Τον Μάιο του 2021, στον ημιτελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Βουδαπέστης, έγινε ο πρώτος έλληνας κολυμβητής που «κατέβηκε» από τα 53 δευτερόλεπτα στα 100 μέτρα ύπτιο, καταρρίπτοντας ένα ρεκόρ 12 ετών (το 53’’.03 του Αρη Γρηγοριάδη). Εκείνο το 52’’.77 -η καλύτερη επίδοση των αγώνων- στον τελικό θα του χάριζε το χρυσό μετάλλιο. Αλλά την επόμενη μέρα έκανε 52’’.97. Τερμάτισε τρίτος. Οπως και στα δυο προηγούμενα Ευρωπαϊκά: στη Γλασκώβη (2018) και στο Λονδίνο (2016).
Τον περασμένο Ιούνιο, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Βουδαπέστης, διάνυσε τα 100μ. ύπτιο σε χρόνο «μαγικό»: 52’’.09. Για 24 ώρες ήταν ρεκόρ αγώνων. Αλλά την επόμενη μέρα βρέθηκε να συμμετέχει στον ταχύτερο τελικό στην ιστορία του αγωνίσματος, με τρεις κολυμβητές να τερματίζουν σε λιγότερο από 52 δευτερόλεπτα, και τον Τόμας Τσεκόν να πετυχαίνει παγκόσμιο ρεκόρ (51’’.60). Το δικό του 52’’.57, του έδωσε την 5η θέση.
Κυνηγούσε το χρυσό μετάλλιο από το 2016, δηλαδή από την πρώτη φορά που έφτασε σε ημιτελικό ευρωπαϊκού πρωταθλήματος σε επίπεδο Ανδρών. Πάντοτε εντυπωσίαζε σε προκριματικούς και ημιτελικούς, σχεδόν πάντα έκανε πανελλήνια ρεκόρ, όμως ποτέ στην καριέρα του ως ενήλικος δεν είχε κατορθώσει να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Ηταν… το απωθημένο του. Και τα κατάφερε, επιτέλους, στα νερά του «Φόρο Ιτάλικο», του ιστορικού ανοικτού κολυμβητηρίου της Ρώμης, ανήμερα της ονομαστικής εορτής του προπονητή του, Παναγιώτη Βελέντζα. Μάλιστα, σε ένα αγώνισμα (50μ. ύπτιο) που -υποτίθεται ότι- δεν είναι το φόρτε του.
Ο 25χρονος κολυμβητής μας έδωσε μεγάλη μάχη με τον Ιταλό, Τόμας Τσεκόν, η οποία κρίθηκε στην τελευταία «χεριά». Αλλά η κραυγή του στο τέλος αυτής της κούρσας που τον έστεψε πρωταθλητή Ευρώπης, δεν ήταν, απλώς, ένας πανηγυρισμός για τη νίκη του. Ηταν ένα ξέσπασμα δικαίωσης, κάτι σαν λύτρωση. Μόνον όσοι έχουν ζήσει από κοντά τον Τόλη (έτσι τον αποκαλούν οι δικοί του άνθρωποι) και γνωρίζουν την ιστορία του, μπορούν να κατανοήσουν τη συναισθηματική του φόρτιση.
Βρέθηκε στα βαθιά -της πισίνας- σε ηλικία 7 ετών. Αν και φοβόταν το νερό, οι γονείς του, ο κύριος Θωμάς και η κυρία Ελπίδα, τον έσπρωξαν στην κολύμβηση (όπως και τον μικρότερο αδελφό του, Γιάννη), ακολουθώντας τη συμβουλή του παιδίατρου. Παιδί των δυτικών προαστίων, ο μικρός Τόλης άρχισε να γνωρίζει έναν νέο, θαυμαστό κόσμο στον
Αίολο Πετρούπολης. Ο φόβος εξαφανίστηκε, μαζί με τα «μπρατσάκια». Αλλά πολύ σύντομα, μόλις φάνηκε το ταλέντο του, είχε έρθει η ώρα για τις θυσίες που απαιτεί ο πρωταθλητισμός.
Καθώς μεγάλωνε, η ζωή του γινόταν ακόμη πιο δύσκολη. Με πολύωρες, εξαντλητικές προπονήσεις κάθε μέρα, παράλληλα με το σχολείο, αυστηρό πρόγραμμα, που έπρεπε να τηρηθεί ευλαβικά, και στερήσεις. Ελάχιστες βραδινές έξοδοι, σουβλάκια κάθε Σάββατο, και πολλές άλλες. Στη Γ’ Λυκείου δεν ακολούθησε τους συμμαθητές του στην πενθήμερη εκδρομή, επειδή ήταν αδύνατο να μείνει τόσες μέρες μακριά από την πισίνα. Το κολύμπι του άρεσε. Πλέον, δεν μπορούσε να φανταστεί την καθημερινότητά του χωρίς αυτό. Αλλά η πρώτη φορά που ένιωσε ότι οι κόποι του δεν είναι μάταιοι, ήταν στα 17 του. Το 2013, όταν κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο (στα 50μ. ύπτιο) στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα Εφήβων.
Η ικανοποίηση δεν ήταν, μόνον, ηθική. Τότε του δόθηκε και η δυνατότητα εισαγωγής στα ΑΕΙ άνευ εξετάσεων, ένα προνόμιο που δεν άφησε ανεκμετάλλευτο. Σπούδασε Ναυτιλιακά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Επειδή, όπως έχει τονίσει σε συνεντεύξεις του, «στην Ελλάδα ο αθλητισμός δεν σου εξασφαλίζει το μέλλον. Οσο ψηλά κι αν φτάσεις ως αθλητής, πολύ δύσκολα θα αποκατασταθείς επαγγελματικά».
Τα δυο προηγούμενα χρόνια, ως κολυμβητής του ΓΣ Περιστερίου από το 2010, είχε… σπάσει τα χρονόμετρα στις εγχώριες διοργανώσεις. Κατείχε, ήδη, τέσσερα πανελλήνια ρεκόρ στους Παίδες: στα 50μ., 100μ. και 200μ. ύπτιο, και στη σκυταλοδρομία 4Χ100 ελεύθερο με την Εθνική Ελλάδας. Σε τέσσερις αποστολές της Εθνικής είχε κατακτήσει 14 μετάλλια. Είχε πιάσει τα όρια για συμμετοχή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων του Ντουμπάι, τρεις φορές. Και τα όρια για το Πανευρωπαϊκό Εφήβων του Πόζναν, 11 φορές. Στο Ντουμπάι τερμάτισε πρώτος στα 100μ. ύπτιο. Και στο Πόζναν, τρίτος στα 50μ. ύπτιο.
Το καλοκαίρι του 2014 (ήταν αθλητής του Ολυμπιακού, πια) όλος ο κόσμος της κολύμβησης μιλούσε γι’ αυτόν. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων του Ντόρτρεχτ (Ολλανδία) κέρδισε ένα «χρυσό» και δυο «αργυρά» στις αποστάσεις του υπτίου. Στα 100μ. είχε πετύχει και παγκόσμιο ρεκόρ, δυο φορές: ένα στον ημιτελικό, κι ένα στον τελικό. Σε μερικούς μήνες έκλεινε τα 18, και οι προσδοκίες από τον ενήλικο, πλέον, Χρήστου ήταν τεράστιες. Τις μεγαλύτερες απαιτήσεις τις είχε ο ίδιος από τον εαυτό του.
Στο σημείο αυτό ανοίγει ένας νέος κύκλος επιτυχιών (τρία ευρωπαϊκά χάλκινα μετάλλια σε 50άρα πισίνα, και ένα σε 25άρα), αλλά και χαμένων ευκαιριών για ένα «χρυσό». Αν και η τρίτη θέση στην Ευρώπη δεν είναι αποτυχία -κάθε άλλο- και, μάλιστα, σε τρεις διαδοχικές διοργανώσεις, ο έλληνας πρωταθλητής είχε απογοητευθεί. Αλλά δεν παραιτήθηκε από το όνειρό του. Για να φτάσει τη Δευτέρα στην κορυφαία -μέχρι τώρα- στιγμή της καριέρας του.
Είναι η ίδια η κολύμβηση, που σφυρηλάτησε την υπομονή και το κουράγιο του. Οπως συνηθίζει να λέει στις συνεντεύξεις του ο Χρήστου, «ο πρωταθλητισμός σε ένα μοναχικό σπορ, πλάθει τον χαρακτήρα σου, σου δίνει αρχές και σε μαθαίνει να μην εγκαταλείπεις, μέχρι να πετύχεις αυτό που θέλεις».