Ο Ματέο Ρέντσι έβαλε ένα πολύ μεγάλο στοίχημα -σε αυτό δεν διαφωνεί κανένας- έχασε και ανακοίνωσε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία της Ιταλίας
Το μήνυμα που έστειλαν οι ιταλοί ψηφοφόροι προς τους πολιτικούς της χώρας τους ήταν μεν ηχηρό, αν κρίνει κανένας από την υψηλή συμμετοχή που έφτασε το 68%, αλλά η αποκρυπτογράφηση δεν είναι και τόσο αυτονόητη, εκτιμά ο Guardian.
Η ήττα για τον πρωθυπουργό ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη με δεδομένη την ευρεία αντίθεση στην κυβέρνηση από τον ηγέτη της Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι και τον Μπέπε Γκρίλο του Κινήματος Πέντε Αστέρων.
Λίγο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο Σαλβίνι περιέγραφε σε ένα tweet τον πολιτικό ορίζοντα μεγάλου μέρους των υποστηρικτών του «όχι» στο δημοψήφισμα γράφοντας: «Ζήτω ο Τραμπ, ζήτω ο Πούτιν, ζήτω η Λεπέν και ζήτω η Λέγκα!».
Δεν άργησαν μάλιστα να έλθουν και τα μπράβο από την αρχηγό του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία προς τον «φίλο Ματέο Σαλβίνι»:
Η διαφωνία στις αλλαγές ως ένα βαθμό εμφανίστηκε πάντως και στην Κεντροαριστερά, όπως την εξέφρασαν πολιτικοί σαν τον Μάσιμο Ντ’Αλέμα ή τον Μάριο Μόντι.
Είναι, όμως, στ’ αλήθεια νικητές του δημοψηφίσματος η ξενοφοβική Λέγκα και το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων; Ο Guardian δίνει αρνητική απάντηση, παρά τις ενθουσιώδεις δηλώσεις και το αίτημα για εκλογές άμεσα, το οποίο επανέφεραν στελέχη του Κινήματος.
Τώρα, μετά τις εκλογές, η Λέγκα και το Κίνημα δηλώνουν ότι θα ζητήσουν εκλογές και μάλιστα άμεσα, με την ελπίδα ότι θα μπορούν να εκμεταλλευτούν το κύμα δυσαρέσκειας κατά της κυβέρνησης και του Δημοκρατικού Κόμματος του Ρέντσι και να αποκομίσουν τα δικά τους κέρδη.
Για το Κίνημα Πέντε Αστέρων που είναι, ούτως ή άλλως, κοντά στην εξουσία, αυτές οι εκλογές, εάν γίνουν, ενδέχεται να είναι το τελικό βήμα πριν την κατάληψη της εξουσίας. Και πάλι, η απόρριψη των συνταγματικών αλλαγών αφήνει το εκλογικό σύστημα ως έχε: τα κόμματα θα πάνε στις κάλπες με έναν εκλογικό νόμο που μέχρι σήμερα κατέκριναν με κάθε τρόπο.
Παραταύτα, δεν είναι αυτονόητο ότι το «όχι» του δημοψηφίσματος θα μεταφραστεί και σε ψήφο προς αυτά τα δύο κόμματα κατά τις εθνικές εκλογές.
Και τα δύο κόμματα έχουν, για παράδειγμα, σκληρή γραμμή κατά της ΕΕ και του ευρώ ειδικότερα, ενώ η πλειοψηφία των Ιταλών, σχεδόν δύο στους τρεις, επιθυμούν την παραμονή στο κοινό νόμισμα.
Πολλοί εξάλλου στη χώρα ανησυχούν ότι η άνοδος του λαϊκισμού θα έκανε τις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές πολιτικά επικίνδυνες, ξυπνώντας τα φαντάσματα άλλων εποχών. Είναι και αυτό ανασταλτικός παράγοντας για την ψήφο.
Η ανάλυση του Guardian εκτιμά ακόμη ότι η χώρα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα ζητήματα τα οποία δεν τέθηκαν στο δημοψήφισμα και ίσως δεν ήταν εύκολο να συνδεθούν με αυτό.
Είναι το μεταναστευτικό, καθώς μετά την ανακοπή των ροών στο Αιγαίο, οι διακινητές, αλλά και οι ίδιοι οι μετανάστες και πρόσφυγες έχουν επιλέξει την πάντα επικίνδυνη οδό της Μεσογείου. Είναι η σοβούσα και ακόμη άλυτη τραπεζική κρίση στη χώρα, μαζί της η ανεργία και το βουνό του χρέους που ξεπερνά το 130% του ΑΕΠ.
Μια απάντηση στην λαϊκιστική άνοδο θα μπορούσε μάλιστα να είναι και ένας μεγάλος συνασπισμός μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος και του Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, είναι όμως βέβαιο σε κάθε περίπτωση ότι η χώρα μπαίνει σε μια πολιτική κρίσης που πιθανόν είναι διαρκείας.