To Λιγνιτικό Κέντρο Μεγαλόπολης | INTIMEnews
Επικαιρότητα

ΔΕΗ: Από τον κρατισμό στη λάθος ιδιωτικοποίηση

Η πώληση των λιγνιτικών μονάδων σε Μελίτη και Μεγαλόπολη είναι η χειρότερη επιλογή στη σημερινή συγκυρία. Όποιος αγοράσει τις μονάδες θα πληρώνει υψηλό κόστος για τη ρύπανση, άρα μειώνεται δραστικά το τίμημα που θα προσφέρει στη ΔΕΗ. Οι ρύποι αυξάνουν τον λογαριασμό και για τους καταναλωτές ρεύματος
Πέτρος Καράς

Μετά από αρκετά χρόνια ανταρτοπολέμου στους διαδρόμους της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου, η κρατικοδίαιτη ΔΕΗ οδηγείται στη χειρότερη δυνατή επιλογή: υποχρεώνεται να πουλήσει δύο λιγνιτικές μονάδες, της Μελίτης και της Μεγαλόπολης, σε μια συγκυρία όπου δεν θα έπρεπε. Επειτα από καθυστέρηση πολλών ετών αδιάληπτου κρατισμού, κάνουν ό,τι συνήθως, το αχρείαστο λάθος.

Πωλούνται λιγνιτικές μονάδες ενώ οι τιμές των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) στους ρύπους (CO2) έχουν σχεδόν τριπλασιασθεί από την αρχή της χρονιάς, ξεπερνώντας τα 25 ευρώ τον τόνο, αυξάνοντας κατακόρυφα το κόστος για τις αεροπορικές εταιρείες, τις εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, όπως η ΔΕΗ, και άλλες βιομηχανίες που ρυπαίνουν το περιβάλλον. Οι τιμές βρίσκονταν στα 5 ευρώ μόλις πριν από έναν χρόνο!

Όποιος αγοράσει τις μονάδες αυτές θα πληρώνει υψηλό κόστος για τη ρύπανση που προκαλούν και συνεπώς μειώνεται δραστικά το τίμημα που θα προσφέρει στη ΔΕΗ. Ήδη οι αρχικές υπεραισιόδοξες προσδοκίες για τίμημα της τάξης του ενός δισ. ευρώ έχουν προσγειωθεί και πολλοί θεωρούν επιτυχία εάν καταφέρει η ΔΕΗ να εισπράξει τα μισά. Η εικόνα που μεταφέρουν οι πιθανοί αγοραστές είναι ότι οι προσφορές που θα υποβληθούν δύσκολα θα ξεπεράσουν τα επίπεδα των 100 εκατ. ευρώ. Φυσικά υπάρχει το ενδεχόμενο οι διαρροές αυτές να εντάσσονται στο παιχνίδι ψυχολογικού πολέμου και ψιθύρων που πάντα προηγείται από την κατάθεση προσφορών σε διαγωνισμό. Αλλά όπως και να γίνει, τα έσοδα της ΔΕΗ δεν θα είναι σπουδαία, όπως κάποιοι περίμεναν.

Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Σύμφωνα με ασφαλείς ενδείξεις η τιμή  στα συμβόλαια ρύπων θα αυξηθεί. H κούρσα των τιμών αποδίδεται στην εντύπωση που κυριαρχεί στην αγορά πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα περιορίσει την προσφορά δικαιωμάτων τη νέα χρονιά στα πλαίσια της μετάβασης στην παραγωγή πιο καθαρής ενέργειας.

Όπως αναφέρει το Bloomberg, το Αποθεματικό Σταθερότητας Αγοράς (Market Stability Reserve), το οποίο έχει σχεδιαστεί να ελέγχει αυτόματα την προσφορά δικαιωμάτων, ξεκινά την λειτουργία του την 1η Ιανουαρίου του 2019.

Οι προσδοκίες για περιορισμό της προσφοράς των δικαιωμάτων ρύπων τροφοδοτούν το ράλι των τιμών ενώ η ζήτηση για δικαιώματα παραμένει ισχυρή καθώς η αντικατάσταση του άνθρακα από ΑΠΕ δεν έχει προχωρήσει αρκετά.

Επιπλέον, οι επιπτώσεις από τους καύσωνες στη Βόρεια Ευρώπη δημιουργούν νέα δεδομένα στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και αυξάνουν τις τιμές στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων. Μάλιστα, η άνοδος-ρεκόρ στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, τον Σεπτέμβριο, συνδέονται ευθέως από τους αναλυτές των ενεργειακών αγορών με τις αλλαγές στο κλίμα και στα προβλήματα από τον καύσωνα, κυρίως στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.

Αιολικό πάρκο στη Νότια Εύβοια: η αντικατάσταση του άνθρακα από ΑΠΕ δεν έχει προχωρήσει αρκετά στη χώρα μας | Intimenews

Η γερμανική εταιρεία RWE AG, η μεγαλύτερη ρυπογόνος εταιρεία στην Ευρώπη, βλέπει επίσης άνοδο των τιμών. Τα 30 ευρώ ανά τόνο βλέπει πριν από το 2019 και η Bank of America.

Δεν ήταν καθόλου τυχαία μια επισήμανση που είχε περάσει «στα ψιλά», τις προηγούμενες εβδομάδες. Το πρόβλημα βιωσιμότητας των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στο νέο περιβάλλον της αγοράς, υπογραμμίζει εμμέσως και το business plan που εκπόνησε ο σύμβουλος της ΔΕΗ, η McKinsey. Συγκεκριμένα, η διεθνής εταιρεία κάνει λόγο για “προκλήσεις βιωσιμότητας” που θα αντιμετωπίσουν οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ και για αυτόν τον λόγο θεωρεί ότι πρέπει να αναδειχθεί ως στρατηγική προτεραιότητα η ενίσχυση των λιγνιτικών μονάδων με τρία συγκεκριμένα μέτρα:

Πρώτον, να ξεκινήσουν προσπάθειες βελτίωσης της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων (αλλά και των μονάδων αερίου) με στόχο να μειωθεί κατά 25% έως 35% το κόστος προσωπικού και κατά 10% έως 12% το κόστος των εργολάβων και της αγοράς καυσίμου.

Δεύτερον, να επιδιωχθεί η υπογραφή συμβάσεων προμήθειας με βιομηχανικούς πελάτες προκειμένου να εξασφαλιστεί αντιστάθμιση του κόστους των CO2.

Τρίτον, να εξασφαλιστούν κίνητρα όπως η αποζημίωση ισχύος (ΑΔΙ) και για τους λιγνίτες.

Η αλήθεια είναι ότι με τιμή των ρύπων πάνω από 26 ευρώ ανά τόνο και με ανοδική τάση, το σχέδιο αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ πρέπει να επανεξεταστεί ώστε να γίνει βιώσιμο με βάση τις σημερινές και μελλοντικές συνθήκες. Επίσης, αλήθεια είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση (και η διοίκηση της ΔΕΗ) δεν έχει καμιά διάθεση ούτε δυνατότητα να ασχοληθεί με παρόμοια σοβαρά θέματα. Είναι απασχολημένοι με άλλα θέματα, όπως να διαμορφώσουν το κλίμα που θα τους ευνοήσει στις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Η ΔΕΗ είναι από τα θέματα που αναγκαστικά θα αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση.

Να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τη Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει μείωση 16% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2005. Και ενώ θα περίμενε κανείς μεγάλη στροφή σε πηγές που δεν ρυπαίνουν ιδιαίτερα, όπως το φυσικό αέριο, ή που δεν ρυπαίνουν καθόλου, όπως η αιολική και ηλιακή ενέργεια, ασχολούνται με πώληση μονάδων λιγνίτη.

Το κακό για τους καταναλωτές είναι ότι το «ανιαρό» ζήτημα για το διοξείδιο του άνθρακα, επηρεάζει την ζωή τους. Ήδη η ΔΕΗ εξετάζει σενάρια για αυξήσεις στο ρεύμα για ορισμένες τουλάχιστον ομάδες καταναλωτών.  Το ανερχόμενο κόστος των ρύπων προκαλεί σε μηνιαία βάση μια «μαύρη τρύπα» για τη ΔΕΗ που ξεπερνάει τα 50 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα η ρευστότητα που άρχισε να περιορίζεται, μπορεί να μηδενισθεί τον Αύγουστο.

Γι’ αυτό εξετάζονται εσπευσμένα σενάρια αύξησης των τιμολογίων σε στοχευμένες κατηγορίες καταναλωτών, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας. Αν δεν αποφασιστούν γρήγορα αυξήσεις τιμολογίου, η επιχείρηση θα αναγκαστεί να βάλει περιορισμούς στις πληρωμές, αφήνοντας απλήρωτους τους προμηθευτές ώστε να καλύψει ανελαστικές δαπάνες (μισθοδοσία, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, κ.λπ.).