Ως σούπερ σταρ του Χόλιγουντ, η Μαρλένε Ντίτριχ υπήρξε η πιο διάσημη γυναίκα που αντιτάχθηκε έμπρακτα στο ναζιστικό καθεστώς | Deutsche Kinemathek
Επικαιρότητα

Η Γερμανία τιμά τις γυναίκες που αντιστάθηκαν στον ναζισμό

Το Μνημείο της Γερμανικής Αντίστασης στο Βερολίνο εγκαινιάζει μια έκθεση προς τιμήν των γυναικών που ύψωσαν το ανάστημά τους στον Αδόλφο Χίτλερ, τις περισσότερες φορές, μάλιστα, πληρώνοντας αυτή τη στάση τους με θανατική ποινή
Protagon Team

Μια μέρα μετά την απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944, η Γκέρντα Μπένκε φορούσε τη φόρμα εργασίας της στα αποδυτήρια ενός εργοστασίου του Βερολίνου. Είπε στους συναδέλφους της πως ήταν κρίμα που το «παλιόσκυλο» είχε επιζήσει, προσθέτοντας ότι θα κατέβαζε ένα μπουκάλι Schnapps αν η απόπειρα ήταν επιτυχημένη.

Η Μπένκε, διαζευγμένη μητέρα τριών μικρών παιδιών και μέλος μιας απαγορευμένης κομμουνιστικής οργάνωσης, καταγγέλθηκε από δύο συναδέλφους της. Εκιώχθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία και «υπονόμευση του ηθικού του στρατού». Αποκεφαλίστηκε στην γκιλοτίνα τέσσερις μήνες αργότερα.

Η Ελφρίντε Σολτς, μοδίστρα και αδελφή του διάσημου γερμανού συγγραφέα Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, που έγραψε το αντιπολεμικό αριστούργημα «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιέγραψε τους γερμανούς στρατιώτες ως «ζώα για σφαγή» και πρόσθεσε πως επιθυμούσε τον θάνατο του Χίτλερ, την ώρα που δούλευε στο κομμωτήριο των ραφτών της Δρέσδης.

Η Σολτς δέχτηκε καταγγελία από τη σύζυγο ενός πελάτη, συνελήφθη και εκτελέστηκε. Ο Ρεμάρκ, ο οποίος είχε μετακομίσει στις ΗΠΑ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, δεν έμαθε για τη μοίρα της αδελφής του μέχρι το 1946, και της αφιέρωσε το μυθιστόρημά του «Σπίθα Ζωής», το 1952.

Οπως αναφέρει δημοσίευμα των Times του Λονδίνου, η Μπένκ και η Σολτς είναι δύο από τις χιλιάδες γυναίκες των οποίων ο ρόλος ως δημόσιων επικριτών του ναζιστικού καθεστώτος έχει αγνοηθεί εδώ και δεκαετίες. Τώρα τιμάται με μια έκθεση στο Μνημείο της Γερμανικής Αντίστασης, στο Βερολίνο.

Από το τέλος του πολέμου, η προσοχή του κοινού και η ιστορική έρευνα για το μικρό ποσοστό των Γερμανών που αντιστάθηκαν στον Χίτλερ έχει επικεντρωθεί σε άνδρες – ειδικά στους αξιωματικούς γύρω από τον συνταγματάρχη Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, ο οποίος επιχείρησε να ανατινάξει τον Χίτλερ με μια βόμβα τοποθετημένη σε χαρτοφύλακα στο «Λημέρι του Λύκου», το κέντρο διοίκησής του στην Ανατολική Πρωσία, πριν από 80 χρόνια.

Η βόμβα εξερράγη στη διάρκεια μιας διάσκεψης και σκότωσε τρεις ανθρώπους, αλλά ο Χίτλερ επέζησε βγαίνοντας «με ατημέλητα μαλλιά και το μαύρο παντελόνι του να κυματίζει γύρω από τα πόδια του, σαν να ήταν σχισμένο σε λωρίδες», όπως δήλωσε ένας μάρτυρας. Ο δικτάτορας ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση ώστε να απολαύσει το μεσημεριανό γεύμα του δύο ώρες αργότερα, και στη συνέχεια να συναντήσει τον Μπενίτο Μουσολίνι στον σιδηροδρομικό σταθμό του Βερολίνου.

Ο Στάουφενμπεργκ, ο οποίος είχε δραπετεύσει στο Βερολίνο, πυροβολήθηκε μαζί με τρεις συναδέλφους και συνεργάτες του στην αυλή του αρχηγείου διοίκησης της Βέρμαχτ εκείνη τη νύχτα, μετά την κατάρρευση του πραξικοπήματος. Αργότερα συνελήφθησαν εκατοντάδες ύποπτοι ως συνωμότες και περισσότεροι από 100 εκτελέστηκαν.

Ενα άγαλμα σηματοδοτεί το σημείο όπου σκοτώθηκε ο Στάουφενμπεργκ. Κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου κατατίθενται στεφάνια στη μνήμη του  συνωμότη κατά του ναζισμού και οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες στα κυβερνητικά κτίρια, καθώς η Γερμανία τον τιμά ως έναν από τους λίγους ήρωες του Τρίτου Ράιχ.

Ωστόσο, με εξαίρεση τη Σόφι Σολ, της ομάδας Λευκό Ρόδο, η οποία εκτελέστηκε μαζί με τον αδερφό της Χανς και τον συνάδελφό της ακτιβιστή Κριστόφ Προμπστ το 1943 για διανομή φυλλαδίων κατά του καθεστώτος στο Μόναχο, ο ρόλος των γυναικών έχει αγνοηθεί.

Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή οι ιστορικοί δεν έπαιρναν συνεντεύξεις από γυναίκες, αλλά και γιατί οι γυναίκες απέφευγαν να μιλήσουν, σε μια μεταπολεμική περίοδο όπου η αντίσταση κατά τον Χίτλερ εξακολουθούσε να θεωρείται από πολλούς δείγμα προδοσίας.

Το Κέντρο Μνήμης Ενάντια στον Ναζισμό δρομολόγησε την έκθεση στο Μνημείο της Γερμανικής Αντίστασης στο Βερολίνο το 2019,, όταν κλήθηκε από το Κοινοβούλιο να ερευνήσει και να αναγνωρίσει «το θάρρος και τα επιτεύγματα των γυναικών στην αντίσταση».

Η έκθεση αφηγείται τις ιστορίες 300 ακτιβιστριών και αποδεικνύνει ότι γυναίκες συμμετείχαν σε όλους τους τομείς της αντίστασης – σε κομμουνιστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά και εντός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος– με εξαίρεση τον στρατό, από τον οποίο είχαν αποκλειστεί.

Παρ’ όλα αυτά, όσοι αντιτάχθηκαν στο καθεστώς κατά την παντοδυναμία του εντός Γερμανίας συνιστούσαν μια μικρή μειοψηφία, σύμφωνα με τους ιστορικούς. Οι λόγοι αφορούν λιγότερο την ισχύ της Γκεστάπο και περισσότερο το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των γερμανών πολιτών ήταν υπέρ του το καθεστώτος. Αλλωστε οι περισσότεροι πληροφοριοδότες της μυστικής αστυνομίας ήταν γείτονες των αντιφρονούντων.

Η έκθεση δείχνει πώς ο ρόλος των γυναικών επί Τρίτου Ράιχ άλλαξε ριζικά στα τελευταία χρόνια του πολέμου – από το ναζιστικό ιδεώδες των μητέρων και των νοικοκυρών που εκτρέφουν υγιείς Αριους, στην εικόνα των εργατριών σε εργοστάσια, καθώς σχεδόν όλοι οι άνδρες σε μάχιμη ηλικία στέλνονταν στο μέτωπο.

Το 1943, μετά από τις στρατιωτικές αποτυχίες στην Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, το καθεστώς ανησυχούσε ολοένα και περισσότερο για τη ζοφερή διάθεση που επικρατούσε εντός του κοινωνικού ιστού, καθώς οι γυναίκες έφεραν τα βάρη της εργασίας στα εργοστάσια και συγχρόνως είχαν να φροντίσουν τα σπίτια τους και τα παιδιά τους.

Εκείνη τη χρονιά οι Ναζί επέβαλαν ποινική καταστολή των διαφωνούντων, μέσω πιο αυστηρών διώξεων και αυστηρότερων ποινών, που συχνά περιλάμβαναν τον θάνατο.

Η έκθεση, που γίνεται ακόμη πιο επίκαιρη μετά τα ανεβασμένα ποσοστά του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στις πρόσφατες ευρωεκλογές, περιλαμβάνει και ένα αφιέρωμα στη Μαρλένε Ντίτριχ, τη σταρ του βωβού (αρχικά) κινηματογράφου, που μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1930 και συμμετείχε στη βοήθεια των Γερμανοεβραίων και των πολιτικά διωκόμενων προσφύγων του 1933.

Το 1937 η ηθοποιός και τραγουδίστρια απέρριψε την πρόταση του Χίτλερ να επιστρέψει στη Γερμανία και ζήτησε την αμερικανική υπηκοότητα, η οποία της χορηγήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Μετά την ένταξη των ΗΠΑ στον πόλεμο, το 1941, έδινε παραστάσεις για αμερικανούς στρατιώτες και γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου στη Βόρεια Αφρική, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία. Μετά το 1945 δυσφημήθηκε στη χώρα της ως «προδότρια».