώθηκαν μερικές… ψωροχιλιάδες ευρώ.
Στην ΑΕΚ που βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης, το 2012, ο Σταύρος Αδαμίδης είχε καλέσει τους οπαδούς να γίνουν «συμπαίκτες» στην ΠΑΕ, συμμετέχοντας σε μία εταιρεία λαϊκής βάσης. Με μπροστάρη τον Θωμά Μαύρο, που ανέλαβε πρόεδρος γι’ αυτόν τον σκοπό, το πλάνο προέβλεπε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου μέχρι του ποσού των 2,5 εκατ. ευρώ. Εάν πήγαινε καλά, θα ακολουθούσε νέα ΑΜΚ, για άλλα 2,5 εκατ. ευρώ. Τελικώς, συγκεντρώθηκαν… 75.000 ευρώ. Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου καλύφθηκε σε ποσοστό μόλις 3%.
Στον προ-Σαββίδη ΠΑΟΚ, ο Ζαγοράκης είχε επιχειρήσει να κάνει τον κόσμο της ομάδας μέτοχο της ΠΑΕ, μέσω τεσσάρων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Μόνο στην πρώτη (αύξηση) υπήρξε κάποια, συμπαθητική, ανταπόκριση. Αλλά, το όλον εγχείρημα ούτε που πλησίασε τις προσδοκίες. Μόνον ο Αρης κατόρθωσε να εφαρμόσει ένα μοντέλο αυτοδιαχείρισης, με τη Λέσχη Φίλων Αρη (9.000 μέλη) να γίνεται κάτοχος των μετοχών της ΠΑΕ και να εκλέγει -με μυστική ψηφοφορία- τη διοίκηση της ΠΑΕ.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος είχε στο μυαλό του έναν «μηχανισμό μακροπρόθεσμης λύσης», που θα εξασφάλιζε την επιβίωση της ομάδας έως το καλοκαίρι του 2018. Με την ελπίδα ότι, μέχρι τότε, θα μπορούσε να φανεί κάποιος επενδυτής. Το πλάνο του αναζητούσε 300.000 παναθηναϊκούς που θα έβαζαν από 50 ευρώ για να συγκεντρωθούν 15 εκατομμύρια. Υπερβολικά φιλόδοξο. Ακόμη κι αν το πενηντάρικο περισσεύει σε τόσους πολλούς, γιατί να ήθελαν να πληρώσουν τις ζημιές που κάποιοι άλλοι, πολύ πιο εύποροι, προκάλεσαν; Και γιατί να το κάνουν τώρα, εφόσον το αρνήθηκαν πριν από δύο μήνες ή πριν από πέντε χρόνια; Επειδή θα γινόταν πιο οργανωμένα, και θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές;
Ναι, κάποτε «η Ντόρτμουντ βρέθηκε σε σημείο καταστροφής, ο κόσμος της την κράτησε όρθια και την οδήγησε μέχρι την κορυφή της Ευρώπης». Φαίνεται, όμως, πως έχουμε μπερδέψει τον θεσμό των συλλόγων λαϊκής βάσης με τον έρανο. Σε κανένα από τα δύο ευρωπαϊκά μοντέλα λαϊκής βάσης, το γερμανικό και το ισπανικό, ο απλός φίλαθλος δεν είναι ο βασικός χρηματοδότης της ομάδας – και πουθενά δεν κλήθηκε να καλύψει τα ταμειακά ελλείμματα των μετόχων του συλλόγου του. Με τις συνδρομές του προσφέρει κάποια επιπλέον έσοδα, τα οποία δεν ξεπερνούν το 20%-30% των συνολικών. Και, αφού συνεισφέρει, εκλέγει και ελέγχει τη διοίκηση. Εχει το δικαίωμα να αποφασίζει ποιοί και πώς θα διαχειρίζονται τα οικονομικά της ομάδας του. Για πάντα, και όχι μέχρι να εμφανιστεί ο επόμενος «λεφτάς» που θα την αγοράσει. Αλλα ήθη, άλλα έθιμα. Καμία σχέση με το δικό μας «δώστε και σώστε».
Θα μπορούσε να εφαρμοστεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα; Μάλλον όχι. Ο έλληνας οπαδός έχει μάθει αλλιώς: να διοικεί την αγαπημένη του ομάδα, δια του θεσμού των «οργανωμένων φιλάθλων», αλλά να πληρώνει κάποιος άλλος. Θέλει έναν πλούσιο να βάζει τα λεφτά του, κι εκείνος να του κάνει κριτική. Οτι ξόδεψε λίγα, ότι τα ξόδεψε σε λάθος παίκτες και σε λάθος προπονητή. Οτι δεν τα έδωσε εκεί που έπρεπε για να πιάσουν τόπο… Αυτή είναι η αθλητική μας κουλτούρα: η «καψούρα» για την ομάδα μας, να είναι δωρεάν. Να κάνουμε «ντου», για να μην πληρώνουμε ούτε το εισιτήριο.