Κλιμακώνεται η ένταση που παρατηρείται τελευταίως στους κόλπους της Δικαιοσύνης. Επειτα από τη συνάντηση της Πέμπτης στο μέγαρο Μαξίμου, του Πρωθυπουργού με τους τρεις επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, όπου συζητήθηκαν και μισθολογικά ζητήματα του κλάδου, το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστικών εξαπέλυσε το πρωί της Παρασκευής τα πυρά του.
Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) εξέφρασε, με ανακοίνωσή της, την έντονη αντίθεσή της στην πρόταση της κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Ο Πρωθυπουργός τόνισε, κατά τη συνάντηση της Πέμπτης, ότι με την πρόταση για τα ειδικά μισθολόγια γίνεται μια ουσιαστική προσπάθεια για να διατηρηθούν χωρίς καμία μείωση οι ισχύουσες αμοιβές για τους δικαστικούς «και μια αναδιάρθρωση που δίνει προοπτική δικαιοσύνης με βάση βεβαίως τις δημοσιονομικές δυσκολίες στις οποίες βρισκόμαστε». Δεν περιορίστηκε στους δικαστικούς, αλλά αναφέρθηκε και στα μισθολόγια των ενστόλων, των πανεπιστημιακών, των γιατρών, του διπλωματικού σώματος κ.ά. Το ενδιαφέρον ήταν πως άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μέχρι και για αυξήσεις σε αυτούς που βρίσκονται στην «κορυφή της πυραμίδας», δηλαδή στους συνομιλητές του.
Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της επισημαίνοντας πως οι δικαστικές ενώσεις είναι, εκ του Συντάγματος, οι μόνες αρμόδιες να συζητούν μισθολογικά ζητήματα και πως αυτά δεν αφορούν την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Πρόσθεσε μάλιστα πως έχει ζητήσει, όπως και οι λοιπές δικαστικές ενώσεις, συνάντηση με τον Πρωθυπουργό από τον περασμένο Απρίλιο χωρίς να λάβει απάντηση. Αναμένει, λοιπόν, μετά τη συνάντησή με τους προέδρους, να ικανοποιηθεί και το δικό τους αίτημα.
Η ανακοίνωση των δικαστικών αναλυτικά:
«Μετά τη χθεσινή συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει την πεποίθησή της, ότι ο Πρωθυπουργός θα κάνει δεκτό το αίτημα των δικαστικών ενώσεων για πραγματοποίηση συνάντησης, το οποίο και έχει υποβληθεί από τον Απρίλιο του 2016. Οι δικαστικές ενώσεις είναι, κατά το Σύνταγμα, οι μόνες αρμόδιες να εκφράζουν αυθεντικά τη βούληση και τις θέσεις των συναδέλφων τους.
»Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων επισημαίνει, ότι σύμφωνα με αμετάκλητες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος, το οποίο αποτελείται κατά πλειοψηφία 2/3 από μη δικαστές, έχουν κριθεί τόσο τα ουσιαστικά όσο και τα τυπικά θέματα διάρθρωσης του δικαστικού μισθολογίου. Συνεπώς κάθε προσπάθεια δήθεν «εξορθολογισμού» του, η οποία θα έρχεται σε αντίθεση προς τις ανωτέρω αποφάσεις, θα επιφέρει ρήγμα στο ισότιμο και ισόκυρο των εξουσιών και τελικά θα πλήξει βάναυσα την λειτουργία του Kράτους Δικαίου.
»Τονίζουμε ότι έννοιες όπως «προσωπική διαφορά», «μισθολογικό κλιμάκιο», «ειδικό επίδομα θέσης ευθύνης» στην κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης, που δεν υπήρξαν ποτέ αιτήματα των δικαστικών ενώσεων, θα δημιουργήσουν ανεπίτρεπτα δικαστές δύο κατηγοριών. Οι έννοιες αυτές είναι εντελώς ξένες προς τη φύση του δικαστικού λειτουργήματος, τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού και έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς βασικές συνταγματικές αρχές.
»Κάθε δικαστής, ανεξάρτητα από το βαθμό που κατέχει, χειρίζεται «πολύ κρίσιμα ζητήματα» που αφορούν τη συνταγματική νομιμότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία των πολιτών.
Τι απάντησαν οι επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων
Το γάντι όμως δεν έμεινε… κάτω. Το σήκωσαν οι ανώτατοι δικαστικοί, έπειτα από τις επικρίσεις που δέχθηκαν από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων αλλά και από πολιτικά κόμματα για την εμπλοκή τους σε συζητήσεις για τα μισθολογικά των δικαστών. Ηταν οι επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων οι οποίοι εξέδωσαν αργά την Παρασκευή το απόγευμα ανακοίνωση με την οποία επιχείρησαν να απαντήσουν στο γιατί πήγαν στο Μέγαρο Μαξίμου και συζήτησαν και οικονομικά θέματα των δικαστικών.
Οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων που υπογράφουν την ανακοίνωση επισήμαναν ότι «πρώτιστο καθήκον των επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων είναι η διαφύλαξη του κύρους και της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, συνάρτηση της οποίας, ως θεσμικό και όχι ως οικονομικό ζήτημα, αποτελεί και το ύψος του μισθολογίου τους ώστε να εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωσή τους».
Επίσης ανέφεραν ότι με τον Πρωθυπουργό συζήτησαν και άλλα θεσμικά θέματα ενόψει και της αναθεώρησης του Συντάγματος, ενώ εξαπέλυσαν επίθεση στα πολιτικά κόμματα που άσκησαν σκληρή κριτική.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Πρώτιστο καθήκον των επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι η διαφύλαξη του κύρους και της ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, συνάρτηση της οποίας, ως θεσμικό και όχι ως οικονομικό ζήτημα, αποτελεί και το ύψος του μισθολογίου τους, ώστε να εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωσή τους, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρ. 88). Συνεπώς, δικαιούνται και υποχρεούνται να εκδηλώνουν ενδιαφέρον και για το εν λόγω θέμα, το οποίο, μαζί με άλλα θεσμικά θέματα που χρήζουν άμεσης επίλυσης για την βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης (αύξηση οργανικών θέσεων, μηχανοργάνωση Δικαστηρίων, συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις) καθώς και θέματα Δικαιοσύνης, που σχετίζονται με την υπό σχεδιασμό αναθεώρηση του Συντάγματος, συζητήθηκαν στην χθεσινή συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, μετά από αίτημα των Προέδρων, επ΄ ευκαιρία της έναρξης του νέου δικαστικού έτους και επ΄ ευκαιρία της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
»Παρόμοια συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί και επί Πρωθυπουργίας κ. Σαμαρά, με τους τότε Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
»Η προσπάθεια ορισμένων Πολιτικών Κομμάτων να εμπλέξουν τα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης σε κομματικά παιχνίδια είναι απαράδεκτη και πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει. Οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων και γενικότερα όλοι οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν χρειάζονται υποδείξεις από κανέναν για να εφαρμόσουν το Σύνταγμα και τους Νόμους, χωρίς, βεβαίως να βρίσκονται απομονωμένοι από την κοινωνία και τα προβλήματά της.
»Ως εκ τούτου, η επικοινωνιακή διαχείριση της συνάντησης από ορισμένες πλευρές υπήρξε ατυχής και άστοχη».