Δυο πρόεδροι και φίλοι ανταμώθηκαν στη Ρώμη: ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ (δεξιά) και ο Σέρτζο Ματαρέλα | Francesco Ammendola/Italian Presidency/Handout via REUTERS
Επικαιρότητα

Η Γερμανία δεν αντέχει άλλους μετανάστες, λέει ο πρόεδρος Σταϊνμάγερ

Ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης είπε ότι η χώρα του άγγιξε τα όρια της υποδοχής μεταναστών και ζήτησε ισχυρότερους ελέγχους στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γενική δυσφορία στα κρατίδια για τις επιλογές του Βερολίνου και σπέκουλα της Ακροδεξιάς
Protagon Team

Ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, είπε ότι η χώρα του άγγιξε τα όρια της υποδοχής μεταναστών και ζήτησε ισχυρότερους ελέγχους στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τις δηλώσεις του προέβαλε το βρετανικό μέσο Telegraph, αποδελτιώνοντας συνέντευξή του στην ιταλική Corriere della Sera (ο γερμανός πρόεδρος επισκέπτεται την Ιταλία). Δηλαδή οι Βρετανοί επικέντρωσαν σε ένα ζήτημα που αφορά και αυτούς.

Ο Σταϊνμάγερείπε ότι το γεγονός πως το 1/3 όλων των μεταναστών που εισέρχονται στην ΕΕ καταλήγουν στη Γερμανία σημαίνει ότι «η Γερμανία, όπως και η Ιταλία, έχει αγγίξει το όριο των αντοχών της». Δήλωσε, επίσης, ότι «λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του τις εκκλήσεις για βοήθεια που απευθύνουν οι κυβερνήσεις» των γερμανικών κρατιδίων και απεφάνθη ότι «χρειάζονται ισχυρότεροι έλεγχοι και επιτήρηση στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης».

Αν και ο ρόλος του προέδρου στη Γερμανία περιορίζεται σε ζητήματα μακράν της διαμόρφωσης πολιτικής, ηθικά και αξιακά κυρίως, οι Βρετανοί τού αναγνωρίζουν ότι «έχει σημαντική επιρροή». Ο Σταϊνμάγερ υπήρξε μέλος των Σοσιαλδημοκρατών, που συγκυβέρνησαν με τους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ διετέλεσε δις υπουργός Εξωτερικών υπό την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ.

Η παρέμβασή του στο Μεταναστευτικό ήρθε μετά την πολυσυζητημένη συνέντευξη του προκατόχου του, Χοακίμ Γκάουκ, το περασμένο Σαββατοκύριακο, στην οποία ζήτησε σκληρότερες πολιτικές για τους μετανάστες. Ο Γκάουκ, που υπήρξε πρόεδρος από το 2012 έως το 2017, εξέφρασε τη λύπη του για την «απώλεια ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ», λέγοντας ότι η Γερμανία «δεν χρειάζεται τη μετανάστευση».

Ωστόσο, αμφότεροι οι πρόεδροι, ο νυν και ο πρώην, είχαν υποστηρίξει την πολιτική των ανοιχτών συνόρων όταν η Γερμανία είχε δεχθεί το μεγάλο κύμα μεταναστών –πάνω από ένα εκατομμύριο– τη διετία 2015-2016. Εφέτος, περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι έχουν ζητήσει άσυλο στη Γερμανία. Οι κυβερνήσεις των κρατιδίων αναλαμβάνουν το κόστος στέγασης και φοίτησης των προσφύγων, όμως διαμαρτύρονται για την κυβερνητική πολιτική στο θέμα.

Τις τελευταίες ημέρες στη Γερμανία παρατηρούνται περιστατικά διακίνησης μεταναστών από μετανάστες διακινητές, συμπλοκές μεταξύ ομάδων μεταναστών, ακόμη και εγκλήματα με πρωταγωνιστές μετανάστες. Ο αρχικός ενθουσιασμός της Γερμανίας για την υποδοχή μεταναστών και προσφύγων μετριάστηκε ήδη από το 2016, όταν έγιναν μαζικές σεξουαλικές επιθέσεις. Υποπτοι θεωρήθηκαν τότε κάποιοι μετανάστες. Εκτοτε σημειώθηκαν διάφορα περιστατικά βίας με πρωταγωνιστές αιτούντες άσυλο, κατέληξαν οι Βρετανοί.

Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο εσχάτως έχει ρεύμα στα γκάλοπ, ποντάρει στο θέμα της εγκληματικότητας, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι επιτρέπει τη διαιώνιση της βίας, «αφού ουδείς τιμωρείται». Η Γερμανία σήμερα κυβερνάται από συνασπισμό με επικεφαλής τους Σοσιαλδημοκράτες και εταίρους τους οικολόγους και τους φιλελεύθερους.

«Πανευρωπαϊκή λύση»

Οι ακριβείς δηλώσεις του Σταϊνμάγερ στην Corriere περί μετανάστευσης ήταν οι εξής: «Η Ιταλία και η Γερμανία έχουν βαριά φορτία να αντέξουν. Λαμβάνω λοιπόν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν μου τα αιτήματα για βοήθεια που έρχονται, τόσο από ιταλικές όσο και από γερμανικές πόλεις. Πρέπει να αναλάβουμε αυτά τα βάρη! Γι’ αυτό χρειαζόμαστε δίκαιη κατανομή στην Ευρώπη και ισχυρότερους ελέγχους και επιτήρηση στα εξωτερικά σύνορά μας.

»Χρειαζόμαστε κοινή ευρωπαϊκή λύση, ανθρώπινη και βιώσιμη διαχρονικά. Οι διακινητές πρέπει να παταχθούν. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι ροές θα είναι βιώσιμες και ότι οι αφίξεις θα μειώνονται. Εμείς στη Γερμανία έχουμε και ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από την Ουκρανία. Αυτός είναι ο λόγος που η Γερμανία, όπως και η Ιταλία, βρίσκεται στο όριο της αντοχής της».