Επειτα από πέντε επιτυχημένες προσπάθειες, στις οποίες είχε, ήδη, ξεπεράσει τον εαυτό του (τα βάρη που σήκωνε πριν αναχωρήσει για το Τόκιο), ο Θοδωρής Ιακωβίδης δοκίμασε στα 191 κιλά, στο ζετέ. Ανέβασε την μπάρα μέχρι τον ώμο του, όμως δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την κίνηση. Τερμάτισε τρίτος στο προκριματικό του γκρουπ, από το οποίο προκρίθηκαν στον τελικό της κατηγορίας του (96 κιλά) οι δύο πρώτοι.
Γονάτισε και φίλησε το πλατό, στο οποίο ξόδεψε κάμποσα από τα καλύτερά του χρόνια. Ηταν πιτσιρικάς, μαθητής της Α’ Γυμνασίου, όταν γνώρισε την άρση βαρών. Την αποχωρίζεται τριαντάρης. Αμέσως μετά, με τα μάτια δακρυσμένα και τη φωνή του να τρέμει από συγκίνηση, ανακοίνωσε πως αυτός ήταν ο τελευταίος του αγώνας: «… Είναι οι τελευταίες μου στιγμές στην Εθνική ομάδα. Αντιμετώπισα κάποια προβλήματα τραυματισμού μετά το Ευρωπαϊκό, ουσιαστικά ήρθα εδώ με ένα μήνα κανονική προπόνηση… Συγνώμη αν κάποιοι νομίζουν ότι το βάζω στα πόδια, αλλά έχω κουραστεί και δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση. Είναι πολύ λυπηρό, να ντρέπεσαι να πας στον φυσιοθεραπευτή που δεν σου παίρνει λεφτά επειδή ξέρει την κατάστασή σου. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Θέλω να σταματήσω, θέλω να ηρεμήσω…».
Μαζί με τα κιλά στην μπάρα, όλα αυτά τα χρόνια ο Θοδωρής σήκωνε και ένα αόρατο βάρος: το καθήκον να κρατά ψηλά τη σημαία μιας παρηκμασμένης αθλητικής αυτοκρατορίας. Περιμέναμε από εκείνον να γίνει ο συνεχιστής του Πύρρου, του Κάχι, του Σαμπάνη, του Λεωνίδη, του Μήτρου και του Κόκα, να μας φέρει χρυσάφι και ασήμι, όμως οι καιροί είχαν αλλάξει. Και πολύ καλά είχαν κάνει, αν κρίνει κανείς από το σκάνδαλο ντόπινγκ που γκρέμισε με πάταγο το οικοδόμημα της «ελληνικής ντριμ-τιμ», όπως μας άρεσε να την αποκαλούμε. Οταν η (ανατολικογερμανικού τύπου) απλόχερη κρατική χρηματοδότηση σταμάτησε, η ομοσπονδία έφτασε στα όρια της πτώχευσης.
Ο Ιακωβίδης, ίσως ο κορυφαίος αρσιβαρίστας μας στο καταχείμωνο του αθλήματος, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε κάτω από τις νέες συνθήκες. Μας εκπροσώπησε αξιοπρεπέστατα σε τέσσερα ευρωπαϊκά και δύο παγκόσμια πρωταθλήματα. Εγραψε το όνομά του στον κατάλογο των μόλις 16 ελλήνων πρωταθλητών που έχουν συμμετάσχει (τουλάχιστον) δύο φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά εμάς, που είχαμε καλομάθει στα μεγαλεία της «χρυσής» 12ετίας 1992-2004, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας φαινόταν αρκετό.
Η αθλητική καριέρα του Θοδωρή εγκλωβίστηκε σε ένα όνειρο που ήταν αδύνατο να βγει αληθινό. Οταν ήταν παιδί, τη δεκαετία των ’90s, οι θρίαμβοι της άρσης βαρών τον είχαν μαγέψει – όπως όλους τους Ελληνες, λίγο ως πολύ. Το «μπιγκ-μπανγκ» αυτής της κοσμογονίας, το «χρυσό» του Πύρρου Δήμα στη Βαρκελώνη (1992), δεν το θυμάται -ήταν μόλις ενάμισι έτους-, όμως τα 11 Ολυμπιακά μετάλλια που σάρωσαν οι αρσιβαρίστες μας στις τρεις επόμενες διοργανώσεις (Ατλάντα, Σίδνεϊ, Αθήνα) τον έκαναν να φαντάζεται τον εαυτό του, Ολυμπιονίκη. Φυσικά, στο άθλημα που τον είχε μυήσει στον θαυμαστό κόσμο των σπορ.
Στα 12 του χρόνια ήταν το πιο μικροκαμωμένο παιδί της τάξης: 1,40 στο ύψος και 42 κιλά. Οι συμμαθητές του τον πείραζαν, κι αυτός ήταν ακόμη ένας λόγος που τον έκανε να ασχοληθεί με το «άθλημα των δυνατών». Ο μικρός από τη Νέα Ιωνία ήταν αποφασισμένος να κάνει το παν για να μοιάσει στα ινδάλματά του. Αλλά… ατύχησε στο τάιμινγκ. Την ώρα που εκείνος μάθαινε την τέχνη της άρσης βαρών, το τέταρτο μετάλλιο του Πύρρου («χάλκινο» στην Αθήνα) σηματοδοτούσε την απαρχή του μαρασμού της.
Οι αρσιβαρίστες της γενιάς του δεν είχαν, ούτε τα μέσα, ούτε τις παροχές των προηγούμενων. Οπως όλοι, ο Θοδωρής άφηνε την προπόνηση στη μέση, πήγαινε για το μεροκάματο, και επέστρεφε στο γυμναστήριο. Μπορεί να μην είχε το ταλέντο του Δήμα, ή του Καχιασβίλι, όμως ήταν μαχητής. Και πάντα ερωτευμένος με την άρση βαρών. Δεν κέρδισε τα μετάλλια που είχε ονειρευτεί, όμως ευτύχησε να ταξιδέψει σε δύο διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν θα ξεχάσει, ποτέ, το μήνυμα του Πύρρου στο κινητό του, «ετοιμάσου, πάμε Ρίο», ενάμισι μήνα πριν από την τελετή έναρξης. Ούτε τον άθλο της πρόκρισής του στο Τόκιο, με τα πιο αυστηρά κριτήρια και τον μικρότερο αριθμό θέσεων στα χρονικά του σπορ.
Στη σειρά των τηλεοπτικών εκπομπών της ΕΡΤ, «Ο δρόμος προς το Τόκιο», ο Γιώργος Καπουτζίδης τον είχε ρωτήσει ποιο είναι το αγαπημένο του τραγούδι. «Ο αετός πεθαίνει στον αέρα», είχε αποκριθεί χωρίς δισταγμό. Αν το καλοσκεφτείς, ο στίχος ταιριάζει με το τέλος που ο Θοδωρής επέλεξε να δώσει στην καριέρα του: οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι το ψηλότερο σημείο στο οποίο μπορεί να «πετάξει» ένας αθλητής.
Τον Ιακωβίδη δεν τον χειροκροτήσαμε όσο θα ‘πρεπε. Μάλλον γιατί, μαθημένοι να υπερεκτιμούμε τα μετάλλια, όπως κι αν έρχονται αυτά, ξεχάσαμε να αναγνωρίζουμε την αξία της προσπάθειας.