| Shutterstock / CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Και όμως «η ελληνική οικονομία άντεξε δύο πολέμους…»

Το εθνικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 27 δισ. ευρώ σε 33 μήνες παρά τις mega-κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας -  Ο απολογισμός των 33 μηνών διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, το στίγμα της ανάπτυξης και του δημοσίου χρέους. Τι υποστηρίζει ο Ακης Σκέρτσος, τι λέει η Τράπεζα της Ελλάδας και πώς παρεμβαίνει η ΕΚΤ στις αγορές
Ζώης Τσώλης

Το κυβερνητικό στίγμα ότι «η οικονομία άντεξε δυό πολέμους» και ότι θα συνεχίσει να «αναπτύσσεται ταχύτερα από την ευρωζώνη»  έστειλε ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος επιλέγοντας τα social media προκειμένου να εκφράσει την άποψη του και να δώσει το σήμα με το οποίο θα πορευτεί η κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές.

Με ανάρτηση του στο Facebook, κάνει ένα πρώτο απολογισμό του κυβερνητικού έργου στο μέτωπο της οικονομίας που έζησε δύο mega – κρίσεις στη διάρκεια της διακυβέρνησης της ΝΔ, επισημαίνοντας τα εξής:

«Παρά την παγκόσμια και εθνική ύφεση που προκάλεσαν η πανδημία και τα lockdown, η ελληνική οικονομία κατάφερε να μεγεθυνθεί σωρευτικά τους τελευταίους 33 μήνες κατά 5 μονάδες κι από 183 δισ. ευρώ που ήταν το 2019 να έχει διαμορφωθεί στα 210 δισ. ευρώ(!)»  ίσως και υψηλότερα στο τέλος του έτους. 

Στις εκτιμήσεις αυτές συγκλίνουν και οι αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδας η οποία θέλει να διατηρηθεί με κάθε τρόπο η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και να επηρεαστεί όσο το δυνατόν λιγότερο από τον πολιτικό κύκλο στον οποίο εισέρχεται η χώρα.

Σύμφωνα με τις αναλύσεις της κεντρικής Τράπεζας που έχει στη διάθεση του το Protagon οι μεγάλες αλλαγές που έγιναν στη διάρθρωση των δημοσίων δαπανών και οδήγησαν στον έλεγχο τους την περίοδο των τριών μνημονίων έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που απομακρύνουν δημοσιονομικούς κινδύνους όταν η οικονομία θα μπει σε «ήρεμα νερά».

Τι έδειξαν τα stress tests για την οικονομία

Στις ασκήσεις που έχουν γίνει (stress tests) προκύπτει ότι αν η ελληνική οικονομία εξακολουθήσει να αναπτύσσεται με ρυθμό άνω του 2% το 2023 και τα επόμενα χρόνια, σε δημοσιονομικό επίπεδο ο προϋπολογισμός θα μπει σε τροχιά πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ακόμη και για το 2023 που είναι μια χρονιά μετάβασης από τις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας και παρά την ενεργειακή κρίση που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, ο προϋπολογισμός προβλέπεται ότι θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ στέλνοντας σήμα «δημοσιονομικής ευρωστίας» στις αγορές.

Μοναδικό πρόβλημα είναι ο πληθωρισμός που έκλεισε και το Σεπτέμβριο στο 12% (σημειώνοντας ρεκόρ 30 ετών) και θα είναι δύσκολο να καμφθεί όσο οι συνθήκες στην αγορά ενέργειας παραμένουν εκρηκτικές. 

Βέβαια, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από εξωγενείς παράγοντες με κύριο το κατά πόσο η ευρωζώνη θα εισέλθει σε ύφεση ή θα αντέξει υποστηριζόμενη:

  1.  Από τα μεγάλα πακέτα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων απέναντι στην ενεργειακή κρίση,
  2.  Από τα μέτρα τιθάσευσης των τιμών του φυσικού αερίου (εξοικονόμηση πόρων και επιβολή πλαφόν)  στην αγορά του Αμστερνταμ που έχει πλέον αποδειχθεί ότι δεν λειτουργεί. 
  3. Από τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ η οποία μπορεί να οδηγεί την κούρσα αύξησης των επιτοκίων, αλλά ταυτόχρονα έχει κινήσει το νέο μηχανισμό (TPI) αγοράς των ιταλικών ομολόγων και δευτερευόντως των ελληνικών προκειμένου να περιορίσει τα spreads που εκτινάχθηκαν στα ύψη (κοντά στο 5%) μετά την επικράτηση Μελόνι στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Σήμερα κινούνται στο επίπεδο 4,70%

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο κ. Σκέρτσος, θεωρεί ότι «η πιο αποτελεσματική οικονομική πολιτική είναι η αντικυκλική πολιτική. Με δημοσιονομική επέκταση, στην ύφεση και μέτρα που στηρίζουν θέσεις εργασίας, επιχειρήσεις και ευάλωτους- και πλεονάσματα στην ανάπτυξη, που οδηγούν στη μείωση του χρέους και σε εθνικές αποταμιεύσεις για τους πιο δύσκολους καιρούς». 

Και επαναλαμβάνει την κεντρική ιδέα της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε την τελευταία τριετία η κυβέρνηση Μητσοτάκη σημειώνοντας ότι «η στοχευμένη μείωση φόρων στο κεφάλαιο και στην εργασία οδηγούν σε ένα πιο ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον και τελικά σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο περισσότερων επενδύσεων, νέων θέσεων εργασίας, υψηλότερων εσόδων και εισοδημάτων».

Είναι προφανές ότι η πολιτική αυτή θα είναι και ο άξονας του οικονομικού προγράμματος της ΝΔ και σε αυτή θα επιμείνει η κυβέρνηση και προεκλογικά. Ο κ. Σκέρτσος θεωρεί ότι η εικόνα της οικονομίας τρία και πλέον χρόνια μετά την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία, έχει αλλάξει και βελτιωθεί. 

Και για του λόγου το αληθές παραθέτει δύο  δείκτες (γραφήματα) για την πορεία του ΑΕΠ και του δημοσίου χρέους κατά τη διάρκεια δυο εξωγενών mega-κρίσεων, της υγειονομικής και της ενεργειακής.

Στο πρώτο γράφημα απεικονίζεται η μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 έως το πρώτο εξάμηνο του 2022. Παρά την παγκόσμια και εθνική ύφεση που προκάλεσαν η πανδημία και τα lockdown, η ελληνική οικονομία κατάφερε να μεγεθυνθεί σωρευτικά τους τελευταίους 33 μήνες κατά 5 μονάδες. 

Το γράφημα με βάση τα στοιχεία της Eurostat που ανάρτησε ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος

Σύμφωνα με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2023 που κατατέθηκε στη Βουλή, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 210 δισ. ευρώ το 2022 από 183 δισ. ευρώ το 2019.  Την ίδια περίοδο η ευρωζώνη παρουσιάζει υποδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης (κοντά στο 2%), η δε Γερμανία σχεδόν μηδενικό.

Στο δεύτερο γράφημα απεικονίζεται η ραγδαία αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους μετά την πρόσκαιρη αύξησή του 2020 όταν το κράτος έγινε αναπόφευκτα ο εργοδότης σχεδόν όλης της οικονομίας κατά τη διάρκεια των lockdown. 

Το χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού το 2022 και 2023 και τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ

Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνολο των παρεμβάσεων (στήριξη του ΕΣΥ, άμεσες ενισχύσεις στις επιχειρήσεις, επιστρεπτέα προκαταβολή, αναστολή εργασίας για 2,5 εκατομμύρια εργαζομένους, επιδοτήσεις ενοικίων και αγροτικών εισοδημάτων ξεπέρασαν τη διετία 2020 – 2021 τα 48 δισ. Ευρώ)

Στο 169% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος

Και πάλι σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355.000 εκατ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353.389 εκατ. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2 (!!!) ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021.

Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357.000 εκατ. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021. Πρακτικά μιλάμε για την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην ΕΕ και αυτό σε συνθήκες αναγκαστικής δημοσιονομικής επέκτασης.

Στις επισημάνσεις του κ. Σκέρτσου, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο μεγαλύτερο βαθμό στην έκρηξη του πληθωρισμού που κινείται  στο 12% με αποτέλεσμα να αυξηθεί εντυπωσιακά το ονομαστικό ΑΕΠ. Ο λόγος δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ.