H έναρξη της φάσης μείωσης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την Πέμπτη (5/6) γεννά προσδοκίες που μπορούν να αλλάξουν το κλίμα στην ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και στη χώρα μας, όπου παρά τα προβλήματα κινείται με πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Αλλά πλήττεται παράλληλα από τον πληθωρισμό.
Η μείωση του κεντρικού επιτοκίου της ΕΚΤ για πρώτη φορά μετά από σχεδόν πέντε χρόνια θα μεταφραστεί στην πράξη ανάλογα με τη μείωση του κόστος δανεισμού.
Θα βελτιώσει την κατάσταση και στην Ελλάδα;
Καταρχάς η κίνηση της κεντρικής τράπεζας της ευρωζώνης αποτελεί ορόσημο, αλλά προφανώς κάθε αρχή κρύβει και κινδύνους. Η πρώτη ανακούφιση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αναμένεται ότι θα είναι μια πρώτη μικρή μείωση στα καταναλωτικά δάνεια, τις κάρτες και τα επιχειρηματικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου. Επίσης, είναι πιθανό να υπάρξουν κάποια θετικά νέα για αυτούς που θα επιδιώξουν από σήμερα και στο εξής να πάρουν στεγαστικό δάνειο.
Σε ό,τι αφορά τους υφιστάμενους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο, τα επιτόκια των στεγαστικών δάνειων δεν θα κινηθούν αμέσως προς τα κάτω, από την έναρξη δηλαδή του καθοδικού κύκλου των επιτοκίων της ΕΚΤ. Ο λόγος είναι απλός. Οι δόσεις των δανείων αυτών είχαν «παγώσει» από τις τράπεζες από τον Μάιο του 2023 με το πάγωμα να ισχύει έως τον Μάιο του 2025.
Με απλά λόγια, από τον Μάρτιο του 2024 και μετά, όταν «πάγωσαν» τα επιτόκια των στεγαστικών, η ΕΚΤ συνέχισε και αύξησε άλλες τέσσερις φορές το επιτόκιό της κι έτσι το τρίμηνο Euribor κυμαίνεται σήμερα στο 3,8%. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειολήπτες με στεγαστικά κυμαινόμενου επιτοκίου θα συνεχίζουν να προστατεύονται από το «πάγωμα» και μετά τη μείωση της Πέμπτης.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το ίδιο θα συνεχίσει να συμβαίνει και στη συνέχεια και ότι θα χρειαστεί να μειωθούν τα επιτόκια άλλες τέσσερις φορές, αν οι μειώσεις είναι της τάξης των 25 μονάδων βάσης η κάθε μία (ή λιγότερες αν οι μειώσεις είναι μεγαλύτερου μεγέθους). Μόνο τότε θα φτάσουμε στο σημείο να κερδίζουν οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες από την άρση του «παγώματος» που συνεχίζει να τους προστατεύει.
Πότε θα γίνει αυτό; Το πιθανότερο σύμφωνα με τους ειδικούς, και με τα σημερινά δεδομένα, είναι ότι η μείωση των δόσεων των στεγαστικών με κυμαινόμενο επιτόκιο θα αρχίσει μέσα στο 2025 και θα ολοκληρωθεί μέσα στο επόμενο έτος ανάλογα με το επίπεδο όπου θα σταθεροποιηθούν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Υπάρχει όμως και μια θετική επίπτωση της μείωσης των επιτοκίων που θα έρθει άμεσα. Λέγεται αλλαγή ψυχολογίας, καθώς η έναρξη της μείωσης των επιτοκίων δημιουργεί αισιοδοξία. Για παράδειγμα, πολίτες που ανέβαλαν την απόφαση για νέο σπίτι με δάνειο τώρα θα μπορούν πιο εύκολα να προχωρήσουν γνωρίζοντας ότι τα επιτόκια κινούνται καθοδικά. Και η θετική ψυχολογία στην αγορά έχει πάντοτε πολλαπλασιαστικό όφελος.
Ευρύτερο πλαίσιο και κίνδυνοι
Σε ό,τι αφορά τη μεγάλη εικόνα στην ευρωζώνη, οι Financial Times σημειώνουν ότι η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα δώσει νέα πνοή στην οικονομία της. Μετά τη μείωση της Πέμπτης που έχει προεξοφληθεί οι επενδυτές θα αναζητούν πλέον με προσοχή ενδείξεις από την Λαγκάρντ για τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής.
«Αρχίζοντας να μειώνει εκ νέου τα επιτόκια, η κεντρική τράπεζα πρόκειται να δώσει νέα πνοή στις αγορές κατοικιών, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις καταναλωτικές δαπάνες. Η ΕΚΤ αύξησε πέρυσι το επιτόκιο καταθέσεων αναφοράς της σε ποσοστό ρεκόρ 4%, θέτοντας σε ασφυκτικό κλοιό την οικονομική δραστηριότητα για να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών εδώ και μια γενιά» σημειώνουν οι FT.
«Τα χαμηλότερα επιτόκια έχουν σημασία», δήλωσε ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής τράπεζας Berenberg. «Οι χρηματοπιστωτικές αγορές γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό έρχεται, αλλά η είδηση ότι η ΕΚΤ έχει αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να τονώσει το κλίμα» πρόσθεσε.
Η οικονομία της ευρωζώνης έδειξε ήδη δειλά σημάδια ανάκαμψης τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους, όταν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο δίνοντας τέλος σε ένα έτος στασιμότητας.
Στη Γερμανία, σημειώνουν οι FT, οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν κατά 10% μετά την έναρξη της αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ το 2022. Ωστόσο φέτος σταθεροποιούνται μετά την πτώση των 10ετών επιτοκίων ενυπόθηκων δανείων από σχεδόν 4% τον περασμένο Οκτώβριο σε επίπεδα κάτω του 3,2%.
Σε ό,τι αφορά τις περαιτέρω κινήσεις μετά τη συνεδρίαση της Πέμπτης, το πρόβλημα για τη Λαγκάρντ είναι ότι έχει διακοπεί η σταθερή πτώση του πληθωρισμού από την κορύφωσή του πάνω από το 10% το 2022. Τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι η ετήσια αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε και πάλι στο 2,6% τον Μάιο από 2,4% τον προηγούμενο μήνα.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η απροσδόκητα ισχυρή αγορά εργασίας της ευρωζώνης διατηρεί υψηλές πιέσεις στις τιμές, με τη συλλογική αύξηση των μισθών να αυξάνεται εκ νέου σε ρυθμό ρεκόρ 4,7% το πρώτο τρίμηνο και την ανεργία να μειώνεται σε νέο χαμηλό 6,4% τον Απρίλιο.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι τα πρόσφατα ισχυρά στοιχεία σημαίνουν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει ελαφρώς τόσο την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό, που είναι 2,3% για φέτος, όσο και την πρόβλεψή της για την αύξηση του ΑΕΠ, που είναι 0,6%.
Παράλληλα, οι αναλυτές τονίζουν ότι η χρονική συγκυρία της μείωσης των επιτοκίων αυτή την εβδομάδα είναι ασυνήθιστη για την ΕΚΤ, διότι συνήθως δρομολογεί μια τέτοια νομισματική χαλάρωση μόνο ως απάντηση σε μια κρίση, όπως μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. «Ή όταν η Ελλάδα χρειάστηκε μια σειρά από πακέτα διάσωσης το 2011» σχολιάζουν οι FT.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, δήλωσε στη βρετανική οικονομική εφημερίδα τον περασμένο μήνα ότι τα επιτόκια είναι πιθανό να «κινηθούν κάπως προς τα κάτω» κατά τη διάρκεια του έτους, παραμένοντας όμως σε «περιοριστική περιοχή», που οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποθέτουν ότι σημαίνει παραμονή πάνω από το 3%.
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας, Κλάας Νοτ, δήλωσε σε εκδήλωση στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα ότι με βάση τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ τα μοντέλα της έδειχναν ότι «η βέλτιστη πολιτική θα ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνη με τρεις έως τέσσερις μειώσεις επιτοκίων» μέχρι το τέλος του 2024.
Για να πέσει ο πληθωρισμός στο στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, υπολογίζει σε έναν συνδυασμό επιβράδυνσης της αύξησης των μισθών, αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και συρρίκνωσης των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών. Εάν αυτές οι τάσεις δεν υλοποιηθούν και ο πληθωρισμός παραμείνει σε δυσάρεστα υψηλά επίπεδα, αναλυτές εκτιμούν ότι οι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση των επιτοκίων ίσως χρειαστεί να κάνουν μια παύση μετά τις πρώτες δύο μειώσεις.
Οι Financial Times σημειώνουν, κλείνοντας, ότι μπροστά σε αυτή την αβεβαιότητα που επικρατεί σε ό,τι αφορά τις οικονομικές προοπτικές, η Λαγκάρντ αναμένεται να αντισταθεί και να μην δώσει πολλά σημάδια σχετικά με την πιθανή πορεία της νομισματικής πολιτικής. Γιατί; Για να επιτρέψει στην ΕΚΤ να διατηρήσει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία για την έκταση των μειώσεων των επιτοκίων, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.