Η Μπολόνια, μια ιταλική πόλη που φημίζεται για την πλούσια γαστρονομική της παράδοση, αντέδρασε με αγανάκτηση σε ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στους New York Times, το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι πλέον μια «τουριστική κόλαση» καθώς έχει κατακλυστεί από φτηνιάρικα, δήθεν ιστορικά μαγαζιά που πουλάνε μορταδέλα, μια από τις πιο γνωστές λιχουδιές της περιοχής, σε τεράστιες ποσότητες.
Το άρθρο με τίτλο «Η αγαπημένη μου ιταλική πόλη έχει μετατραπεί σε τουριστική κόλαση» υπογράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος Ιλάρια Μαρία Σάλα, η οποία σημειώνει ότι το κέντρο της Μπολόνια έχει αλλάξει τελείως. Στους δρόμους γύρω από την ιστορική κεντρική πλατεία Πιάτσα Ματζιόρε, υπήρχαν πολλά παλιά μαγαζιά, όπως το αγαπημένο της χαρτοπωλείο που πουλούσε χαρτικά, πένες, μελάνια κάθε χρώματος και ονειρεμένα χειροποίητα σημειωματάρια, και ήταν εκεί όσο θυμάται τον εαυτό της, γράφει η Σάλα στους New York Times.
Πρόσφατα, όμως, τη θέση του έχει πάρει μια «Antica Salumeria» («Παλιό ντελικατέσεν αλλαντικών»), που πουλάει μορταδέλα, το εμβληματικό αλλαντικό της πόλης από αλεσμένο χοιρινό κρέας με διάσπαρτα κομματάκια σκληρού λίπους από τον λαιμό του χοιρινού και μαύρο πιπέρι, ενίοτε δε περιέχει και φιστίκια, και κόβεται σε λεπτές φέτες. Το κατάστημα ανήκει σε μια αλυσίδα. Μάλιστα ακριβώς απέναντι, εκεί που μάλλον βρισκόταν ένα κοσμηματοπωλείο, υπάρχει και μια δεύτερη «Antica Salumeria», όπως αυτοαποκαλείται, της ίδιας αλυσίδας. Οταν, δε, η ιταλίδα δημοσιογράφος ρώτησε την πωλήτρια πόσο παλιό ήταν το κατάστημα, εκείνη της απάντησε ότι είχαν ανοίξει πριν από τρεις μήνες.
Πριν από μια δεκαετία, η γενέτειρα της δημοσιογράφου δεν ήταν σημαντικός τουριστικός προορισμός. Η Μπολόνια ήταν κυρίως γνωστή για το πανεπιστήμιό της, ένα από τα παλιότερα της Ευρώπης, και η κουζίνα της ήταν μεν ατραξιόν αλλά ελεγχόμενη. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους, οι πλατφόρμες βραχυπρόθεσμων ενοικιάσεων και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει τα πάντα. Κάποιες επιπτώσεις είναι χαρακτηριστικές. Οι ιδιοκτήτες μετατρέπουν τα διαμερίσματά τους σε Airbnb, γεγονός που ανέβασε τα ενοίκια και απώθησε τους φοιτητές μακριά από το πανεπιστήμιο σε προάστια και μικρότερες πόλεις γύρω από τη Μπολόνια, ενώ αυξήθηκαν εκπληκτικά οι ποσότητες της μορταδέλας, που πωλούνται.
Οι αλλαγές ξεκίνησαν πριν από την πανδημία του Covid, σημειώνει η Σάλα στους New York Times, αλλά επιταχύνθηκαν την περίοδο των lockdown, όταν πολλά ανεξάρτητα καταστήματα, μπαρ, καφέ και εστιατόρια, έπαψαν να λειτουργούν, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες ιταλικές πόλεις. Πολλά από αυτά τα καταστήματα στο κέντρο της Μπολόνια αγοράστηκαν από αλυσίδες «με βαθιές τσέπες» και ένα μοναδικό όραμα: να πωλούν μορταδέλα στους ξένους.
Στα σοκάκια της παλιάς αγοράς, υπάρχουν ακόμα μαγαζιά που προσπαθούν να πουλήσουν τα φρούτα και τα λαχανικά τους, αλλά βέβαια όχι στους τουρίστες. Τα τουριστικά γκρουπ ακολουθούν ξεναγούς με μεγάφωνα και σημαίες, και σταματούν συνήθως μπροστά στα καταστήματα που έχουν υποκύψει στη νέα τάση, εκθέτοντας βουνά από τεράστια «μπαστούνια» μορταδέλας στις βιτρίνες τους, τις οποίες διακοσμούν επίσης με αναρίθμητες αναπαραστάσεις γουρουνιών.
«Μπροστά από ένα κατάστημα, είδα αγάλματα χαρούμενων γουρουνιών που κρατούσαν τα μαχαίρια με τα οποία πιθανώς θα σφάζονταν τα ίδια για να γίνουν μορταδέλα. Πρόσωπα γουρουνιών στο λογότυπο ενός άλλου μαγαζιού. Ρεαλιστικά, στυλιζαρισμένα και χαμογελαστά γουρούνια κοιτάζουν καλοπροαίρετα τους σερβιτόρους, που τριγυρίζουν με δίσκους γεμάτους χοιρινό», περιγράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος. Και βλέποντας τουρίστες να περιφέρονται τρώγοντας τηγανητά τορτελίνι από λαδωμένα χάρτινα χωνάκια, αναρωτιέται αν αυτός ο τύπος τουρίστα πιστεύει πραγματικά ότι έτσι βιώνει μια τοπική και αυθεντική εμπειρία.
Οι πιέσεις του υπερτουρισμού
Στο άρθρο της στους New York Times η ιταλίδα δημοσιογράφος, η οποία πλέον είναι εγκατεστημένη στο Χονγκ Κονγκ, δεν παραλείπει να αναφερθεί στις επιπτώσεις του υπερτουρισμού σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και τις διαμαρτυρίες των Ισπανών φέτος το καλοκαίρι. Καθώς τα καλοκαίρια μας γίνονται κάθε χρόνο όλο και πιο ζεστά, το να πετάς από τη μια πλευρά ενός ήδη υπερθερμασμένου πλανήτη σε μια άλλη για να καταναλώσεις μεγάλες ποσότητες κρέατος, δεν είναι παρά ένα προειδοποιητικό σημάδι του προαναγγελθέντος τέλους, λέει η Σάλα. Οι τουρίστες, όμως, που συνωστίζονται στα παλιά δρομάκια της Μπολόνια φαίνεται να επιμένουν πεισματικά ότι ναι, μπορούμε ακόμα να έχουμε όλα αυτά τα πράγματα, ακόμα και όταν όλα τα σημάδια μας λένε το αντίθετο.
Η Μπολόνια, μια πόλη του ιταλικού Βορρά στην πλούσια περιοχή της Εμίλια Ρομάνια, είχε από τον 13ο αιώνα διάφορα παρατσούκλια. Κατά καιρούς την αποκαλούσαν «la Dotta» (λόγια, πολυμαθής) χάρη στο πανεπιστήμιό της, «La Turrita» (για τους πύργους της), «La Rossa» (κόκκινη) από το χρώμα των τοίχων αλλά και του κομμουνιστικού παρελθόντος της, και «La Grassa» (λίπος) χάρη στα πλούσια εδάφη της.
Ολα αυτά ήταν για χρόνια σε αρμονία μεταξύ τους, τώρα πια όμως το μόνο που βασιλεύει είναι το «λίπος» γράφει η Σάλα. Και αναρωτιέται«Χρειάζεται πραγματικά να ταξιδεύουμε με αυτόν τον τρόπο;», προκαλώντας σάλο στη γενέτειρά της με το άρθρο της στους New York Times για την υποβάθμιση της Μπολόνια λόγω του μαζικού τουρισμού και την απώλεια χαρακτηριστικών ορόσημων της πόλης.
Η απάντηση του δημάρχου
Ο δήμαρχος της Μπολόνια, Ματέο Λέπορε, αντέδρασε αμέσως: «Συνήθως αποφεύγω να απαντώ σε κλισέ για τη Μπολόνια, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορώ να το αποφύγω, καθώς συζητιέται στην πιο πολυδιαβασμένη εφημερίδα του κόσμου», έγραψε ο δήμαρχος σε επιστολή του προς το αμερικανικό έντυπο, την οποία έχει αναρτήσει και στο Facebook, «Το άρθρο είναι κάποιας Μαρία Σάλα, μιας δημοσιογράφου που ισχυρίζεται ότι έχει γεννηθεί κάτω από τους δύο Πύργους, αλλά ζει στο εξωτερικό και γράφει από το Χονγκ Κονγκ. Ως δήμαρχος, θέλω να εκφράσω την πιο έντονη αγανάκτησή μου προς όσους προσβάλλουν την πόλη μας απεικονίζοντάς τη σαν ένα μεγαλοπρεπές εργοστάσιο μορταδέλας, και γι’ αυτό τον λόγο, αποφάσισα να γράψω απευθείας στην έγκριτη αμερικανική εφημερίδα, υπογραμμίζοντας τη ζημιά που προκάλεσε στην εικόνα μας αυτό το άρθρο», ανέφερε.
Στη μακροσκελή του ανάρτηση ο κ. Λέπορε ισχυρίστηκε ότι πολλά από τα παραδοσιακά μαγαζιά για τα οποία η Σάλα θρηνεί ότι εξαφανίστηκαν, στην πραγματικότητα, είχαν κλείσει «περισσότερο από 20 χρόνια πριν». Τόνισε ακόμη ότι ως δήμαρχος «πολεμάει εδώ και χρόνια» τον υπερτουρισμό, λέγοντας ότι είναι μια πρόκληση που αντιμετωπίζουν πολλές πόλεις στην Ευρώπη και γι’ αυτό τον λόγο το συμβούλιο δεν ξόδεψε ούτε ένα ευρώ για την προώθηση της Μπολόνια ως προορισμού. Είπε επίσης ότι κάνει «τα πάντα για την ποιότητα της φιλοξενίας και της στήριξης των επιχειρήσεων του κλάδου». Αναφερόμενος, δε, στα αξιοθέατα της Μπολόνια, δήλωσε: «Κανείς ποτέ δεν θα σκεφτόταν να ορίσει τη Μπολόνια σαν μια πόλη με το μυαλό, την καρδιά και τα μάτια της βουλωμένα με μορταδέλα»…
Μπολόνια, η κόκκινη πόλη που αντιτάχθηκε στους Ναζί
Ο Ματέο Ντι Μπενεντέτο, δημοτικός σύμβουλος της Μπολόνια και μέλος του λαϊκιστικού κόμματος Λέγκα του Βορρά δήλωσε εξάλλου: «Και λοιπόν, τι κι αν υπάρχουν πολλά καταστήματα στη Μπολόνια που πουλάνε μορταδέλα; Αυτό δεν είναι κακό. Είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα προϊόντα της γαστρονομικής παράδοσης της Μπολόνια, μαζί με πολλά άλλα», γράφει στην Telegraph, ο Νικ Σκουάιρς, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στη Ρώμη.
Η Μπολόνια είναι μεν διάσημη για τη μορταδέλα και τις άλλες γαστρονομικές προσφορές της, καθώς δεσπόζει σε μια περιοχή που παράγει επίσης παρμεζάνα, προσιούτο και βαλσάμικο ξύδι ενώ φημίζεται για τα μικρά και μεγάλα εστιατόριά της που σερβίρουν τοπικές σπεσιαλιτέ, όπως tagliatelle al ragù alla Bolognese, τορτελίνι γεμιστά με ρικότα, χοιρινό ή κοτόπουλο, lasagna Βolognese και για επιδόρπιο γλυκιά zuppa inglese.
Αλλά φημίζεται και για τις portici, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι τις πολυάριθμες στοές, που σχηματίζονται στα ισόγεια των σπιτιών και εκτείνονται σε μήκος σχεδόν 40 χλμ (και πάνω από 50χλμ αν φύγουμε από το ιστορικό κέντρο), τα παλάτια και τους περίφημους δίδυμους μεσαιωνικούς Πύργους της που εντυπωσιάζουν με το ύψος τους (ο Πύργος Ασινέλι και ο κατά πιο κοντός Πύργος Γκαρισέντα).
Και βέβαια είναι μια πόλη γνωστή επίσης για την αριστερή πολιτική της, καθώς υπήρξε παραδοσιακά προπύργιο της ιταλικής Αριστεράς, από την εποχή των παρτιζάνων που πολέμησαν τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.