Η θεϊκή Κέιτ Μπλάνσετ επέστρεψε στη Βενετία, ερμηνεύοντας ένας άκρως απαιτητικό ρόλο σε μια ταινία που θα συζητηθεί πολύ. Στο «Tár», δεκαέξι χρόνια μετά τo «Little Children», ο αμερικανός σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ αφηγείται τον κόσμο της κλασικής μουσικής, με σημείο αναφοράς την «Λίντια Ταρ» (Κέιτ Μπλάνσετ), η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων εν ζωή συνθετών/μαέστρων του κόσμου και διευθύνει τη διάσημη Φιλαρμονική του Βερολίνου.
Η ταινία ακολουθεί την πρωταγωνίστρια από το ζενίθ της καλλιτεχνικής της δημιουργίας, της καριέρας της και της προσωπικής της ευτυχίας – συζεί με την πρώτη βιολίστριά της (Νίνα Χος) και έχουν υιοθετήσει ένα παιδί – έως την σπαρακτική παρακμή της.
Ξαφνικά βρίσκεται στο στόχαστρο του MeToo, mail και βίντεο διαρρέουν στα ΜΜΕ, την κατηγορούν ότι ευνόησε μια βιολοντσελίστρια που έχει ερωτευτεί, ότι εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά γυναίκες κατά το παρελθόν, ότι καταδίωκε μία μουσικό η οποία στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Μπιζάρισμα επί 6 λεπτά!
Την Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της ταινίας στο πλαίσιο του 79ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (το «Tár» συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα) ενώ μετά την ολοκλήρωση της προβολής οι θεατές στην αίθουσα χειροκροτούσαν όρθιοι την Κέιτ Μπλάνσετ, τον Τοντ Φιλντ και τους υπόλοιπους συντελεστές επί 6 ολόκληρα λεπτά. Το ότι με την ερμηνεία της η κορυφαία αυστραλή ηθοποιός θα κέρδιζε πολλά βραβεία θεωρούνταν δεδομένο πριν καν προβληθεί η ταινία. Τώρα πολλοί δηλώνουν πως η Κέιτ Μπλάνσετ έχει σχεδόν εξασφαλίσει ένα τρίτο της Οσκαρ ερμηνείας.
«Είναι ωραίο να επιστρέφω στη Μόστρα και να είναι όπως την ήξερα. Ηταν το πρώτο μου φεστιβάλ με μια μεγάλη ταινία, την “Elizabeth”, και έχω επιστρέψει αρκετές φορές, με το “I’m Νοτ Here”, στο οποίο υποδύθηκα τον Μπομπ Ντίλαν, και με το “The Man who Cried” της Σάλι Πότερ . Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η σκέψη του να είμαι εδώ ήταν ένα είδος οπτασίας. Είναι ένα ξεχωριστό φεστιβάλ», ανέφερε καταρχάς η Κέιτ Μπλάνσετ, συνομιλώντας με την Αριάνα Φίνος της La Repubblica.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για τον ρόλο της «αφετηρία αποτέλεσε το σενάριο αλλά, προφανώς, στην ταινία γίνεται μνεία σε πολλούς/πολλές μαέστρους. Ομως αυτή δεν είναι μια ταινία για το πώς διευθύνεται μια ορχήστρα, αυτό είναι κάτι που για την πρωταγωνίστρια αντιστοιχεί στην αναπνοή, οπότε στην πραγματικότητα, έπρεπε να μάθω να αναπνέω με τον τρόπο της», εξήγησε η Μπλάνσετ.
Οι σταρ του πόντιουμ
Οσον αφορά τους διευθυντές και τις διευθύντριες ορχήστρας που μελέτησε είπε: «Παθιάστηκα με τον Κάρλος Κλάιμπερ και, φυσικά, με την Αντονία Μπρικό και επέστρεψα στο παρελθόν για να δω τη δουλειά της, όπως και της Μάριν Αλσοπ και της Ναταλί Στουτσμάν, η οποία με συνεπήρε ολοκληρωτικά, όπως και η συμπατριώτισσά μου Σιμόν Γιανγκ».
Η Μπλάνσετ εστίασε επίσης την προσοχή της στους μεγαλειώδεις Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ και στις μεγάλες ορχήστρες. «Με ενδιέφερε να αντιληφθώ πώς ήταν η απόλυτη εξουσία του μαέστρου και του λόγου του σε έναν πιο αυταρχικό κόσμο. Μετά έπεσε το τείχος και η έννοια της δημοκρατίας άρχισε να εισχωρεί στις ορχήστρες, στον τρόπο με τον οποίο διορίζονται οι μαέστροι, ο συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε. Παρότι ο κανόνας ήταν ακόμα ιεραρχικός, η διαδικασία κατέστη πιο δημοκρατική», υποστήριξε.
Σχετικά με την ταινία και τα θέματα που θίγονται σε αυτή, η 53χρονη ηθοποιός αποκάλυψε:
«Ξύπνησα σήμερα το πρωί και σκέφτηκα ότι αποτελεί ένα είδος διαλογισμού όσον αφορά την ισχύ, θεσμική και καλλιτεχνική, την εξουσία σε μια άνιση σχέση. Ενας μαέστρος συχνά μιλάει για την ορχήστρα ωσάν να είναι ένα όργανό του, αλλά αποτελείται από πολλά άτομα, τα οποία εξαρτώνται από την εξουσία του. Σε ορισμένους θεσμούς, ειδικά στον κόσμο της κλασικής μουσικής, οι κανόνες του οποίου καθορίζονται και ελέγχονται από άνδρες, διαπιστώνεται πως η εξουσία είναι παρόμοια με εκείνη ενός μονάρχη. Τι γίνεται, οπότε, όταν, κάποιος αμφισβητεί το σύστημα για να κερδίσει την εξουσία; Καταβάλλεται από αυτό ή αλλοιώνεται; Σε αυτό το πλαίσιο η εύθραυστη σχέση με τις δημιουργικές παρορμήσεις μπορεί να καταστραφεί».
«Το λάθος άτομο τη λάθος στιγμή»
Ειδικά για την «Λίντια Ταρ» είπε πως «ήταν σημαντικό για μένα να ήταν άνω των πενήντα ετών. Βρίσκεται εκτός χρόνου, είναι το λάθος άτομο τη λάθος στιγμή. Είναι ενεργητική και γενναιόδωρη αλλά την κατατρώει το σύστημα που τη θαύμαζε. Στα πενήντα κάνεις μια απίστευτη αλλαγή. Δεν χρειάζεται να εργάζεται κανείς στον κινηματογράφο ή στη μουσική βιομηχανία για να καταλάβει ότι τότε αρχίζει η πρόκληση. Φτάνεις σε μια κορυφή και συνειδητοποιείς ότι η ανάβαση στην επόμενη είναι ακόμη πιο δύσκολη και ακολουθεί και η κατάβαση. Η “Λίντια” βρίσκεται στο τέλος ενός δημιουργικού κύκλου και αναρωτιέται ποιος θα είναι ο επόμενος».
Ερωτηθείσα εάν η ταινία αφηγείται μια ιστορία του MeToo από την ανάποδη η Μπλάνσετ απάντησε αρνητικά. «Πιστεύω πως το MeToo οφείλεται στο γεγονός ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, υφίσταται ακόμη οργή που δεν έχει ξεθυμάνει. Προφανώς στην ταινία υπάρχει η κουλτούρα της ακύρωσης και, εάν θέλουμε να το συμπεριλάβουμε, και το MeToo, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι κάπως γενικευτικό. Αυτά τα στοιχεία εμπεριέχονται στο έργο, αλλά ως λειτουργικά στο πλαίσιο της πλοκής και επειδή αντικατοπτρίζουν το πώς διαμορφώνεται ο κόσμος σήμερα. Δεν αποτελούν τον πυρήνα του θέματος, η ιστορία είναι πολύ πιο υπαρξιακή», σημείωσε.