Πριν από μερικά χρόνια τα παραδοσιακά κεντροαριστερά κόμματα σε πολλές χώρες της Δύσης είτε κατέρρεαν ή, στην καλύτερη περίπτωση, προσπαθούσαν να επουλώσουν τα βαριά τραύματά τους.
Στις ΗΠΑ η αναπάντεχη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ είχε αναδείξει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο τις αποτυχίες και τον εφησυχασμό των Δημοκρατικών. Την ίδια ώρα σε πολλές χώρες της Ευρώπης παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούσαν επί δεκαετίες στην εγχώρια πολιτική σκηνή, σχεδόν αφανίστηκαν, ενώ ακόμη και στη Γερμανία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το πιο παλιό από τα κόμματα της χώρας, κατέληξε να εκτελεί χρέη εταίρου στους κεντροδεξιούς συνασπισμούς της Ανγκελα Μέρκελ.
Υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, πως το κατάντημα των κομμάτων της Κεντροαριστεράς οφειλόταν στο γεγονός πως αποξενώθηκαν από τη βάση τους, από τα μέλη της εργατικής τάξης που κάποτε αποτελούσαν την κύρια πηγή της ισχύος τους, επιλέγοντας να ευθυγραμμιστούν με νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας, αποδεχόμενα, ουσιαστικά, την συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων.
Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, όλα τα κεντροαριστερά κόμματα της Δύσης έδιναν την εντύπωση ότι «εκπροσωπούσαν ένα παρηκμασμένο μεταψυχροπολεμικό στάτους κβο που κινδύνευε να σαρωθεί από τους κλυδωνισμούς της παγκοσμιοποίησης και τα σοκ των χρηματοπιστωτικών και πολιτικών κρίσεων των τελευταίων δύο δεκαετιών», εξηγεί πολύ εύστοχα σε ανάλυσή του ο Ισάν Θαρόρ της Washington Post. Σήμερα, ωστόσο, φαίνεται πως φυσάει ούριος άνεμος για την κεντροαριστερά και τα κόμματά της.
Αριστερόστροφος πλανήτης;
Τις ΗΠΑ πλέον τις κυβερνά ο Τζο Μπάιντεν ο οποίος επιδιώκει πάση θυσία να αυξήσει σημαντικά τις κοινωνικές δαπάνες. Στη Νορβηγία η αριστερόστροφη αντιπολίτευση ανέκτησε, ύστερα από μία οχταετία συντηρητικής διακυβέρνησης της χώρας, την εξουσία. Στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία κεντροαριστερά κόμματα συμμετέχουν στους κυβερνητικούς συνασπισμούς και έχουν, άρα, λόγο στη διακυβέρνηση των χωρών τους. Στον Καναδά ο προοδευτικός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια που του έθεσαν όχι μόνον η Δεξιά αλλά και οι αριστερότερες δυνάμεις, εξασφαλίζοντας μια τρίτη θητεία στην εξουσία. Και στη Γερμανία, όπου την Κυριακή διεξάγονται ομοσπονδιακές εκλογές, οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν πως οι περισσότεροι Γερμανοί επιθυμούν να ηγηθούν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) της χώρας τους στην μετά Μέρκελ εποχή.
Σύμφωνα με μια τελευταία δημοσκόπηση που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Forza για λογαριασμό του τηλεοπτικού δικτύου RTL και επικαλούνται οι Financial Times το SPD του Ολαφ Σολτς συγκεντρώνει ποσοστό 25%, το CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές) 22%, οι Πράσινοι 17% και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες 12%.
«Πιο έμπειρος και… μερκελικός»!
Μιλώντας στην Washington Post η Κονστάντσε Στελτσενμούλερ από το Brookings Institution σημείωσε πως το προβάδισμα του Ολαφ Σολτς οφείλεται στο γεγονός πως θεωρείται «ο πιο έμπειρος και μερκελικός» από τους διεκδικητές της καγκελαρίας, ένας πολιτικός που μπορεί να εγγυηθεί μια συνοχή μεταξύ του μερκελικού παρελθόντος και του άγνωστου μέλλοντος της Γερμανίας.
Ωστόσο η γερμανίδα αναλύτρια υπογράμμισε πως η υποψηφιότητά του ενισχύθηκε σημαντικά εξαιτίας μίας μεταβολής της κοινής γνώμης που σημειώθηκε και στη Γερμανία, καθώς ολοένα περισσότεροι Γερμανοί άρχισαν να εκτιμούν «την επιστροφή του κράτους ως παρόχου δημοσίων αγαθών στο πλαίσιο της πανδημίας». Και, πράγματι, αποτελεί γεγονός πως στις χώρες της Δύσης οι ανησυχίες των πολιτών για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αποτελεσματική αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης υπερισχύουν, τουλάχιστον προς το παρόν, των φόβων για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που συντάραξαν την πολιτική στην Ευρώπη πριν από μία πενταετία.
Ως υπουργός Οικονομικών της Ανγκελα Μέρκελ ο Ολαφ Σολτς ανέλαβε τη διανομή δισεκατομμυρίων ευρώ στους πολίτες στο πλαίσιο της πανδημίας αλλά και των καταστροφικών πλημμυρών που έπληξαν τη χώρα τον περασμένο Ιούλιο. Ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία τάσσεται επίσης υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού και της φορολόγησης των πλουσίων. Σύμφωνα με τον Ισάν Θαρόρ αυτή η αριστερή στροφή «είναι μία αναγνώριση του ότι ακόμη και η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, πρέπει να ανανεώσει τις υποδομές της και να ενισχύσει τις κρατικές δαπάνες».
Ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις
Την άποψή του αμερικανού αρθρογράφου συμμερίζεται και ο βρετανικός Economist, σημειώνοντας πως «συναινούν σχεδόν όλοι πως η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να κάνει περισσότερα για την κάλυψη των αναγκών της χώρας σε δημόσιες επενδύσεις. Ο διάλογος αφορά το πώς. Για κάποιους η αντιμετώπιση της γερμανικής τάσης για λιτότητα αποτελεί προτεραιότητα».
«Οι δεξιές λαϊκιστικές κυβερνήσεις της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβενίας καλούνται να αντιμετωπίσουν τη μείωση των ποσοστών τους και την άνοδο αντιπολιτευόμενων κινημάτων, των οποίων συχνά ηγείται η Κεντροαριστερά», επισήμανε σε άρθρο του και ο Μαξ Φίσερ των New York Times. «Οι λαϊκιστές τα πηγαίνουν ελάχιστα καλύτερα στην αντιπολίτευση. Η Ακροδεξιά στη Γαλλία υπέστη πλήγματα στις περιφερειακές εκλογές φέτος το καλοκαίρι. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία που κάποτε θεωρούνταν πρωτοπόρος μίας νέας Ακροδεξιάς παραμένει στάσιμη ή υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις», πρόσθεσε.
Ωστόσο θεωρεί πως μάλλον είναι πρόωρο να γίνεται λόγος για «επιστροφή της Κεντροαριστεράς» στην Ευρώπη, όπου το κυρίαρχο στοιχείο εξακολουθεί να είναι ο κατακερματισμός του εκλογικού σώματος.
Τα λάθη του Λάσετ
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Ισάν Θαρόρ δεν παραλείπει να επισημάνει πως πολλοί αναλυτές στη Γερμανία θεωρούν πως η διαφαινόμενη επικράτηση του Σολτς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τύχη, δηλαδή στα λάθη και τις αποτυχίες των αντιπάλων του, ειδικά του Χριστιανοδημοκράτη Αρμιν Λάσετ ο οποίος διεξήγαγε μια καταστροφική προεκλογική εκστρατεία και απέτυχε να αντιμετωπίσει επαρκώς τις πρωτοφανείς πλημμύρες που έπληξαν και τη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το κρατίδιο όπου κατέχει την πρωθυπουργία.
Οσον αφορά το τι επέρχεται στη γερμανική πολιτική σκηνή έπειτα από περισσότερα από 15 χρόνια πολιτικής σταθερότητας υπό την ηγεσία της Ανγκελα Μέρκελ, «οι Χριστιανοδημοκράτες, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι είδαν όλοι τα ποσοστά τους να αυξομειώνονται κατά δέκα μονάδες τους προηγούμενους τέσσερις μήνες», είπε στους Financial Times o Ομίντ Νουριπούρ, βουλευτής των Πρασίνων. «Αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν συνδέονται πλέον τόσο στενά με κάποιο συγκεκριμένο κόμμα όσο κατά το παρελθόν. Υπάρχει μία νέα ρευστότητα στην πολιτική».