«Να βγει ο Δούρος να μιλήσει. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για μένα…». Η σπαρακτική έκκληση του Νίκου Αλέφαντου στην τηλεοπτική εκπομπή της Ελλης Στάη, τον Μάιο του 2004, ήταν ο πικρός επίλογος της καριέρας του στα γήπεδα, που κράτησε 55 χρόνια. Ο Δούρος δεν βγήκε ποτέ, και ο κυρ-Νίκος «έφυγε» με αυτό το παράπονο. «Αν έγραφα βιβλίο για τις αδικίες που μου έχουν γίνει, θα τον έβαζα στο εξώφυλλο», έλεγε και ξανάλεγε για τον διαιτητή από την Κόρινθο. Κι όμως: κανείς δεν τον αδίκησε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Πίστευε, ακράδαντα, πως κανένας δεν γνώριζε το ποδόσφαιρο όσο εκείνος. Η αλήθεια είναι, πως ήταν καλύτερος από τους περισσότερους έλληνες τεχνικούς της εποχής του. Είχε γνώσεις, ένστικτο, ήταν έξυπνος και μπορούσε να μεταδώσει στους παίκτες το πάθος του για την μπάλα. Αυτό που φλόγιζε στα μάτια του μέχρι τα βαθιά γεράματα. Πάνω απ’ όλα, έκανε το παν για να μαθαίνει, διαρκώς, περισσότερα. Κάποτε ξόδεψε όλες του τις οικονομίες για να ταξιδέψει στο Αμβούργο και να παρακολουθήσει από κοντά τις προπονήσεις του περίφημου Ερνστ Χάπελ. Αλλά, όσο οι συνάδελφοί του καλλιεργούσαν τις γνωριμίες τους, με παράγοντες, δημοσιογράφους και πολιτικούς, και φιλοτεχνούσαν το προφίλ της αυθεντίας τους, εκείνος τσακωνόταν με όλο τον κόσμο.
Του ήταν αδύνατο να ελέγξει τις αυτοκαταστροφικές του «εκρήξεις». Ο,τι σκεφτόταν το μυαλό του, το έλεγε το στόμα του. Συγκρούστηκε με εμβληματικούς παίκτες (Μαύρος, Χατζηπαναγής, Γεωργάτος…), με πανίσχυρους παράγοντες (Γιώργος Βαρδινογιάννης, Λούβαρης…), με οπαδούς των ομάδων που προπόνησε, με συναδέλφους του, με εκδότες. Για πολλά χρόνια δεν είχε ανταλλάξει ούτε «καλημέρα» με τον Θόδωρο Νικολαϊδη, κι ας ήξερε την τεράστια επιρροή που το ΦΩΣ ασκούσε στον Ολυμπιακό, την ομάδα «της καρδιάς του». Πέρασε από τους πάγκους δεκάδων ομάδων, όμως πουθενά δεν κατάφερε να στεριώσει. Από τον Φωστήρα (2002) παραιτήθηκε… τρεις ώρες μετά την πρόσληψή του. Από την Καστοριά (1978), έπειτα από μόλις έναν αγώνα. Μόνο στον Πανιώνιο, τη Νο 2 μεγάλη του αγάπη, «άντεξε» 11 μήνες.
Στον Ολυμπιακό εργάστηκε τρεις φορές. Και τις τρεις, το πρωτάθλημα το πήρε ο Παναθηναϊκός. Δεν το χωρούσε ο νους του. Είχε… αλλεργία στα πράσινα. Κι ας άρχισε το ταξίδι του στα γήπεδα -λίγοι το γνωρίζουν- από τα «τσικό» του Παναθηναϊκού. Οι σύλλογοι ζητούσαν τη βοήθειά του όταν η «τρέλα» του Αλέφαντου φάνταζε ως η τελευταία τους ελπίδα. Κι εκείνος, ποτέ δεν αρνήθηκε το ρίσκο να «τσαλακωθεί» εξαιτίας μιας επικίνδυνης, ή και καταδικασμένης εκ των προτέρων, αποστολής. Το ίδιο συνέβη με τον Ολυμπιακό. Ο «Αλέ» τον συνάντησε σε μερικές από τις χειρότερες στιγμές του. Την πίκρα του αυτή την είχε εκδηλώσει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο: «Ελα μωρέ τώρα με τον απάτη τον Σέρβο τον πορτοφολά. Ο Μπάγεβιτς παίρνει τους γρήγορους κι εγώ δουλεύω με ντακότες, γκαζοζέν και σκατοδοχεία με ποδαράκια».
Οι «ατάκες» του, αμίμητες. Τον πέρασαν στη σφαίρα της «αθανασίας». Σπουδαίος ποδοσφαιριστής δεν υπήρξε, ούτε συνέδεσε το όνομά του, ως προπονητής, με θριάμβους και τρόπαια. Κι όμως, οι φίλαθλοι τον αγάπησαν και το YouTube τον λάτρεψε. Κανένας άλλος δεν έγινε τραγούδι. Ο Αλέφαντος ήταν ένα κράμα λαϊκού ήρωα και ροκ-σταρ. Γνήσιος και ανεπιτήδευτος, ανυπότακτος και παθιασμένος, εκκεντρικός, μια αίρεση των γηπέδων. Αμφιλεγόμενος, μα ποτέ αδιάφορος. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που, για να βρει το δίκιο του, δεν δίσταζε να τα βάλει με όλους και με όλα. Ενα παλληκάρι, όπως τον χαρακτήρισαν τα «Παιδιά από την Πάτρα» (1986):
Οταν με κατηγορούν για κάτι που νομίζουν
κι όταν με παρεξηγούν χωρίς να με γνωρίζουν
όταν άδικα με βάζουν ν’ απολογηθώ
θυμάμαι τον Αλέφαντο
Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλληκάρι
γεια σου ρε Αλέφαντε, κράτα όσο μπορείς
Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλληκάρι
μην υποχωρείς…
Ισως, οι πιο νέοι να τον έβρισκαν, απλώς, διασκεδαστικό. Ή και γραφικό. Στους παλαιότερους, όμως, θύμιζε ένα κομμάτι της νιότης τους. Τη μακρινή εποχή που το ποδόσφαιρο δεν ήταν βιομηχανία θεάματος και επιστήμη, αλλά αγάπη παθολογική. Μια διέξοδος από τη φτώχεια και ευκαιρία -για πολλούς η μοναδική- κοινωνικής καταξίωσης. Που το ποδόσφαιρο ήταν ένα πραγματικά λαϊκό άθλημα, όσο λαϊκός ήταν και ο κυρ-Νίκος.