Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ με μία κίνησή του που ήδη προκαλεί πολλές αντιδράσεις έθεσε βέτο στην εξαγορά έναντι 85,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων της TimeWarner από τον τηλεπικοινωνιακό κολοσσό AT&T. Ο δεύτερος, τα τελευταία χρόνια μέσω εξαγορών προσφέρει εκτός από υπηρεσίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, καλωδιακή και δορυφορική τηλεόραση συχνά σε ένα συνολικό πακέτο. Με την απόκτηση της TimeWarner ο τηλεπικοινωνιακός όμιλος θα ενισχυθεί σημαντικό ως προς το περιεχόμενο που θα μπορεί να προσφέρει στους πελάτες του. Στην TimeWarner ανήκουν το τηλεοπτικό δίκτυο HBO, η κινηματογραφική εταιρεία Warner και ασφαλώς το μήλον της έριδος ο ενημερωτικός όμιλος που ίδρυσε ο Τεντ Τέρνερ: το CNN. Τώρα ο Τραμπ κραδαίνει το «αντιμονοπωλιακό ρόπαλο» κατά του δικτύου, στο οποίο δεν μπορεί και συγχωρέσει την επικριτική στάση που τηρεί απέναντί του.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης δικαιολόγησε την απόφασή του υποστηρίζοντας ότι η εξαγορά «θα αποδυναμώσει τον ανταγωνισμό και θα είναι επιβλαβής για τους καταναλωτές καθώς θα επιφέρει αύξηση στις τιμές της τηλεόρασης και μείωση των επιλογών». Εδώ και ημέρες κυκλοφορούσαν φήμες σχετικά με το βέτο του υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως και για το πολιτικό παρασκήνιο πίσω από αυτό. Πριν από δύο εβδομάδες η Wall Street Journal, η εφημερίδα του Ρούπερτ Μέρντοχ -που δεν ανήκει σε εκείνες που κάνουν αντιπολίτευση στον Τραμπ- ήταν η πρώτη που μίλησε ανοιχτά για την αιτία: είναι η εκδίκηση του Τραμπ. Μια υπόθεση που, όπως αναφέρει η Repubblica, ενισχύεται από το γεγονός ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης στην απόφασή του ανέφερε ότι «είναι ανοιχτό σε συζητήσεις υπό την προϋπόθεση ότι θα εκχωρηθούν τμήματα» του ομίλου. Πολλοί ερμηνεύουν αυτή την παράγραφο ως ένδειξη της επιδίωξης του Τραμπ να επιβάλλει την πώληση του CNN, ίσως σε κάποιον φιλικό του δεξιό όμιλο που θα άλλαζε την πολιτική κατεύθυνση του τηλεοπτικού δικτύου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα ονόματα που ακούστηκαν είναι εκείνο του Μέρντοχ, ο οποίος ήδη ελέγχει το FoxNews, σταθμός που ξεκάθαρα στηρίζει τον αμερικανό πρόεδρο.
Ακόμα και αν δεν συμβεί αυτό, ενδεχόμενη απόσπαση του CNN από την TimeWarner θα το καθιστούσε πιο «μικρό» και πιο αδύναμο σε σχέση με τη σημερινή ιδιοκτησιακή του κατάσταση.
Το παιχνίδι είναι ακόμα στην αρχή. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου το υπουργείο Δικαιοσύνης έκανε την πρώτη κίνηση αλλά η AT&T ετοιμάζεται για την αντεπίθεση και η μάχη στα δικαστήρια προβλέπεται σκληρή. Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι δεν προκύπτει ουσιαστική ζημιά στον ανταγωνισμό από αυτή την κίνηση συγχώνευσης. Ενα επιπλέον σημείο που αποδυναμώνει τους ισχυρισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης, είναι το γεγονός ότι αυτοί στηρίζονται σε μία ξεπερασμένη «γεωγραφία» του χώρου. Σήμερα οι πραγματικοί γίγαντες της τηλεοπτικής παραγωγής και της διαφήμισης είναι το Netflix, η Amazon, η Google και το Facebook.
Η αντιμονοπωλιακή ιστορία των ΗΠΑ ήταν πάντα συνδεδεμένη με την πολιτική. Ηδη στις αρχές του 20ου αιώνα ο Θεόδωρος Ρούσβελτ χρησιμοποίησε το Sherman Act (τον πρώτο αντιμονοπωλιακό νόμο) για να πλήξει την ισχύ των βαρόνων των σιδηροδρόμων, του πετρελαίου και των τραπεζών. Ο Φρανκλίνος Ρούσβελτ τη δεκαετία του ’30 συνέχισε αυτή την πρακτική. Ο Τζον Κένεντι χρησιμοποίησε τους αντιμονοπωλιακούς νόμους εναντίον των μεγάλων ιδιοκτητών χαλυβουργείων με σκοπό να ενισχύσει τα συνδικάτα. Η ιδέα πίσω από αυτούς τους νόμους είναι ότι η υπερβολική συγκέντρωση οικονομικής ισχύος σε λίγους αποδυναμώνει τη Δημοκρατία.
Αλλά με τον Τραμπ στην εξουσία η χρήση τους είναι διαφορετική, γίνονται ένα όπλο κατά των αντιπάλων του. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ σε πολλές περιπτώσεις έχει δείξει την διάθεσή του να εκδικείται τους πολιτικούς του εχθρούς και ο ίδιος με τα λόγια του το έχει αποδείξει επανειλημμένα. Ηδη από το 2016 εξέφρασε την αντίρρησή του στην συγχώνευση, χωρίς να κρύψει ότι ο πραγματικός του στόχος ήταν και παραμένει το «εχθρικό» CNN. Ανάλογες επιθέσεις έχει κάνει και στον Τζεφ Μπέζος, τον ιδρυτή της Amazon στον οποίο έχει υποσχεθεί φορολογικά «βασανιστήρια». Και σε αυτή την περίπτωση ο πραγματικός του στόχος είναι άλλος: η μισητή Washington Post της οποίας ο Μπέζος είναι ιδιοκτήτης. Διότι με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο το πραγματικό ζήτημα στις ΗΠΑ δεν είναι τα μονοπώλια, αλλά ο ρόλος και η διάρθρωση της Τέταρτης εξουσίας, της ανεξάρτητης ενημέρωσης που βρίσκεται στο στόχαστρο.