Η Ευρώπη χωρίς τη Βρετανία θα είναι σαφώς πιο αδύναμη αλλά το ίδιο ισχύει και για τη Βρετανία. Ο βρετανός κοινωνιολόγος και ευρωπαϊστής Αντονι Γκίντενς δεν τα βλέπει όλα μαύρα. Σε συνέντευξή του στην έντυπη έκδοση της ιταλικής «La Repubblica» ο συγγραφέας του «Τρίτου Δρόμου» λέει ότι το Brexit και ο Τραμπ θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ΕΕ – υπό την ηγεσία της Μέρκελ και του Μακρόν – να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε να αποκτήσει τελικά μεγαλύτερο και σημαντικότερο ρόλο σε διεθνές επίπεδο. Δίχως τη Βρετανία, που επί δεκαετίες έπαιζε τον ρόλο του μόνιμου αντιρρησία, η ΕΕ θα μπορούσε να ενισχυθεί. Την ίδια ώρα ο απομονωτισμός στον οποίο σπρώχνει τις ΗΠΑ ο Τραμπ σε συνδυασμό με τον λαϊκισμό «αφήνει ένα διεθνές κενό εξουσίας το οποίο θα μπορούσε να το καλύψει μια ισχυρή Ευρώπη, ως αντίβαρο μάλιστα στον διαρκώς αυξανόμενο ρόλο της Κίνας».
Ο πρώην διευθυντής του London School of Economics δεν αποκλείει ότι κάποια στιγμή η Βρετανία θα μπορούσε να το ξανασκεφτεί: «Αργά ή γρήγορα οι Βρετανοί θα καταλάβουν ότι το να εγκαταλείψουν την ΕΕ ισοδυναμεί με αυτοτραυματισμό». Αμφιβάλλει ότι η Μέι θα μακροημερεύσει στην Ντάουνιγκ Στριτ. «Οι πρόωρες εκλογές ήταν η δεύτερη ριψοκίνδυνη ζαριά που έριξαν οι Συντηρητικοί μέσα σε ένα χρόνο. Προηγήθηκε το δημοψήφισμα του Κάμερον. Η Μέι αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Κάμερον και να παραιτηθεί. Είχε την πλειοψηφία στη Βουλή, το Κοινοβούλιο είχε ψηφίσει υπέρ του Brexit αλλά θέλησε να κάνει εκλογές μόνο γιατί οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι θα συνέτριβε τον Κόρμπιν» λέει ο Γκίντενς.
Ο βρετανός καθηγητής είναι αυστηρός στην κριτική του για τη Μέι. Εκτιμά ότι η πρωθυπουργός αποδείχτηκε λίγη, δεν έδειξε να διαθέτει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα και απλώς επαναλάμβανε συνθήματα χωρίς νόημα. Κατηγορούσε τον Κόρμπιν ότι εφόσον νικούσε θα σχημάτιζε έναν «συνασπισμό χάους». «Κατά ειρωνία της τύχης το χάος το προκαλεί τώρα αυτή με τη συμμαχία που προσπαθεί να σχηματίσει με τους ακραίους του βορειο-ιρλανδικού Dup».
Η πύρρειος νίκη της Μέι θα έχει επιπτώσεις και στη διαδικασία του Brexit εκτιμά ο Γκίντενς. H βρετανή πρωθυπουργός ήθελε να πάει στη διαπραγμάτευση ενισχυμένη από ένα θρίαμβο στις εκλογές «ώστε να κάμψει κάθε αντίδραση στο κοινοβούλιο και να κάνει ό,τι θέλει». Αλλά τελικά φτάνει στις διαπραγματεύσεις αποδυναμωμένη και μάλιστα οι συζητήσεις θα αρχίσουν χωρίς καν να έχει σχηματιστεί κυβέρνηση στο Λονδίνο.
Κατά τον Γκίντενς η Μέι δεν πρόκειται να μείνει για πολύ ακόμα στην πρωθυπουργία. Ενα τμήμα των Συντηρητικών, όπως ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ, πιέζει πια για soft Brexit. Ο Χάμοντ – ένας ήπιος ευρωπαϊστής από εκείνους που η Μέι σκόπευε να διώξει από την κυβέρνηση εφόσον θριάμβευε στις εκλογές – τώρα καταγγέλλει τα λάθη της κυβέρνησης και ζητά μία διαδικασία που θα θέτει στην πρώτη θέση τα συμφέροντα της βρετανικής οικονομίας. «Η Βρετανία θα μπορούσε να μείνει εντός της τελωνειακής ενωσης, ίσως ακόμα και εντός της κοινής αγοράς. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για τη Μέι αν θέλει να παραμείνει στη θέση της έστω και για λίγο».
Σε ερώτηση για το αν υπάρχει δρόμος επιστροφής ο Γκίντενς απαντά: «Ολοι πρόκειται να καταλάβουν ότι δεν αρκούν δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί η συζήτηση για μία νέα συμφωνία Λονδίνου – ΕΕ και ότι το κόστος της εξόδου θα είναι πολύ βαρύ για τη Βρετανία. Η κατανόηση ότι το Brexit είναι μία πράξη εθνικού αυτοτραυματισμού ίσως δημιουργήσει το μέλλον τις προϋποθέσεις για να επιστρέψει στην Ευρώπη».
Στην ερώτηση για το ποιος θα μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός σε περίπτωση που η Τερέζα Μέι παραιτηθεί ο Γκίντενς εκτιμά ότι o υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ θα μπορούσε να πάρει προσωρινά τη θέση της αλλά δεν κρύβει την εκτίμησή του για τη Ρουθ Ντάβιντσον, την 38χρονη πολιτικό από τη Σκωτία εφόσον αυτή καταφέρει να μπει στη Βουλή καθώς δεν ήταν υποψήφια στις πρόσφατες εκλογές.
Δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να γίνει πρωθυπουργός ο Κόρμπιν παρότι εκφράζει επιφυλάξεις για το πρόγραμμά του. «Δεν είμαι βέβαιος ότι την εποχή της παγκοσμιοποίησης συνταγές όπως κρατικοποιήσεις και δημόσιες επενδύσεις χρηματοδοτούμενες από υψηλούς φόρους μπορούν να έχουν αποτέλεσμα. Αλλά το προβλήματα για τα οποία μιλάει ο ηγέτης των Εργατικών είναι πραγματικά και πιεστικά. Η ανισότητα αυξάνεται και το απέδειξε η τραγωδία στον Πύργο Γκρένφελ. Σήμερα σε αυτή τη χώρα οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο πλούσιοι και οι φτωχοί πεθαίνουν στις φλόγες» καταλήγει.