Η μάχη για τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνεχίζεται, στη σκιά της αλματώδους αύξησης του πληθωρισμού. Η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία μέχρι πρότινος έλεγε ότι δεν θα υπάρξει αύξηση εντός του τρέχοντος έτους, τώρα δεν το αποκλείει καθώς οι φωνές –από τη Γερμανία αλλά όχι μόνον– για αυστηρότερη νομισματική πολιτική πληθαίνουν. Ομως η «Σιδηρά Κυρία» της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι ξεκάθαρη: ό,τι γίνει θα πρέπει να γίνει «εάν χρειαστεί» και «σταδιακά», ώστε να μην πλήξει την ανάκαμψη των χωρών της ευρωζώνης μετά την πανδημία.
Μιλώντας στο Redaktionsnetzwerk Deutschland, η επικεφαλής της ΕΚΤ υποστήριξε κατ’ αρχάς ότι η η ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχει υπερθερμανθεί. «Η οικονομία των ΗΠΑ έχει υπερθερμανθεί, ενώ η οικονομία μας απέχει πολύ από αυτό το σημείο. Γι’ αυτό μπορούμε —και πρέπει— να προχωρήσουμε πιο προσεκτικά. Δεν θέλουμε να πνίξουμε την ανάκαμψη», είπε η γαλλίδα τεχνοκράτης, εξηγώντας ότι η πολιτική αυξήσεων των επιτοκίων που υιοθετεί η αμερικανική Fed –στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 7,5% τον Ιανουάριο, ένα ρεκόρ 40ετίας– δεν είναι η δέουσα λύση για την ΕΚΤ.
Η αύξηση των επιτοκίων, είπε η Λαγκάρντ «δεν θα έλυνε κανένα από τα τρέχοντα προβλήματα. Αντίθετα: αν ενεργήσουμε πολύ βιαστικά τώρα, η ανάκαμψη των οικονομιών μας θα μπορούσε να αποδυναμωθεί σημαντικά και οι θέσεις εργασίας να απειληθούν», προειδοποίησε για να προσθέσει ότι η ΕΚΤ θα τροποποιήσει την υφιστάμενη χαλαρή νομισματική πολιτική της σταδιακά και όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. «Μπορούμε τώρα να προσαρμόσουμε –ήρεμα, βήμα προς βήμα– τα μέσα νομισματικής πολιτικής μας. Και όταν τα οικονομικά δεδομένα το επιτρέψουν, θα το κάνουμε», δήλωσε.
Μια φράση της χαρακτηριστική. «Οταν οδηγείς δεν παίρνεις τη στροφή με πέμπτη ταχύητα. Οταν η ταχύτητα είναι η σωστή και η κατάσταση το επιτρέπει, τότε θα είμαστε έτοιμοι να στρίψουμε το τιμόνι και να μειώσουμε τη ρευστότητα», είπε στους δημοσιογράφους του γερμανικού Μέσου.
Η θέση της επικεφαλής της ΕΚΤ έρχεται να αμβλύνει τις ανησυχίες που διατυπώνονται ευρέως σχετικά με τον ενδεχόμενο αντίκτυπο που θα έχει μια απότομη αύξηση των επιτοκίων στην ευρωζώνη, στο κόστος δανεισμού ή ακόμα και στην ίδια τη δυνατότητα πρόσβασης στις χρηματαγορές των υπερχρεωμένων κρατών-μελών, ιδίως της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Η Λαγκάρντ ομολόγησε πάντως ότι μέχρι στιγμής η ΕΚΤ δεν έχει καταφέρει να περιορίσει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% για το 2022.
«Ο πληθωρισμός μπορεί να είναι υψηλότερος από ό,τι προβλέπαμε τον Δεκέμβριο. Θα το αναλύσουμε τον Μάρτιο και μετά θα δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια… Ο πληθωρισμός θα παραμείνει σχετικά υψηλός τους επόμενους μήνες. Ωστόσο, είμαι βέβαιη ότι θα μειωθεί κατά τη διάρκεια του έτους», είπε.
«Κυρία Λαγκάρντ, πηγαίνετε για ψώνια;»
Ενδιαφέρον είχε η στοιχομυθία της με τους δημοσιογράφους του RND σχετικά με την ακρίβεια:
-«Κυρία Λαγκάρντ, πηγαίνετε ακόμα για ψώνια;»
-Φυσικά αγοράζω μόνη μου τα ψώνια μου και πληρώνω και τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου.
-Τότε ξέρετε ότι όλα έχουν γίνει πιο ακριβά;
-Φυσικά. Βλέπω ότι οι τιμές ανεβαίνουν και δεν είμαι καθόλου αδιάφορη. Έχω μέλη στην οικογένειά μου, των οποίων η επιχείρηση παλεύει με την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Αυτό είναι πολύ κοντά μου… Η αποστολή μας είναι η σταθερότητα των τιμών. Αν δούμε τον κίνδυνο, θα δράσουμε. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει αυτό. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι κάθε απόφαση που παίρνουμε συνήθως τίθεται πλήρως σε ισχύ μόνο εννέα έως 18 μήνες αργότερα. Πρώτα από όλα, πρέπει να καταλάβουμε από πού προέρχεται η αύξηση των τιμών: Κατ` αρχήν στην απότομη άνοδο των τιμών της ενέργειας. Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και το ρεύμα έχουν γίνει πιο ακριβά. Και δεδομένου ότι εισάγουμε πολλά από αυτά, αυτές οι τιμές είναι κάπως έξω από τη σφαίρα επιρροής της οικονομίας μας. Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας τιμών ήταν τα σημεία συμφόρησης στον εφοδιασμό: πολύ λίγα μικροτσίπ, εμπλοκή στα εμπορευματοκιβώτια, διακοπτόμενες αλυσίδες εφοδιασμού. Τώρα σας ρωτάω: τι μπορεί να κάνει η ΕΚΤ για αυτό; Μπορούμε να διορθώσουμε τα σημεία συμφόρησης στον εφοδιασμό; Μπορούμε να μεταφέρουμε κοντέινερ, να μειώσουμε την τιμή του πετρελαίου ή να διευθετήσουμε γεωστρατηγικές συγκρούσεις; Όχι, δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά…Λιγότερο από δύο χρόνια πριν, υπήρχε τόσο πολύ πετρέλαιο που τα δεξαμενόπλοια δεν μπορούσαν να μεταφέρουν. Και οι αγοραστές έπαιρναν ακόμη και χρήματα για να αγοράσουν πετρέλαιο. Αυτή η πτώση της ζήτησης ήταν άνευ προηγουμένου – όπως και η ανάκαμψη της ζήτησης και οι γεωπολιτικές ανατροπές που οδήγησαν τις τιμές σε άνοδο λίγο αργότερα. Για να είμαι ειλικρινής, και οι δύο κινήσεις δεν ήταν λογικά προβλέψιμες».