Γεννηματά και Τσίπρας μοιάζουν να κοιτούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Είναι όμως έτσι; | George Vitsaras / SOOC
Επικαιρότητα

Η Κεντροαριστερά, το Μακεδονικό και το φάντασμα του ’15

Από τον ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να αναδείξουν τη γραμμή αντιπαράθεσης Αριστερά - Δεξιά, για να φέρουν πιο κοντά τον υπό ίδρυση φορέα. Αλλά από το Κίνημα Αλλαγής ξεκαθαρίζουν ότι από την παρούσα Βουλή δεν μπορεί να υπάρξει άλλη κυβερνητική πλειοψηφία πλην αυτής των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ
Μιχάλης Μιχαήλ

Παρά τις φήμες και την παραπολιτική φιλολογία τις προηγούμενες ημέρες για ριζικές διαφωνίες και ρήξη ανάμεσα στα κόμματα που συμμετέχουν στο Κίνημα Αλλαγής, σχετικά με τη στάση του γύρω από το Μακεδονικό, το Πολιτικό Συμβούλιο την περασμένη Παρασκευή το βράδυ διαμόρφωσε ενιαία στρατηγική  και καθόρισε, ως βασική γραμμή, τη σύνθετη ονομασία έναντι όλων και την εξάλειψη των αλυτρωτικών διαθέσεων της γειτονικής χώρας με ισχυρές νομικές δεσμεύσεις . Τονίστηκε επίσης η διγλωσσία της κυβέρνησης με τη στάση των ΑΝΕΛ. Ταυτόχρονα κατέστη σαφές ότι τα συλλαλητήρια δεν βοηθούν στον δύσκολο χειρισμό του θέματος.

Με αυτό  αυστηρό πλαίσιο συνάντησαν τον Αλέξη Τσίπρα, η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης και με αυτή τη θέση άσκησαν κριτική για τη τακτική του Πρωθυπουργού, αμέσως μετά,  φυσικά με τη διαφορά ύφους  με την οποία εκφράζεται ο καθένας. Είναι σαφές ότι καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στο εθνικό συμφέρον από τη μία και τη μη στήριξη της κυβέρνησης από την άλλη. Όπως φαίνεται το επιτυγχάνουν ως δύναμη εθνικής ευθύνης και λογικής .

Είναι κοινός τους  τόπος ότι ελλοχεύει το φάντασμα του καλοκαιριού  2015 καθώς τότε ψήφισαν το 3ο Μνημόνιο – Τσίπρα, για να μην βρεθεί η χώρα εκτός ευρώ και παρά τις διαβεβαιώσεις ο Πρωθυπουργός κήρυξε εκλογές, τον Σεπτέμβριο, απομονώνοντας τον χώρο. Και τώρα, δεν αποκλείουν να επιχειρήσει να κάνει ξανά το ίδιο επιρρίπτοντας πιθανή πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, λόγω αποτυχίας στο Μακεδονικό, στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο με το επιχείρημα ότι δεν συμπράττει σε λύση. Γι’ αυτό ζητούν ενιαία κυβερνητική θέση για συνολική λύση – πακέτο και όχι κατ’ αποκοπή διαπραγμάτευση.

Εκτιμάται ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει, να πλαγιοκοπήσει τον χώρο και να «ξεφορτωθεί» τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Καμμένο, παρά τα περί σταθερής συνεργασίας, για να προσεταιριστεί τον υπό ίδρυση προοδευτικό φορέα ώστε να παρατείνει τη παραμονή του στην εξουσία, όπως σχολίασε κορυφαίος παράγοντας του Κινήματος Αλλαγής. Ούτε διέλαθαν της προσοχής κανενός στην ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, οι δηλώσεις του Νίκου Βούτση κι άλλων κυβερνητικών στελεχών που διαρρέουν ότι στο τέλος της συγκεκριμένης διαδρομής στο Μακεδονικό, η κυβερνητική πλειοψηφία θα είναι προοδευτική. Δεδομένης, μάλιστα, της στροφής του Κυριάκου Μητσοτάκη να αγκαλιάσει τον εθνικολαϊκισμό των συλλαλητηρίων γίνεται σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ  θα αναδείξει τη γραμμή αντιπαράθεσης Αριστερά – Δεξιά, για να φέρει  πιο κοντά του τον υπό ίδρυση φορέα.

Παράγοντες του Κινήματος Αλλαγής ωστόσο  διαβεβαιώνουν ότι από την παρούσα Βουλή δεν μπορεί να υπάρξει άλλη κυβερνητική πλειοψηφία πλην αυτής των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ενθαρρυμένοι από τις δημοσκοπήσεις (Public Issue εδώ) που δείχνουν να βρίσκει απήχηση η εθνικά υπεύθυνη στάση τους καθώς η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η μισή απ’ ό,τι εκείνη ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη ΝΔ, καθιστούν σαφές ότι δεν είναι πρόθυμοι σε κυβερνητική συνεργασία χωρίς εκλογές. «Μόνο οι εκλογές θα καταγράψουν το νέο πολιτικό συσχετισμό», λένε. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει διαμηνυθεί στα κυβερνητικά κλιμάκια να μην περιμένουν ανταπόκριση στο επίμονο φλερτ ακόμη κι αν η ρήξη του ΣΥΡΙΖΑ με τον Καμμένο γίνει πραγματικότητα.

Η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Γιώργος Καμίνης, ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος και ο Γιώργος Παπανδρέου για τη κοινή τους στρατηγική στο Μακεδονικό  έλαβαν υπόψη τους την υποχρέωση να υπηρετήσουν την επίτευξη λύσης σ’ ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, ιδίως μετά την μεταστροφή προς τα δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχοντας μάλιστα την παρακαταθήκη ανάλογων προσπαθειών που έγιναν τα τελευταία 25 χρόνια με κορύφωση την Ενδιάμεση Συμφωνία, του 1995, και τις πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων Σημίτη εκτίμησαν ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα πρέπει να σταθεί εμπόδιο για την ομογενοποίηση του χώρου και την επιτυχία του ιδρυτικού συνεδρίου του ενιαίου πολιτικού φορέα.